Ένας άνθρωπος έγραψε κάποτε ένα ποίημα
Του άρεσε τόσο πολύ,
που αποφάσισε να το κάνει σπίτι του.
Όταν όμως μπήκε, πρόσεξε
πως δεν υπήρχε παράθυρο
κατά τη δύση.
Έφτιαξε τότε το ποίημα με παράθυρο
στη δύση
και δοκίμασε πάλι να μπει -
όμως στο ποίημα του δεν είχε πια
βάλει μια πόρτα.
Κι όταν επιτέλους έβαλε πόρτα στο σπίτι του,
το ποίημά του δεν είχε σκεπή.
Κι ύστερα το σπίτι του κυλούσε από το λόφο
προς τη θάλασσα, και γινόταν βάρκα
σε ρημαγμένα σύννεφα κι ύστερα πουλί που κρώζει λίγο πριν νυχτώσει,
κι όνειρο χωρίς τέλος και μεθυσμένος χορευτής και μικρό καπέλο και κόκκαλα που τρίζουν νωρίς το πρωί.
Κάθε φορά που προσπαθούσε κάτι
να διορθώσει στην ποίηση,
ο άνθρωπός μας έχτιζε ένα νέο σπίτι
που δεν μπορούσε να κατοικηθεί.
Μέχρι που κάποτε κατάλαβε
Πώς τα ποιήματα δεν κατοικούνται.
***
ο πίνακας είναι της Πολωνής Maria Jarema