Παρασκευή 28 Σεπτεμβρίου 2012

Ιστο(ρ)ίες μιας Συννεφούλας


 Ο μεγάλος είναι με τη μάνα του στο ποδόσφαιρο τώρα που ετούτα εγώ σας ιστορώ. Οι λοιποί, εγώ και η τρίχρονη κόρη μου μείναμε στο σπίτι. Ξαπλωμένοι στο κρεβάτι, διαβάζω την εφημερίδα και εκείνη στο πλάι μου ένα δικό της βιβλίο. Κάποια στιγμή (πριν λίγα λεπτά δηλαδή) γυρνάει με αυτό το γαλίφικο ύφος που με εκνευρίζει πάντα καθώς με βρίσκει απροετοίμαστο (πάντα) και μου λέει:

Εκείνη (γαλίφικα, είπαμε): Μπαμπά είσαι καλό αγο(ρ)άκι.
Εγώ (καχύποπτα): Ναι; Πώς το κατάλαβες αυτό;
Εκείνη (απτόητη): Φα μου βάλεις να ακούσω το "αχ καβούλα μου;"
Εγώ (επιβεβαιώθηκα): Ναι κοκκόνα μου!


Τετάρτη 26 Σεπτεμβρίου 2012

Το ίχνος του φασισμού

"… οι Έλληνες, ακίνητοι και σιωπηλοί σαν τη Σφίγγα, ανακούρκουδα στο χώμα πίσω από τις καραβάνες με την πηχτή σούπα, καρπός μόχθου, απάτης και της εθνικής τους αλληλεγγύης. Έχουν απομείνει ελάχιστοι πλέον, αλλά η συμβολή τους στη φυσιογνωμία του στρατοπέδου, καθώς και στην αργκό του, είναι σπουδαία: Όλοι ξέρουν τι σημαίνει «καραβάνα» κι ότι “la comedera es buena” σημαίνει ότι η σούπα είναι καλή. Η λέξη  που εκφράζει γενικά την κλοπή είναι “klepsi-klepsi”, προφανώς ελληνικής προέλευσης"


Το απόσπασμα είναι από το συγκλονιστικό βιβλίο του Primo Levi «Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος» (Άγρα, 2009). Το βιβλίο αναφέρεται με χειρουργική ακρίβεια στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Άουσβιτς-Μπιρκενάου, στο οποίο "έζησε" ο συγγραφέας και από το οποίο "επέζησε". Το απόσπασμα (και άλλα διάσπαρτα στο κείμενο) αναφέρεται με θαυμασμό στους Έλληνες συγκρατούμενούς του σεφαραδίτες και ρωμανιώτες εβραίους που με ζηλευτή αλληλεγγύη και εθνική ενότητα αντιμετώπισαν τις συνθήκες των στρατοπέδων εξόντωσης. Ο Levi τους θεωρεί καπάτσους, οι περισσότεροι, σε σχέση με τις άλλες ομάδες εβραίων, είναι γαντζωμένοι στη ζωή και μηχανεύονται τεχνάσματα επιβίωσης. Οι σύγχρονοι αυτοί Οδυσσείς στελεχώνουν κατά κανόνα και τις πιο αποτρόπαιες ομάδες εργασίας στο στρατόπεδο, τους Sonderkommando, αυτούς που μαζεύουν τα πτώματα των δηλητηριασμένων με αέριο και τα καίνε στους φούρνους. Είναι οι ίδιοι που θα πρωτοστατήσουν στην εξέγερση των Sonderkommando, μία από τις λίγες εξεγέρσεις αιχμαλώτων στα στρατόπεδα συγκέντρωσης.

Ο Levi θα συναντήσει ξανά τον καπάτσο, ικανό, γαντζωμένο στη ζωή Έλληνα εβραίο, όταν πια από καθαρή τύχη θα γλιτώσει από το στρατόπεδο και η "Ανακωχή" (Μέδουσα, 1997) θα τον φέρει να περιπλανάται μαζί του στην ανατολική Ευρώπη μέχρι να επιστρέψει στην πατρίδα του την Ιταλία. Θα γραπωθεί από τη πολυμήχανη εφευρετικότητά του, την ασίγαστη δίψα να ζήσει, το πείσμα, τον εγωισμό του. Ο "Έλληνας" του Levi ήταν «ένας άνθρωπος δυνατός και ψυχρός, μοναχικός και λογικός, που είχε ζήσει από τη παιδική του ηλικία μέσα στο άκαμπτο πλέγμα μιας εμπορευματικής κοινωνίας. Ήταν ή είχε υπάρξει ανοικτός και σε άλλα πράγματα. Δεν έμενε αδιάφορος στον ουρανό και τη θάλασσα της πατρίδας του, στις χάρες ενός σπιτιού και μιας οικογένειας, στις διαλογικές συζητήσεις. Τα απωθούσε, όμως, στο περιθώριο της δραστηριότητας και της ζωής του, ώστε να μην διαταράσσει αυτό που ο ίδιος αποκαλούσε “le travail dhomme”. Η ζωή του ήταν ένας διαρκής πόλεμος, και θεωρούσε δειλό και τυφλό οποιονδήποτε αρνιόταν το σιδηρούν σύμπαν του. Είχαμε υποστεί και οι δύο το στρατόπεδο συγκέντρωσης: εγώ το είχα βιώσει σαν μια τερατώδη στρέβλωση, μια βρώμικη διαστροφή της ιστορίας μου και της ιστορίας του κόσμου. Εκείνος σαν μια θλιβερή επιβεβαίωση διαβόητων πραγμάτων. «Πόλεμος υπάρχει πάντα»… ».

Είναι από αυτά τα τραγικά παιχνίδια της ανθρώπινης ιστορίας μας. Κατά κανόνα ο εβραίος της Ελλάδας προσδιορίζεται σχεδόν πρώτη φορά ως "Έλληνας" στα στρατόπεδα εξόντωσης. Και αυτοπροσδιορίζεται πια ως τέτοιος όταν η διαφοροποίησή του από τους υπόλοιπους ευρωπαίους ασκενάζυ εβραίους τον σφραγίζει ανεξίτηλα με την εθνική ταυτότητα του Έλληνα (βλ. Ιστορία των Ελλήνων εβραίων/K. E. Fleming. Αθήνα: Οδυσσέας, 2009). Για να γυρίσει πίσω να βρει μια χώρα ρημαγμένη, περιουσίες κλεμμένες και να αφήσει τον τόπο που έζησε αιώνες για το Ισραήλ. Και με τη συνεργασία και ανακούφιση των ελληνικών κυβερνήσεων της εποχής. Παλιές ιστορίες θα μου πεις…

Έτσι όπως περιφέρομαι από βιβλίο σε βιβλίο, περνάω και από άλλες ζωές εκτός από τη δική μου. Προσπαθώ να καταλάβω τον κόσμο, να ετοιμαστώ (έστω και την τελευταία στιγμή). Η  πραγματικότητα, γυμνή και χωρίς φτιασίδια να την κάνουν ποθητή ή έστω επιθυμητή, παρουσιάζεται κάθε μέρα μπροστά μου οικεία πια, ξέρω την ιστορία της, τα πάθη και τα λάθη της.

Τελειώνω το κείμενο, κλείνω τον υπολογιστή, φεύγω απ’ το σπίτι. Σήμερα έχει γενική απεργία και συγκέντρωση στην Αθήνα. Βγαίνω στους δρόμους. Δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι μαζί μου και εγώ μαζί τους. Στην Πανεπιστημίου, λίγο πριν την έξοδο στο Σύνταγμα στέκομαι για λίγο στην άκρη. Παρακολουθώ τα μπλοκ των διαδηλωτών να περνούν. Ζυγώνουν οι λαϊκές συνελέυσεις, αντιεξουσιαστές και αναρχικοί. Μηνύματα παθιασμένα, μαύρα ρούχα, όμορφα αγόρια και κορίτσια, σφιγμένες γροθιές, φωνές σίγουρες, αντιφασιστικά συνθήματα, πόλεμος στο φασισμό. Λίγο μετά περνούν οι φοιτητές του Πολυτεχνείου με κόκκινες σημαίες, δεμένοι ο ένας με τον άλλο σαν αλυσίδες, χτυπούν ρυθμικά τα πόδια τους και προχωρούν φωνάζοντας πως ο φασισμός θα πεθάνει, πως «ψωμί, παιδεία, ελευθερία, η χούντα δεν τελείωσε το ’73». Ο κόσμος γύρω μου χειροκροτεί. Κι εγώ μαζί τους.

Μην περιμένεις κάπως να δέσω τώρα όλα αυτά. Σταθμοί είναι, σημεία επίσκεψης στα βιβλία και στη ζωή έξω είναι. Όμως κοίταξε: είμαστε κάπως το ταξίδι μας στον κόσμο τελικά, οι διαδρομές μας, οι άνθρωποι που συναντήσαμε. Και το ίχνος που άφησε το πέρασμά μας. Σε αυτό το ίχνος δεν χωράει ο φασισμός. Και αυτό πρέπει να το φροντίσουμε.

Πέμπτη 20 Σεπτεμβρίου 2012

Τεμαχισμένος χρόνος



Έχουν και τα ρολόγια καρδιά. Σαν κι εμάς. Που κάνει τικ-τακ τικ-τακ. Τρομάζω στην ιδέα πως κάποτε θα σταματήσει κι η δική τους καρδιά. Και τότε μονάχα η σιωπή θα μετράει το χρόνο.

Δευτέρα 17 Σεπτεμβρίου 2012

"Επιστροφή στ' άστρα": μια μισάνοιχτη ρόμπα


Οι απολαύσεις σπάνια είναι αθώες, θέλω να πω πως αν υπήρχαν ένορκοι σε αυτή τη φανταστική τους δίκη στο δικαστήριο της κοινωνικής αποδοχής, σίγουρα θα τις θεωρούσαν ομόφωνα ένοχες και θα τις καταδίκαζαν σε έσχατη καζούρα. Μεγαλώνοντας και καθώς ο σωφρονισμός επιφέρει τις κατάλληλες διορθώσεις των προτιμήσεών μας όλα αυτά ξεχνιούνται, αναγνωρίζεται και ο πρότερος έντιμος βίος και ο καταδικασθείς παραδίδεται ελεύθερος πια στην κανονικότητα.

Όλα αυτά τα κάπως βαρύγδουπα του προλόγου απλά υποδέχονται την πρόσκληση του «Χαμένου Επεισοδίου» να γράψουμε για τις ένοχες απολαύσεις μας, για όσα ευτελή ενδεχομένως απολαμβάνουμε καμιά φορά έμπλεοι τύψεων. Το ενδιαφέρον του ετούτο είναι σαφώς ιδιοτελέστατο, καθώς η δική μας «έκθεση» μειώνει το μέγεθος της δική του ένοχης απόλαυσης; του αρέσει η Νατάσα Θεοδωρίδου! Το ξέρω πως είναι εξωφρενικό κάτι τέτοιο (να του αρέσει η Θεοδωρίδου), ομολογώ όμως και εγώ μια δική μου ένοχη απόλαυση με την ελπίδα πως θα γράψουνε κι άλλοι κι έτσι όλοι μαζί θα είμαστε μια ωραία μισάνοιχτη ρόμπα.


Είναι λοιπόν τα διάσημα γεωγλυφικά της Νάζκα στο Περού φτιαγμένα από εξωγήινους ή για εξωγήινους; Υπάρχει αρχαίο αεροδρόμιο στις νήσους του Πάσχα, αποδεικνύονται μνήμες από διαστημικά ταξίδια σε τοιχογραφίες, ανάγλυφα και αρχαιότητες του Μεξικού, της Ελλάδας, της Ιταλίας, της Μέσης Ανατολής ή των Ινδιών; Και τελοσπάντων για να τελειώνουμε με αυτά τα… βασανιστικά ερωτήματα: ο ανθρώπινος πολιτισμός είναι καθαρόαιμα ανθρώπινος ή έχει εξωγήινη προέλευση; Αυτά ήταν υπαρξιακά ζητήματα που με απασχόλησαν για καιρό στα εφηβικά μου χρόνια, όσο τέλος πάντων καιρό χρειάστηκε για να διαβάσω όλα τα βιβλία του δημοφιλούς εκείνη την εποχή τσαρλατάνου Έριχ φον Νταίνικεν.

Η εφηβεία εξάλλου, εκτός των άλλων, είναι και μια περίοδος δοκιμής των δόκιμων απολαύσεων, καθορισμού σε σχέση με τις προτιμήσεις των υπολοίπων γύρω μας. Θα μπορούσα να νοιώθω άβολα για πολλές από τις μουσικές μου προτιμήσεις εκείνης της περιόδου, καθώς ακούγοντας Ξυλούρη, Θεοδωράκη ή Μαρκόπουλο ας πούμε, δεν άνηκα στα κυρίαρχα ρεύματα της ποπ, της ντίσκο ή του μέταλ της εποχής. Μια τέτοια προτίμηση ήταν σαφώς ένοχη, αφού δεν είχε την έγκριση των πολλών και το θέμα βέβαια είναι αν, πώς και με τι συνέπειες υπερασπίζεσαι  τη διαφορετικότητά σου.


Ο Νταίνικεν ωστόσο δεν θα μπορούσε να είναι ένοχη απόλαυση εκείνα τα χρόνια: τα βιβλία του πουλούσαν τρελά στους πάγκους των πλανόδιων βιβλιοπωλών δίπλα σε άλλα για την Ατλαντίδα ή το «μου χαρίζεται ένα βασιλόπουλο παρακαλώ;» της Ζωγράφου, τον «έρωτα στα χρόνια της χολέρας» του Μαρκές ή το «ξύπνα ανθρωπάκο» του Βίλχελμ Ράιχ. Ο Νταίνικεν έδινε σε μένα όμως μια εντυπωσιακή ευκαιρία φθηνής και αντιεπιστημονικής αμφισβήτησης της επίσημης γραμμής, της επίσημης άποψης για την ιστορία του πολιτισμού.

Η ενοχή ωστόσο υπάρχει εκ των υστέρων καθώς τα βιβλία του υπάρχουν ακόμη στη βιβλιοθήκη μου – δεν θα μπορούσα να τα πετάξω. Γελώ με τον εαυτό μου τώρα, αλλά αναγνωρίζω τα άτσαλα βήματα μιας αναγνωστικής εφηβείας, που άρπαζε τα πάντα και ανώριμη καθώς ήταν δεν μπορεί παρά να εντυπωσιαζόταν με τον κομπογιαννίτη αρχαιολογούντα συγγραφέα 


 ***
Ένοχες απολαύσεις όλοι έχουμε- ε, δεν θα ανοίξουμε και τελείως τη ρόμπα: ο Daniken είναι μια  ισοδύναμη δόση στη Θεοδωρίδου του «Χαμένου Επεισοδίου, στο Στάλιγκραντ του Red Kangaroo, στις ζαρντινιέρες του Τσαλαπετεινού, στην Αλέξια του SilentCrossing, την ησυχία της kihli, τη γύμνια του Πρόβατου, τις αμερικανικές ρομαντικές κομεντί του Raggedy Man, και τις φυσαλίδες από νάυλον του kospanti. Όλοι αυτοί συμμετέχουμε σε αυτή την απελευθερωτικά άρρωστη διιστολογική ιδέα με τίτλο "Guilty Pleasures"

Παρασκευή 14 Σεπτεμβρίου 2012

Η μνήμη και η φωτιά


Υπάρχουν βιβλιοθήκες που καίγονται και βιβλιοθήκες που φυτρώνουν πάνω στα καμένα. Ίσως γιατί και στη μία και στην άλλη περίπτωση οι βιβλιοθήκες υπηρετούν την ανάγκη της μνήμης, οπωσδήποτε απαραίτητης για την επιβίωση του πολιτισμού και της συλλογικής ταυτότητας. Όταν η συλλογική ταυτότητα κινδυνεύει, οι βιβλιοθήκες γίνονται στάχτη. Όταν καίγονται βιβλία θα καούν και άνθρωποι



Ήταν Απρίλιος του 1941 όταν οι Γερμανοί μπήκαν στη Θεσσαλονίκη. Από τις πρώτες τους κινήσεις ήταν η κλοπή και συλλογή αντικειμένων και τεχνουργημάτων της εβραϊκής κοινότητας. Η «Ρόζενμπεργκ Σοντερκομάντο» υπήρξε ένα ειδικό σώμα ναζί στρατιωτών που συγκροτήθηκε αμέσως με στόχο τη συγκέντρωση αντικειμένων για την καινούρια «Βιβλιοθήκη Διερεύνησης του Εβραϊκού Ζητήματος» που δημιουργούνταν στην Φρανκφούρτη. Ο Ιτσχάκ Νεχαμά, αναφέρει στην μαρτυρία του στη δίκη του Άιχμαν πως «μια μέρα ήρθαν τρία φορτηγά και πήραν ολόκληρη τη βιβλιοθήκη με τα παλιά βιβλία που είχαμε στην  Κοινότητα, βιβλία από την εποχή που δεν είχαν ακόμη φύγει οι εβραίοι από την Ισπανία. Οι ραβίνοι μας έκλαιγαν τόσο πολύ όταν μας πήραν αυτά τα βιβλία, που το θυμάμαι μέχρι σήμερα. Θυμάμαι τα δάκρυα αυτών των σοφών ανθρώπων που έλεγαν: τίποτα δεν μας νοιάζει, παρά μόνον αυτά τα βιβλία». Η καταστροφή αυτή ήρθε να συμπληρώσει ολοκληρωτικά μια άλλη λίγων χρόνων πριν: το 1917 τα δύο τρίτα της Θεσσαλονίκης  έγιναν στάχτη μετά την πιο μεγάλη πυρκαγιά στην ιστορία της πόλης, που άφησε πίσω της 60.000 άστεγους πολίτες και καταστραμμένη οριστική την αρχιτεκτονική/ιστορική φυσιογνωμία της. Θύματά της και οι εβραίοι που έχασαν σπίτια, 32 συναγωγές και τις επιχειρήσεις τους, καθώς και τα πιο σημαντικά στοιχεία της συλλογικής τους ταυτότητας: μία από τις μεγαλύτερες εβραϊκές βιβλιοθήκες στον κόσμο (μαζί με άλλες 9 ραβινικές), 600 κυλίνδρους τορά και τα αρχεία της αρχιραβινείας τους.

Την ίδια τύχη είχε και η πλούσια ραβινική βιβλιοθήκη της Αθήνας το Μάιο του 1941, όπως επίσης και η βιβλιοθήκη της εβραϊκής κοινότητας της Λάρισας (η οποία εκτός των άλλων είχε παλιά δερματόδετα βιβλία και παπύρους).

Διαφορετική ήταν η τύχη ωστόσο των κυλίνδρων της Τορά και της εβραϊκής βιβλιοθήκης των Ιωαννίνων, αφού ο δήμαρχος της πόλης Δημήτριος Βλαχλείδης όταν μπήκαν οι Γερμανοί στα Γιάννενα μετέφερε τη Ζωσιμαία Βιβλιοθήκη στο κτίριο της κεντρικής συναγωγής προκειμένου να διασώσει αυτή και όλα τα βιβλία των εβραίων στο υπόγειό της. Τα βιβλία και τα ιερά σκέυη των συναγωγών επιστράφηκαν στην αποδεκατισμένη πια εβραϊκή κοινότητα μετά το τέλος του πολέμου.



Με την ήττα των ναζί στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο άρχισαν να απελευθερώνονται σταδιακά όσοι επιβίωσαν στα στρατόπεδα θανάτου. Οι χώροι αυτοί, οι φορτωμένοι το θάνατο και τον πόνο εκατομμυρίων ανθρώπων υπέστησαν πολλές φορές τις επιδρομές πλιατσικολόγων μέχρι να αρχίσουν να συγκροτούνται πλέον ως παγκόσμια προσκυνήματα και χώροι μνήμης και να οργανώνονται ως τέτοιοι. Είναι ίσως αποτρόπαιο όσο και απαραίτητο να αποκτά ένας τέτοιος τόπος μουσειακό χαρακτήρα, υπηρετώντας τη διαρκή υπενθύμιση των φρικαλεοτήτων, τη διαρκή σήμανση του κινδύνου του φασισμού. Εκεί που κάποτε καίγονταν τα κουφάρια βασανισμένων ανθρώπων, τουρίστες επισκέπτονται σήμερα με τα κινητά και τις φωτογραφικές τους μηχανές για να δουν τον τόπο του μαρτυρίου. Ακόμη και σήμερα η κοστοβόρα μουσειοποίηση των χώρων αυτών υπηρετεί εθνικές, θρησκευτικές ή πολιτικές ευαισθησίες ή εμμονές, πράγμα αναμενόμενο ίσως αφού ο μεταπολεμικός κόσμος ελάχιστα ίσως διδάχτηκε από τη φρίκη του μεγάλου πολέμου.

Στο Auschwitz-Birkenau, ίσως το πρώτο στρατόπεδο που μετατράπηκε σε μουσείο, υπάρχει σήμερα μεγάλη βιβλιοθήκη που στόχο έχει να αποτελεί κέντρο έρευνας και μελέτης. Η πολύγλωσση βιβλιοθήκη του Άουσβιτς-Μπιρκενάου έχει 30.000 περίπου βιβλία (μαρτυρίες, δοκίμια, λογοτεχνικά έργα, λευκώματα κ.α.) και 2.500 περιοδικά και δεκάδες χάρτες που αφορούν στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, το Γ’ ράιχ, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης/εργασίας/θανάτου και ιδιαίτερα την ιστορία του Άουσβιτς.


Στη συλλογική αυτή μνήμη της φρίκης του μεγάλου πολέμου δεν ξέρω πώς και πόσο έχει συμβάλει η χώρα μου- θα ήθελα να υπάρχει στη βιβλιοθήκη του Άουσβιτς και ελληνική βιβλιογραφία. Γι’ αυτό τους ρώτησα και περιμένω την απάντησή τους.

Βιβλιογραφία:
- Ιστορία των Ελλήνων εβραίων/ K. E. Fleming. Αθήνα: Οδυσσέας, 2009
- Οι εβραϊκές συνοικίες των Ιωαννίνων/ Απόστολος Παπαϊωάννου. Κεντρικό Ισραηλιτικό Συμβούλιο Ελλάδος, 2007

Τρίτη 11 Σεπτεμβρίου 2012

Kalimera


Νύχτα διακοπών στα Πούλιθρα Αρκαδίας. Κλείνω το βιβλίο. «Μαουτχάουζεν», του Ιάκωβου Καμπανέλλη. Μαρτυρία από το στρατόπεδο συγκέντρωσης στην Αυστρία. Σηκώνομαι. Κοιτώ απ’ το παράθυρο. Το φεγγάρι έχει πάψει πια την ανηφόρα του. Σβήνει σιγά-σιγά ο δρόμος του στη θάλασσα. Οι θάλασσες του φθινοπώρου είναι πυκνογραμμένα χειρόγραφα, σκέφτομαι. Παλίμψηστα εκμυστηρεύσεων κι αποσιωπήσεων.



Ένα φως ανοίγει στο διπλανό δωμάτιο. Επέστρεψαν οι ένοικοί του από τη βραδυνή τους έξοδο. Μια οικογένεια Αυστριακών, τους είχαμε συναντήσει και πέρυσι το Σεπτέμβρη πάλι εδώ. Τα πρωινά ανταλλάσσουμε μια “kalimera” πηγαίνοντας την πορεία μας προς τη θάλασσα. Επιστρέφω στο κρεβάτι. Ανοίγω το βιβλίο. Οι κρατούμενοι επιστρέφουν στο στρατόπεδο από καταναγκαστικά έργα: «Βγαίνουμε απ’ το δάσος και μπαίνουμε στον αμαξωτό δρόμο. Περνάμε πλάι από δυο πολίτες αγρότες που κατεβάζουν από μια άμαξα καφάσια λαχανικά. Εμείς τους βλέπουμε. Αυτοί κάνουν πως δεν μας βλέπουν. Το άλογο της άμαξας σηκώνει το κεφάλι και μας κοιτάζει καλά-καλά. Φτάνουμε στην εξωτερική πύλη»…



Χαμογελάω κάπως. Πρέπει να ξύσουμε καλά τα μολύβια μας που θα γράψουν την ιστορία του επικείμενου χειμώνα. Σκέφτομαι. Ο φασισμός σηκώνει πάλι το αποτρόπαιο κεφάλι του Δεν μπορούμε να κάνουμε πως δεν το βλέπουμε. Ενώ εκείνος μας κοιτά και μας υπολογίζει. Για θύματα ή εχθρούς.