Πέμπτη 20 Ιουνίου 2019

Το τελευταίο παραμύθι του τελευταίου ανθρώπου


Ήταν ένας ποιητής. Ένα βράδυ που ξάπλωσε στο κρεβάτι του, τον πήρε ο ύπνος και τον πήγε σε μια χώρα πολύ μακρινή ή πολύ κοντινή, καθόλα διαφορετική ή ολόιδια με τη δική του. Από την αρχή της παρουσίας του εκεί τον κατέλαβε ένα δυσάρεστο συναίσθημα μοναξιάς, ένας φόβος σερνόταν σαν φίδι στα ξερόχορτα τριγύρω του κάνοντας έναν στριγκό και αποτρόπαιο ήχο σαν το ξύσιμο της ψυχής, ένα ημίφως, μάλλον του δειλινού, σκέπαζε και φώτιζε συνάμα τα πάντα. Στο διάβα του άρχισε να συναντά παράξενα όντα που ήταν, λέει, οι κάτοικοι αυτής της χώρας: ένα δαχτυλίδι αρραβώνα, ας πούμε, το χέρι ενός αγάλματος, ένα πεθαμένο παιδί, σεντόνια ενός ερωτικού κρεβατιού κιτρινισμένα απ' το χρόνο και φθαρμένα, έναν αεροπόρο, ελπίδες, πολλές ελπίδες, που περπατούσαν δίπλα του, μιλούσαν, χαιρετιόνταν ή πάλι, αν ήθελαν, έφευγαν σκυφτές και σιωπηλές. Δεν άργησε να καταλάβει το νόημα κι αυτού του κόσμου, ήταν κατά πάσα πιθανότητα ο τόπος που εξορίζονταν τα υπόλοιπα του κανονικού κόσμου, ο τόπος που έμεναν τα κομμένα μέλη ανθρώπων κι αγαλμάτων, τα χαμένα όνειρα, οι έρωτες που έσβησαν, τα παιδιά που δεν μεγάλωσαν.

Κι όταν πια βεβαιώθηκε ποιος είναι αυτός ο κόσμος, τον κατέλαβε ο πραγματικός κι αχαλίνωτος πανικός. Προσπαθούσε να ξυπνήσει, να φωνάξει, να φύγει ή να διώξει από γύρω του τους παράξενους κατοίκους του παράξενου αυτού κόσμου, τους έβριζε και επιχειρηματολογούσε με ρητορείες και σθένος, όπως οι δικηγόροι στα δικαστήρια των φόνων, πως δεν έχει καμία θέση σε αυτόν τον κόσμο, πως είναι πολίτης του άλλου κόσμου. Κι όλοι γύρω του, ακόμη και τα κομμένα μέλη των αρχαίων αγαλμάτων γελούσαν με συγκατάβαση και με λόγια γλυκά παρηγοριάς του μιλούσαν κι ο λόγος τους σαν ναρκωτικό έπεσε μέσα του και μια μεγάλη θλίψη πήρε πια τη θέση της οργής και της άρνησης στην ψυχή του. Γιατί κατάλαβε πως οι ποιητές είναι το κομμένο χέρι ενός παιδιού που κάποτε κράτησε ένα κόκκινο μπαλόνι.

***
ο πίνακας είναι του Paul Nash

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου