Πόσο θα ήθελα ρε φίλε να είμαι μια παιδική ζωγραφιά
καταλογογράφος, ταξιθέτης ή διαθέτης της καθημερινότητας και υπηρέτης μιας τέχνης απολαυστικής και παραγνωρισμένης
Παρασκευή 28 Φεβρουαρίου 2014
Δευτέρα 24 Φεβρουαρίου 2014
Δράσεις αλληλεγγύης στα σχολεία
[Αναδημοσίευση από το άρθρο του "Βιβλιοθηκάριου" στην "Αυγή της Κυριακής" 23/2/2014]
Αφορμή γι’ αυτό το κείμενο αποτελεί το 1ο
Διασχολικό Ανταλλακτικό Παζάρι που διοργάνωσαν την Κυριακή 16 Φεβρουαρίου στα
Άνω Πατήσια η Ένωση Γονέων της 5ης Δημοτικής Κοινότητας και οι
Σύλλογοι Γονέων 4 σχολείων (τα δημοτικά 142ο, 101ο, 65ο
και 113ο). Όπως λένε στην ανακοίνωσή τους οι διοργανωτές, 5.500
αντικείμενα (ρούχα, βιβλία, CD,
DVD, παιχνίδια, σχολικά
είδη, αποκριάτικες στολές) άλλαξαν χέρια και εκατοντάδες γονείς, παιδιά και
γείτονες προσήλθαν στο 142ο Δημοτικό Σχολείο Αθήνας για να
συμμετέχουν στη δράση. Τη δράση παρακολούθησε για αρκετές ώρες και ο υποψήφιος
δήμαρχος της Ανοιχτής Πόλης, Γαβριήλ Σακελλαρίδης. Δεν είναι η πρώτη φορά που η
Ένωση Γονέων αυτής της περιοχής υποστηρίζει δράσεις αλληλεγγύης, ούτε είναι η
μόνη που προβαίνει σε αυτές. Γνωστά είναι τα παραδείγματα των Ενώσεων Δάφνης-Υμηττού,
Πετρούπολης, Νίκαιας και άλλων που υποστηρίζουν δομές αλληλεγγύης.
Το γονεϊκό κίνημα είναι ένα κίνημα δεκαετιών δράσης και
διεκδικήσεων με ποικίλα χαρακτηριστικά, φυγές, φάσεις και τάσεις. Κοινό
χαρακτηριστικό της πολύχρονης πορείας του είναι το ενδιαφέρον γονέων και
κηδεμόνων για καλύτερη παιδεία, όμως ο δείκτης πολιτικοποίησης και συμμετοχής
ποικίλει ανά περίοδο, όπως εξάλλου ποικίλει και στην ευρύτερη κοινωνική ζωή. Το
γονεϊκό κίνημα διαρκώς αναζητά την ταυτότητά του και εξετάζει τη στάση του σε
ένα πλήθος εκπαιδευτικά, διοικητικά και εν γένει κοινωνικά ζητήματα που προκύπτουν.
Η παρούσα κοινωνική, οικονομική, πολιτική και εκπαιδευτική
συγκυρία ενεργοποιεί, και πρέπει να ενεργοποιεί, τις σχολικές κοινότητες. Με
φαινόμενα διάλυσης του οικονομικού και κοινωνικού ιστού, αποδόμησης της
λειτουργίας των σχολείων, επικίνδυνων πειραματισμών στο εκπαιδευτικό σύστημα,
διόγκωσης της ανεργίας και της ανέχειας και επανεμφάνισης του φασισμού οι σύλλογοι
και οι ενώσεις γονέων δεν μπορούν να λειτουργούν με εσωστρέφεια, ούτε να
αντιλαμβάνονται ως θερμοκήπιο τη σχολική κοινότητα. Οι άξονες της νέας στάσης
τους είναι, φαίνεται να είναι, η αλληλεγγύη και η ανατροπή.
Πρέπει λοιπόν στις ήδη διαμορφωμένες κοινότητες της
εκπαίδευσης να ενταθούν οι δράσεις που θα ενημερώνουν για τις αλλαγές στην
παιδεία και τις συνέπειές τους, να υπερασπίζονται τον αντιφασιστικό αγώνα, να
ευαισθητοποιούν για τις δομές αλληλεγγύης, να οραματίζονται την ποιότητα της
παιδείας, κοντολογίς να ενεργοποιούν τον ευαίσθητο, ανήσυχο, δημιουργικό χώρο
του γονεϊκού κινήματος προς δράσεις σαφώς πολιτικές. Εργαλεία και τρόποι για το
ρόλο αυτό υπάρχουν. Η ίδια Ένωση Γονέων παραμονές τις εθνικής γιορτής της 28ης
Οκτωβρίου πρόβαλε σε κινηματογράφο των Πατησίων για όλα τα λύκεια της περιοχής
ευθύνης της το ντοκυμαντέρ του Βασίλη Λουλέ «Φιλιά εις τα παιδιά», το σχολείο
που φιλοξένησε το ανταλλακτικό παζάρι έκανε το ίδιο, προβάλλοντας σε παιδιά
δημοτικού τον «Τελευταίο Δικτάτορα» του Τσάπλιν.
Τα παραδείγματα που αναφέρονται, αδικούν τη συνολική εικόνα
με την επιλεκτικότητά τους. Υποδεικνύουν όμως τις δυνατότητες και της
προκλήσεις, τον ενθουσιασμό και την ικανοποίηση που περιέχει ο υπέροχος αυτός
αγώνας.
Πέμπτη 20 Φεβρουαρίου 2014
Τότε, εντάξει
Η ελπίδα βέβαια μια παράλογη πίστη είναι, αδικαιολόγητη. Η ζωή είναι σαν τα παραμύθια: ξεκινάει πάντα με ένα "μια φορά" και τελειώνει με ένα "και ζήσαν". Εκτός εάν. Εάν η ελπίδα είναι το διάστημα ανάμεσα σε μια αρχή και ένα τέλος. Τότε, εντάξει.
***
Οι φωτογραφίες λες είναι σαν τα παιδιά που επιμένουν πεισματικά πως θέλουν να φάνε αυτή τη σοκολάτα και αν δεν τους τη δώσεις δεν θα σταματήσουν να παρακαλάνε, να κλαίνε, να απειλούν. Οι φωτογραφίες είναι μια σοκολάτα. Που αν δεν τη φας, θα λιώσει αργά-αργά λερώνοντας την τσέπη σου που μέσα της την κρύβεις
***
Η Α. είπε πως η μητέρα της έζησε μια μυθιστορηματική ζωή. Εννοώντας πως οι επιλογές, οι αλλαγές, οι ανατροπές στη ζωή της ήταν μεγάλες. Η Α. είπε πως η δική της ζωή εύκολα θα χωρούσε και σε μια φράση. "Ξέρω όμως φράσεις που μείναν αξέχαστες" θα μπορούσα να της πω.
***
Είπα στους φίλους μου χθες: "δεν θέλω να σας τρομάξω, αλλά παραφυλάει η άνοιξη εκεί έξω". Το βράδυ που γύρισε η Κ. στο σπίτι κρατούσε ένα κλαράκι ανθισμένης αμυγδαλιάς στο χέρι.
***
Τελειώνω το φαΐ αργά το βράδυ. Βάζω το πιάτο και το ποτήρι στο νεροχύτη. Ακροπατώ. Ακροβατώ. Όλοι κοιμούνται. Γδύνομαι και τυλίγομαι το δέρμα του κρεβατιού μου. Εκεί στην άκρη της μέρας, στο τελείωμα της φλύαρης παρουσίας της, ξαναπιάνω τα περισσεύματά μου. Μισοτελειωμένες φράσεις, εκνευρισμούς, φαντασιώσεις, αποσιωπήσεις, εμφάσεις, απορίες νουθεσίες, απογοητεύσεις. Βουνό τα σκουπίδια. Τα ξεδιαλέγω, ψάχνω κάτι που παράπεσε, που ίσως κάνει να το κρατήσω, αξίζει, χρειάζεται για μια δουλειά. Ματαιοπονώ βεβαίως πριν με πάρει ο ύπνος πρόθυμο και ανυπεράσπιστο να με προδώσει κι αυτός τη μέρα που θα ξημερώσει.
Τρίτη 18 Φεβρουαρίου 2014
Γυμναστική στη βιβλιοθήκη ΙΙ
[Αναδημοσίευση του άρθρου του "Βιβλιοθηκάριου" στην "Αυγή της Κυριακής", 16/2/2014]
Είναι το βιβλίο ένα αναχρονιστικό αντικείμενο; Το χαρτί
είναι ένα υλικό που αντικαθίσταται από τα ψηφιακά μέσα; Διασκεδαστικό,
αισιόδοξο, ανοιχτό στην κοινωνία βιβλίο είναι ο «Χάρυ Πότερ» ή ο «Μεγάλος
Περίπατος του Πέτρου»; Υπάρχει σκόνη στο διαδίκτυο; Οι βιβλιοθήκες είναι
σκονισμένα ράφια ή ιδρωμένα γυμναστήρια; Σε μια εποχή μετάβασης, όπως αυτή που
ζούμε, τα ερωτήματα ψάχνουν κάβο να δέσουν, γιατί έχουν αυτή την τάση τα
ερωτήματα, να ψάχνουν εναγωνίως απαντήσεις. Με κάποιες αναλογίες, η συζήτηση
που γίνεται θυμίζει την εποχή που ανέτειλε η ιδιωτική τηλεόραση. Το επιχείρημα
ήταν πως έπρεπε να φύγουμε από την κυβερνητική προπαγάνδα, πως ο μη σοβιετικός
μας κόσμος έπρεπε να είναι «ελεύθερος» και «ανεξάρτητος», εξάλλου όσοι έθεταν
την ατζέντα της συζήτησης μιλούσαν για «ελεύθερη» ραδιοφωνία και «ανεξάρτητη»
τηλεόραση. Η σημερινή ατζέντα μιλάει για κοινωνία των πολιτών, για εθελοντική εργασία:
«η «ανταμοιβή» που προκύπτει από αυτή την εμπειρία, συχνά μπορεί να υπερβαίνει
κατά πολύ οποιαδήποτε μορφή οικονομικής αποζημίωσης» λέει στην πρόσκλησή της
για εθελοντές η βιβλιοθήκη της Βέροιας.
Αν αρνούμαστε αυτή την οπτική, τι έχουμε να αντιτάξουμε;
Σχεδιασμό και αυτενέργεια. Σχεδιασμό υπηρεσιακό, διοικητικό, πολιτικό. Τοπικό,
περιφερειακό και κρατικό. Αυτενέργεια που θα αξιοποιεί την έμπνευση, τις
ικανότητες και τις δυνατότητες κάθε μονάδας να προσφέρει με βάση την εμπειρική
γνώση που κατέχει σχετικά με τις ανάγκες και τα χαρακτηριστικά του κοινού στο
οποίο απευθύνεται. Βασικό έλλειμμα για το σχεδιασμό είναι η απουσία αξιόπιστης
διαδικασίας χαρτογράφησης: δεν γνωρίζουμε πόσες βιβλιοθήκες υπάρχουν στην
Ελλάδα, σε τι κοινό απευθύνονται, τι υλικό και με ποια (χρονικά, ποιοτικά,
θεματικά κ.τ.λ.) χαρακτηριστικά έχουν, ποιες ιδιαιτερότητές τους είναι
αξιοποιήσιμες, τι χώρους διαθέτουν. Ακόμη και αν δημιουργήσουμε έναν φορέα και
μια διαδικασία για τη χαρτογράφηση των ελληνικών βιβλιοθηκών, θα πρέπει να
έχουμε σαφές τι θέλουμε να κάνουμε, να βασιστούμε σε δυο-τρεις βασικές
παραδοχές, ενδεικτικά και αυθαίρετα ας πούμε κάποιες: θέλουμε μία βιβλιοθήκη σε
κάθε πόλη, θέλουμε βιβλιοθήκη σε κάθε σχολείο, θέλουμε βιβλιοθήκη σε κάθε
νοσοκομείο και κάθε φυλακή, θέλουμε ελεύθερη πρόσβαση των επιστημόνων και των
επαγγελματιών στη σύγχρονη επιστημονική πληροφόρηση, θέλουμε όλοι οι πολίτες να
έχουν δικαίωμα δανεισμού σε κάθε βιβλιοθήκη, θέλουμε βιβλιοθήκες εξειδικευμένες
σε κάθε θεματική περιοχή. Χρειαζόμαστε και έναν λόγο για όλα αυτά, ένα όραμα:
θέλουμε οι βιβλιοθήκες να γίνουν όχημα για τη μόρφωση, ψυχαγωγία και ανάπτυξη
του λαού μας, θέλουμε το λαό μας σκεπτόμενο, ενημερωμένο, ανήσυχο.
Ο σχεδιασμός και η υλοποίηση δεν μπορεί παρά να γίνει
οργανωμένα και από ειδικούς. Δεν μπορεί παρά να βασιστεί στην έμμισθη εργασία-
η εργασία των εθελοντών δεν πρέπει να είναι βασική προϋπόθεση, αλλά επίκουρη
προσφορά. Ο σχεδιασμός δεν μπορεί παρά να είναι κρατικός, να πηγάζει από τις
ανάγκες και να τις υπηρετεί, αδιαφορώντας για τα συμφέροντα και τις «οδηγίες»
της αγοράς.
Σάββατο 15 Φεβρουαρίου 2014
Το σιδέρωμα
[Αναδημοσίευση της ιστορίας του "Βιβλιοθηκάριου" στο ερωτικό αφιέρωμα του enfo.gr]
-
Καλησπέρα!
-
Ήρθες Μιρέλα; Σου φτιάχνω καφέ;
Οι κουβέντες ήταν πάντα λίγες μέσα σε αυτές τις πέντε ώρες
του Σαββατιάτικου απογεύματος. Εξάλλου η Κατερίνα ένιωθε άβολα που μια ξένη
γυναίκα σιδέρωνε τα ρούχα τους. Σαν κάποιος τρίτος να τους παραβιάζει, σαν να
παρακολουθεί κρυφά τις μύχιες σκέψεις τους, σαν να εισβάλλει στις ιδιωτικές
τους στιγμές. Ωστόσο ο χρόνος της δεν επέτρεπε τέτοιες ευαισθησίες και οι
ανάγκες των ίδιων, όσο και των παιδιών ήταν διαρκείς. Όπως και να είναι, τα
Σαββατιάτικα απογεύματα ήταν πάντα σιωπηλά, αν εξαιρέσεις τη μουρμούρα του
ραδιοφώνου που υπογράμμιζε τη σιωπή των δύο γυναικών. Η Μιρέλα σιδέρωνε στο
σαλόνι και η Κατερίνα διόρθωνε γραπτά στο γραφείο. Ο Σπύρος έπαιζε μπάσκετ με
τους συναδέλφους από τη δουλειά και τα παιδιά ήταν συνήθως σινεμά, στην πλατεία
ή σε φίλους τους.
-
Ναι. Έναν διπλό ελληνικό σκέτο.
Η Μιρέλα συνήθισε τόσα χρόνια στην Ελλάδα τον τούρκικο καφέ,
που τον λέμε ελληνικό για να τον πίνουμε ευκολότερα. Πολλά συνήθισε. Και την
απουσία του άντρα συνήθισε, και τα παιδιά που μεγάλωσαν κι έφυγαν και την
μοναξιά συνήθισε. Και τα ξένα σπίτια. Που το καθένα έχει τα δικά του χούγια και
τη δικιά του μυρωδιά. «Το κάθε σπίτι έχει τη δικιά του σιωπή», σκεφτόταν συχνά.
Και γελούσε που ο γιος της παλιά της έλεγε πως την φοβάται όταν σιδερώνει, πως
όλα τότε τα σκέφτεται, τα ζυγίζει, τα σχεδιάζει και τους τα ξεφουρνίζει. Τώρα
πια δεν υπάρχουν πράγματα να σχεδιάσει όμως, μόνο πράγματα να θυμηθεί υπάρχουν.
Τώρα δεν σιδερώνει τα ρούχα της δικής της οικογένειας, αλλά τις ξένες οικογένειες
φροντίζει να είναι ατσαλάκωτες. Η δουλειά ποτέ δεν την τρόμαξε. Σιδερώνοντας
πια σε σπίτια ήταν σαν να συνέχιζε να περιποιείται τους δικούς της ανθρώπους.
-
Να σου φέρω τα ρούχα. Μαζεύτηκαν κάμποσα αυτή τη φορά.
Αν μπορέσεις να μπαλώσεις κι αυτά εδώ τα παντελόνια του μικρού… Ανοικονόμητος
είναι…
-
Και βέβαια. Μόνο μαύρη κλωστή να μου φέρεις κυρία
Κατερίνα.
Ο θάνατος της χτύπησε πολλές φορές την πόρτα. Έχασε τον
άντρα της πριν 3 χρόνια, όμως δεν τον είχε και ποτέ δικό της. Όχι ότι δεν τον
υπηρέτησε, όμως δεν τον αγάπησε. Ήταν αδύναμος, νωχελικός, δεν έφυγε ποτέ από
το χωριό στην Αλβανία, έμεινε δεμένος με τη γλώσσα, τις νοοτροπίες, τους φίλους
τους νεανικούς. Και τη γλώσσα ακόμη δεν την έμαθε καλά, αν και έζησε 14 χρόνια
στην Ελλάδα. Είναι παράξενο, δικά του πουκάμισα δεν σιδέρωσε ποτέ. Τι να τα
κάνει στην οικοδομή. Ούτε στα παιδιά· ό
κόσμος τους, τα ρούχα, η μουσική τους είναι τόσο διαφορετικά πια. Είναι
παράξενο που όλοι την προτιμούσαν γιατί σιδέρωνε γρήγορα και άψογα τα
πουκάμισα.
-
«… Την ώρα που σιδέρωνε/της ήρθε να αφιέρωνε/σε κάποιον
τη ζωή της…»
Η σιδερώστρα ανοιχτή στο σαλόνι και πάνω της το σίδερο κάνει
ταξίδια σε σώβρακα, φανέλες, πουκάμισα, μπλούζες, πιζάμες, θήκες για ξένα
σώματα, που πονάνε, ιδρώνουν, ονειρεύονται αναστενάζουν, χύνουν, χέζουν τρώνε,
αγαπάνε και διαψεύδονται. Θήκες για σώματα που ζούνε. Το ραδιόφωνο στην κουζίνα
παίζει ένα τραγούδι του Κραουνάκη για ένα «σίδερο με ατμό» και η Μιρέλα
σκορπάει πάλι στις αναμνήσεις της. Μια ύπουλη συνωμοσία την απελευθερώνει. Ήταν
άνοιξη, ήταν μικρή, 16-17 χρόνων, στα Τίρανα. Στα δέντρα, μικρές εκρήξεις τα
λουλούδια, εκρήξεις χρωμάτων και οσμών και ένα έρωτας σκορπούσε το μεθύσι και
τη ζάλη του παντού. Καθόταν στο ποτάμι με ένα βιβλίο στο χέρι, παλιό βιβλίο,
του πατέρα. Γραμμένο στα γαλλικά. Το έκρυβε ο πατέρας στο σεντούκι, όμως εκείνη
το έπαιρνε και καθόταν στο ποτάμι διαβάζοντας για τα άνθη του κακού. Ξεκινάει
με τα μανίκια, ανοιχτά τα κουμπιά και σηκωμένα ψηλά και από μέσα η λευκή του
σάρκα με τις γραμμές των μυών του να μετακινούνται σε κάθε του κίνηση, και
απαλά κυλάει διπλώνοντας τα δύο φύλλα σαν να αγκαλιάζει το σώμα του, το στήθος
του με τις μικρές ρωγίτσες τις ατίθασες και τις τριχούλες στον αφαλό του
βρεγμένες από το ποτάμι μικρές σταγόνες σαν τον ατμό που προχωράει και θολώνει
υγραίνοντας τη μνήμη, και ύστερα περνώντας το σίδερο από κουμπί σε κουμπί σαν
να τον ξεκουμπώνει με τα τρεμάμενα δάχτυλά της και ύστερα τέλος ο γιακάς. Και ο
λευκός λαιμός του και το λαρύγγι του ατίθασο και αεικίνητο σαν αδημονούσα
επιθυμία. Μια σφιχτή αγκαλιά ο γιακάς, ίσιος και καθαρός σαν τελευταίο χάδι.
Δεν μίλησε ποτέ σε κανέναν για τον Μπεκίμ, ούτε τον ξαναείδε από τότε.
Μόνο να: που καιρό τώρα σιδερώνοντας στα ξένα σπίτια τα
αντρικά πουκάμισα ο νους της φεύγει, σε ένα ανοιξιάτικο πρωινό πηγαίνει στα
Τίρανα, δίπλα στο ποτάμι, που το λευκό του πουκάμισο ήταν ριγμένο πια στα
χόρτα, ηδονικά ανυπεράσπιστο στο χάδι του αέρα.
Ιδρωμένη τελειώνει το σιδέρωμα. Έχει νυχτώσει. Δίπλα της,
στίβα τα σιδερωμένα ρούχα, στις καρέκλες απλωμένα τα πουκάμισα.
-
Πολύ ωραία Μιρέλα. Αυτά τα πουκάμισά σου, πάντα άψογα
σιδερωμένα. Όσα συμφωνήσαμε λοιπόν. Θα σε ξαναπάρω όταν είναι.
-
Καληνύχτα κυρία Κατερίνα!
***
Ο πίνακας είναι του David McCosh (1931)
Δευτέρα 10 Φεβρουαρίου 2014
Γυμναστική στη βιβλιοθήκη I
[Αναδημοσίευση από το άρθρο του "Βιβλιοθηκάριου" στην "Αυγή της Κυριακής" 9/2/2014]
Μία τάση των τελευταίων χρόνων επιχειρεί να απαντήσει στις ανατροπές και μεταβάσεις που επιφέρει η τεχνολογική έκρηξη στις βιβλιοθήκες ανιχνεύοντας και προωθώντας νέους ρόλους σε αυτές. Είναι μια θεμιτή, ανήσυχη δραστηριότητα που διαλέγεται με την εποχή και τις απαιτήσεις της πιέζοντας τα πράγματα να προσαρμοστούν σε αυτήν; Έχει ενδιαφέρον να αντιληφθούμε ποιοι και πώς τη διαμορφώνουν. Στόχος δεν είναι σαν τον Στάτλερ να καθίσουμε στα θεωρεία και γκρινιάζοντας να σχολιάσουμε την παράσταση, αλλά να κατεβούμε στη σκηνή συμμετέχοντας και συνδιαμορφώνοντάς την.
Είναι λοιπόν οι βιβλιοθήκες χώρος όπου ασκείται το σώμα; Οι βιβλιοθήκες της Βέροιας και του Κερατσινίου, ενταγμένες στο μηχανισμό αυτής της τάσης, θα απαντούσαν «why not?”. Εξάλλου το έχουν κάνει, μετατρέποντας ένα μέρος του χώρου τους σε fitness club και δωρεάν γυμναστήριο της γειτονιάς. Στο πρόσφατο 9ο διεθνές συνέδριο που οργάνωσε η Οργανωτική Επιτροπή Ενίσχυσης Βιβλιοθηκών, ένα συνεργατικό σχήμα
που συγκρότησαν αρχικά ξένοι οργανισμοί για την ενίσχυση των ελληνικών
βιβλιοθηκών, ένας Ολλανδός σύνεδρος μας μιλούσε για τη χαρά των video games στις βιβλιοθήκες και
πέραν της εκπαιδευτικής χρήσης του παιχνιδιού. Η βιβλιοθήκη της Λειβαδιάς
οργανώνει σεμινάρια εύρεσης εργασίας σε άνεργους της περιοχής της με εξαιρετική
επιτυχία, όχι στην ανεύρεση, αλλά στη συμμετοχή ενδιαφερομένων.
Τι συμβαίνει λοιπόν; Έκλεισαν τα γυμναστήρια και τα στάδια; Τα παιδιά δεν έχουν παιχνίδια να παίξουν; Οι βιβλιοθήκες αντικαθιστούν τους αρμόδιους οργανισμούς κοινωνικής ωφέλειας; Η ανεργία είναι συνέπεια ενός κακού βιογραφικού κι ενός υποεκπαιδευμένου απασχολήσιμου; Η βιβλιοθήκη καλλιεργεί τον ανταγωνισμό εκπαιδεύοντας το κοινό της στην καλή προώθηση της εργασιακής του αξίας ή τροφοδοτεί με ουσιαστικές γνώσεις όσους χρειάζονται να μάθουν; Μια από τις δράσεις που οργανώνονται στις εν λόγω βιβλιοθήκες είναι οι αγώνες ρητορικής με θέματα εξόχως πολιτικά: «Ακόμη και στη σημερινή εποχή, οι χαρισματικοί ηγέτες μπορούν να δώσουν λύση στα προβλήματα των κοινωνιών» ή «η μετανάστευση των νέων ως μια προσπάθεια να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες που γεννά η τρέχουσα οικονομική κρίση στην Ελλάδα»! Έχει ενδιαφέρον τέτοιες συζητήσεις να οργανώνονται δίπλα στο σημείο που δολοφονήθηκε από νεοναζιστές ένας αντιφασίστας μουσικός. Το γεγονός αυτό φαίνεται να μην γεννάει ερωτήσεις, απορίες, αντιστάσεις, αλλά να σχεδιάζεται άνωθεν μια αντιδραστική συζήτηση που αναζητά «χαρισματικούς ηγέτες» που θα μας σώσουν και προβληματίζεται για τη μετανάστευση των Ελλήνων στο εξωτερικό και όχι για την μετανάστευση ως καθολικό κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό φαινόμενο και τον επακόλουθο ρατσισμό.
Νομίζω πως οφείλουμε να οργανώσουμε ένα άλλο μοντέλο, πιο πνευματικό, πιο αλληλέγγυο με περισσότερη κοινωνική ευαισθησία. Οι βιβλιοθήκες είναι ο… «σκονισμένος» κόσμος των βιβλίων. Γι’ αυτό φτιάχτηκαν, αυτό περιέχουν, αυτό υπηρετούν. Αυτό οφείλουν να καλλιεργήσουν, έστω αυτενεργώντας: τη γόνιμη, επικίνδυνη, καταπραϋντική, παραμυθητική, βέβηλη πάλη του πνεύματος. Γυμναστήρια του νου να τις κάνουμε, όχι αίθουσες για ζούμπα και πιλάτες. Να υπηρετήσουμε την ανάγνωση για να διαμορφώσουμε σκεπτόμενη κοινωνία που αναζητά και μαθαίνει, που αμφισβητεί και απολαμβάνει τις ηδονές της σκέψης.
Τρίτη 4 Φεβρουαρίου 2014
Η ιστορία του Βασίλη
Το θάνατο τον λένε Σπύρο. Και είναι ένας γλάρος που κάθεται στο διπλανό κρεβάτι. Έχει γυρίσει μπρούμυτα και λύνει ένα σταυρόλεξο. Όταν σηκώνεται, τον βλέπεις, έχει το στυλ και την περπατησιά των ψαράδων. Είναι τα μάτια του μια θάλασσα, μέσα στην οποία βυθίζεται σε κάθε του λέξη. Το πρόσωπό του είναι τα βράχια που πάνω τους εκρήγνυται η θλίψη.
Το θάνατο τον λένε Σπύρο. Και κάθε φορά που ζυγώνω στο λιμάνι με αναγγέλλει στους καφενέδες του νησιού που περιμένουν οι ψαράδες. Κι εγώ του δίνω ψάρια, τα πετάω στον αέρα κι αυτός τ' αρπάει. Ο θάνατος ο γλάρος με αναγγέλλει σε αυτούς που φεύγουν.
Είμαι ψαράς. Βυθίζομαι στα μάτια του γλάρου και πιάνω ψάρια και ύστερα τον ταΐζω. Όπως ταΐζουμε με ικεσίες το θάνατο. Για να μας αναγγείλει.
Με λένε Βασίλη. Είμαι ψαράς σ'ένα νησί του Αιγαίου. Νοσηλεύτηκα για λίγες μέρες σ'αυτό το νοσοκομείο. Ο καλύτερός μου φίλος είναι ένας γλάρος, ο Σπύρος. Εδώ και χρόνια τα μεσημέρια τρώμε μαζί στο καφενείο. Αύριο γυρίζω στο νησί. Και θα τον δω.
***
ο πίνακας είναι του Δημήτρη Λαλέτα
Δευτέρα 3 Φεβρουαρίου 2014
Ιστορίες βιβλιοθηκών ΙΙΙ
Ξεφυλλίζω το 8ο τεύχος
του «Διαβάζω». Μάιος του 1977. Η Ρωξάνη Φέσσα, βιβλιοθηκάριος στο Ίδρυμα
Ευγενίδου, αναφέρεται στο παραμελημένο επάγγελμα του βιβλιοθηκάριου. Ο
βιβλιοθηκάριος μπερδεύεται στα μυαλά των ανθρώπων με τον αποθηκάριο, λέει, και
αυτό εξηγείται, αφού η απαξίωση των βιβλιοθηκών από το κράτος τις είχε κάνει
αποθήκες. Η Φέσσα υπερασπίζεται το νέο ρόλο του βιβλιοθηκάριου, τη σημασία και
το έργο του στη σχολική, την πανεπιστημιακή, τη δημόσια, την ειδική βιβλιοθήκη.
Ξεφυλλίζω το 16ο
τεύχος του περιοδικού «Διαβάζω». Ιανουάριος του 1979. Στο 2ο
Πανελλήνιο Συνέδριο Βιβλιοθηκαρίων οι σύνεδροι αναφέρονται στην τραγική έλλειψη
ειδικευμένου προσωπικού στις βιβλιοθήκες, στην ανύπαρκτη θεσμική κατοχύρωση της
διοικητικής αυτονομίας των βιβλιοθηκών και στην πενιχρή οικονομική ενίσχυσή
τους. Περιχαρής η πρόεδρός της Ένωσης Βιβλιοθηκαρίων ανακοινώνει τη δημιουργία της πρότυπης
παιδικής βιβλιοθήκης στην πλατεία του Αγίου Θωμά στο Γουδί, που θα αποτελέσει
παράρτημα της Δημοτικής Βιβλιοθήκης της Αθήνας. [Τα χρόνια περνούν, η δημοτική
αρχή κλείνει το παράρτημα, άγνωστοι βανδαλίζουν το χώρο (εποχή Κακλαμάνη στο
Δήμο της Αθήνας) και μέχρι σήμερα το θέμα δεν έχει αποκατασταθεί].
Ξεφυλλίζω το 19ο
τεύχος του περιοδικού «Διαβάζω». Απρίλιος του 1979. «Κάτι γίνεται στην Εθνική»
τιτλοφορεί ο συντάκτης το άρθρο του στο οποίο αποκαλύπτει ανακαινίσεις και
εκσυγχρονισμούς στην πολύπαθη Βιβλιοθήκη, νέα συστήματα παροχής πληροφοριών,
νέους βιβλιοκαταλόγους, νέα συστήματα καταλογογράφησης και επιπλέον… θέρμανση
πια το χειμώνα και αερισμό το καλοκαίρι…
Ξεφυλλίζω το 35ο τεύχος
του περιοδικού «Διαβάζω». Οκτώβριος του 1980. «Κι άλλες καταργήσεις
βιβλιοθηκών» λέει το άρθρο. «Αντί μιας τολμηρής κυβερνητικής πολιτικής που θα
στήριζε οικονομικά το θεσμό των βιβλιοθηκών… δε βλέπουμε παρά αδιαφορία και
καταργήσεις».
Ξεφυλλίζω το 41ο
τεύχος του περιοδικού «Διαβάζω». Απρίλιος 1981. Εκτενές άρθρο του Σπύρου
Κοκκίνη επιτίθεται στους τρεις υπουργούς πολιτισμού των πρώτων μεταπολιτευτικών
κυβερνήσεων κατηγορώντας τους για εξοργιστικούς αυτοσχεδιασμούς στην πολιτική
βιβλιοθηκών και βερμπαλισμούς στις δημόσιες τοποθετήσεις τους επί του θέματος.
Ο Τρυπάνης το 1977 ανακοινώνει την ανέγερση νέου κτιρίου για την Εθνική
Βιβλιοθήκη, ο Πλυτάς αναγγέλει το 78 την αναδιοργάνωσή της (διαφωνεί με τον
Τρυπάνη), ο Νιάνιας το 1980 ανακοινώνει την… υπόγεια επέκτασή της! Το κείμενο
του Κοκκίνη είναι απολαυστικό, αναλυτικό, στιβαρό. 32 χρόνια μετά, αλλάζοντας
μόνο τα ονόματα, διαβάζεις και την ιστορία της Εθνικής Βιβλιοθήκης όλο αυτό το
διάστημα.
Ξεφυλλίζω την ιστορία των
ελληνικών βιβλιοθηκών. Μια ιστορία άοκνων προσπαθειών των βιβλιοθηκάριων, να
πείσουμε, να εμπνεύσουμε, να διεκδικήσουμε, να προστατέψουμε. Δεν είναι πως δεν
καταφέραμε πράγματα όλα αυτά τα χρόνια. Είναι πως σκόπιμα οι κυβερνήσεις
απαξίωσαν τις κατακτήσεις μας.