καταλογογράφος, ταξιθέτης ή διαθέτης της καθημερινότητας και υπηρέτης μιας τέχνης απολαυστικής και παραγνωρισμένης
Παρασκευή 28 Νοεμβρίου 2014
Το νέο χανουμάκι
Εβαρέθηκα, δεν θέλω
τέτοια νειότη κι ευμορφιά
Χανουμάκι στο χαρέμι
με χανούμια συντροφιά
Να φύγω θέλω από το χαρέμι
και το Ελληνόπουλο ναύρω
κείνο που αγαπώ.
γιατί μου πήρε την καρδιά
με μια ολόθερμη ματιά
και μ'έκαμε να τρελλαθώ.
Τουρκοχαρέμι να θορώ
κι όλαις στο χαρέμι
τώρα με υποψία με φωνάζουν
χανουμάκι σκεπτικό
***
Το ποίημα είναι από μια αχρονολόγητη έκδοση του Σαλίβερου (πιθανά του 1908-1909) με τίτλο "Η Καστανή, το νέο χανουμάκι και τα νεώτερα τραγούδια"
Τετάρτη 26 Νοεμβρίου 2014
Το μάτι: ιστορία σε μια βιβλιοθήκη
Δούλευα κάποτε στη βιβλιοθήκη μιας καλλιτεχνικής σχολής. Χρήστες
της ήταν σπουδαστές οι οποίοι κυρίως ενδιαφέρονταν για εικόνες και λιγότερο για
κείμενα, οπότε το υλικό της βιβλιοθήκης, οι υπηρεσίες κι εγώ ο ίδιος ήμασταν
εκεί για να καλύψουμε αυτή την ανάγκη.
Μια μέρα στη βιβλιοθήκη μπήκε μια ντροπαλή κι ευγενική κοπέλα που έπρεπε να
εικονογραφήσει την «ιστορία του ματιού» του Ζωρζ Μπατάιγ, στο πλαίσιο του μαθήματος
της «εικονογράφησης βιβλίου». Η «ιστορία του ματιού» είναι ένα ιδιαίτερα «βέβηλο»
και προκλητικό ερωτικό αφήγημα του διάσημου Γάλλου συγγραφέα – ο οποίος ήταν και «συνάδελφός»
μου, δούλευε δηλαδή στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας. Η εικονογράφηση επομένως
ενός τέτοιου βιβλίου έπρεπε να είναι στο αντίστοιχο πνεύμα. Η κοπέλα δειλά-δειλά
μου ζήτησε να τη βοηθήσω, αφού τα σχέδια που είχε παρουσιάσει στον καθηγητή
θεωρήθηκαν «αμήχανα», «ήπια», «εξαιρετικά βαρετά και συντηρητικά». «Πρέπει να
βρω μια λύση» μου είπε. «Τόσο καιρό χρησιμοποιώ σαν μοντέλο το αγόρι μου, τον
ερεθίζω, τον δένω και την κατάλληλη στιγμή πιάνω το μολύβι και αρχίζω να τον σκιτσάρω. Δεν
αντέχει άλλο και δεν ξέρω πώς να του πω πως τα σχέδια απορρίφθηκαν και πρέπει
να τον πάω σε πιο ακραίες καταστάσεις από την αρχή…». Αφού κατάπια σύντομα την έκπληξή
μου, της ζήτησα να έρθει στη βιβλιοθήκη αργά το απόγευμα που θα έκλεινα.
Είχε πια σουρουπώσει όταν η κοπέλα ήρθε. Κλείσαμε τα φώτα
της εισόδου, τα παράθυρα και τις πόρτες και κάτσαμε στο γραφείο μου. Αρχίσαμε
να σερφάρουμε στο internet ψάχνοντας σαδομαζοχιστικές σελίδες με εικαστικό ενδιαφέρον, υλικό
το οποίο κάποια στιγμή βρήκαμε και με ενθουσιασμό αρχίσαμε να τυπώνουμε. Περάσαμε
υπέροχα, γελώντας στην αρχή αμήχανα, ύστερα εντελώς απενοχοποιημένοι, και τελικά
ανεβάζοντας το μέτρο της αισθητικής μας άποψης επί του θέματος. Αργά τη νύχτα φύγαμε
από τη βιβλιοθήκη σαν τους κλέφτες. Η εργασία βαθμολογήθηκε με 10 και στην
τελική έκθεση των αποφοίτων «η ιστορία του ματιού» «έβγαζε μάτι» σε περίοπτη θέση
με την εξαιρετική της εικονογράφηση!
***
Μια μεγάλη ομάδα βιβλιοθηκονόμων ξεκινούμε αυτές τις μέρες τη συγκέντρωση αστείων, ιδιαίτερων, παράξενων ιστοριών που μας έχουν τύχει στις βιβλιοθήκες. Στόχος μας είναι να εκδώσουμε ένα βιβλίο που θα τις περιέχει. Αυτή η ιστορία είναι μία από αυτές.
Τρίτη 25 Νοεμβρίου 2014
Ένα δρόμο αν θες
Ένα δρόμο αν θες
μπορείς να τον πάρεις
και να φύγεις
ή πάλι να τον βάλεις
σ' ένα ποίημα
Οι δρόμοι στα ποιήματα
είναι αδιέξοδοι
***
ο πίνακας είναι του Μιχάλη Μανουσάκη
Τρίτη 18 Νοεμβρίου 2014
Ο άντρας που αγάπησε τη σιωπή
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας άνθρωπος. Ένας άντρας που αγάπησε τη σιωπή. Την παντρεύτηκε κι έζησε μαζί της για πάντα. Χωρίς ποτέ ν' ακούσει απ' αυτήν μια επιβεβαίωση πως κι εκείνη τον αγάπησε.
Παρασκευή 14 Νοεμβρίου 2014
Γαμήστε μας!
Εδώ, στο χαρτί ή στα pixels, μόνο η σκιά της καμιά
φορά περνάει. Η ζωή εκεί έξω είναι. Εκεί έξω. Ο αέρας απόψε δεν μυρίζει νοτισμένη
σιωπή, φθινοπωρινές διαδρομές και σαπισμένα φύλλα. Ο αέρας απόψε σε πνίγει, τα
δακρυγόνα σου καίνε την ανάσα, οι «κρότου-λάμψης» σκίζουν τη νύχτα, τη γδύνουν
και με τα γκλομπ τη γαμάνε ξανά και ξανά. Και οι νοικοκυραίοι στα σπίτια τους γαμάνε,
κλείνουν τα αυτιά, κλείνουν τα μάτια, ασθμαίνουν, πρέπει να αναπαραχθούν. Η χαρά
της ζωής δεν είναι η αναπαραγωγή, αλλά η σύγκρουση φίλε μου.
Όμορφα παιδιά τα παιδιά που τους Νοέμβρηδες
βγαίνουν στους δρόμους, μπορείς να ανθίσεις ανάμεσά τους, μπορείς να τα
ερωτευθείς. Μιλούν με πάθος για το δίκαιο, ξέρουν το δίκαιο, ξέρουν το άδικο. Είναι
όμορφα τα κόκκινα παιδιά σαν φλόγες που ανθίζουν μέσα στη νύχτα – η θαλπωρή τους
είναι η αλήθεια. «Γαμήστε τους» φώναζαν οι μπάτσοι χθες το βράδυ την ώρα που τα
έδερναν έξω από το Πολυτεχνείο. Και ορμούσαν. Και τα μάτια τους γέμιζαν δάκρυα,
και ο λαιμός τους καιγόταν, και κολλούσαν στους τοίχους το ένα δίπλα στο άλλο,
σαν συνθήματα.
Γαμήστε μας λοιπόν – τη σπορά σας
θα τη γεννήσουμε αύριο! Θα τη λένε σύγκρουση!
Τρίτη 11 Νοεμβρίου 2014
Αντίστροφο παραμύθι
Μια φορά κι έναν καιρό ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. Γιατί μετά τα πράγματα άλλαξαν. Και τα παραμύθια τελείωσαν
Παρασκευή 7 Νοεμβρίου 2014
Τα φυσεκλίκια
Ήταν εκεί όλο το νοσοκομείο: οι
χειρούργοι της πτέρυγας, οι νοσηλεύτριες, οι καθαρίστριες, ο πρόεδρος, ο
εκπρόσωπος των συνδικαλιστών (που φρόντισε να κάτσει βέβαια δίπλα στον
πρόεδρο), μέχρι και οι συγγενείς κάποιων τεθνεώτων και μη ασθενών. Στο πάνελ
κάθονταν ήδη ο κος Παρασκευαΐδης, ακαδημαϊκός και παλιός διευθυντής του
νοσοκομείου (επί Χούντας) και θείος της Ποιήτριας, η γηραιά πρόεδρος της
«Λογοτεχνικής Συντροφιάς του Απόστολου Βαρνάβα», και ο Υπουργός – για την
ακρίβεια, πρώην Υπουργός Υγείας κος Θύμιος Πετρόπουλος. Ο τελευταίος μάλιστα χαριεντιζόταν
με τη φιλόλογο με έναν απίστευτα αγοραίο τρόπο, κολακεύοντας πειστικότατα το
σάψαλο για το «νεαρόν της ηλικίας της». Ο ακαδημαϊκός καθόλη τη διάρκεια της
αναμονής γυάλιζε επίμονα τα γυαλιά του, σαν να επιχειρούσε με κάποιο τρόπο να
τα κάνει να πάρουν φωτιά.
Η μουσική των Doors συνόδευε
αυτό το κάπως αμήχανο και ηλεκτρισμένο πηγαινέλα των παριστάμενων που πρόδιδε
μια απειρία με τις ποιητικές και εν γένει λογοτεχνικές παρουσιάσεις. Μια νοσηλεύτρια
είχε πάρει και τον γιο της μαζί, που μάταια προσπαθούσε να του αποσπάσει το
σκασμό προμηθεύοντάς τον ένα σκασμό κρουασάν και καραμέλες. Ο ηλεκτρολόγος του
νοσοκομείου είχε αποσβολωθεί στην καρέκλα του σαν να άκουγε ήδη τις πρώτες
αναλύσεις της παρουσίασης,. Προφανώς τον εξέπληξε όλο αυτό το πράγμα και
φορούσε το περισπούδαστο ύφος του ανθρώπου που «ξέρει από αυτά». Το τέχνασμα
της ποιήτριας είχε πιάσει: όλοι νόμιζαν πως οι προσκλήσεις ήταν σχεδόν
εμπιστευτικές, στοιχείο που τους δέσμευσε να μην μπορέσουν να αποφύγουν την
παρουσία στο γεγονός. Γρήγορα έγινε αντιληπτό το λάθος που είχαν κάνει, όταν μέσα
στο ημίφως από την ψηλή σκάλα του εκδοτικού οίκου άρχισε να κατεβαίνει σαν τη Rita Hayworth η
Ποιήτρια – δόκιμη γιατρός και ερωμένη του συνδικαλιστή που κάθισε δίπλα στον
πρόεδρο – οι κακές γλώσσες λένε «όχι μόνο». Το πρόσωπό της έδειχνε μια
επιτηδευμένη αυτοσυγκράτηση, μια ελαφρά, πολύ ελαφρά ντυμένη αίσθηση θριάμβου.
Ήταν επιτέλους το επίκεντρο μιας βραδιάς, για πρώτη φορά θα έδινε την παράστασή
της μπροστά σε ένα αδιάφορο για κείνη κοινό, το οποίο είχε δεσμεύσει απόλυτα
ωστόσο να την παρακολουθήσει μέχρι το τέλος.
Η ξαφνική σιγή του κοινού την
τρόμαξε. Ακουγόταν μόνο το τσαλάκωμα του περιτυλίγματος από τα πατατάκια του
γιου της νοσηλεύτριας. Αγνόησε το μη χειροκρότημα και αργά προχώρησε προς το
πάνελ, ενώ οι Doors σέρνονταν σαν το φίδι ανάμεσα από τις καρέκλες, τα πόδια,
τις τσάντες και τα φουλάρια των παριστάμενων. Κάθισε επιτέλους στο πάνελ την
ώρα που ένας δυνατός κρότος απέξω
σηματοδοτούσε την έναρξη της καταιγίδας που θα κρατούσε οριστικά μέσα
ακόμη και τους πιο θαρραλέους που ήδη είχαν σκεφτεί να φύγουν. Μαζί με την
βροχή ξεκίνησε και η παρουσίαση – άνιση μολαταύτα και για τούτο ενδιαφέρουσα.
Ο ακαδημαϊκός έβαλε τα
καλογυαλισμένα του γυαλιά και άρχισε αργά και βασανιστικά να διαβάζει από ένα
χειρόγραφό του – μίλησε για τα χρόνια που δούλευε στην κλινική, για το έργο που
διετέλεσε και το οποίο τον είχε οδηγήσει στο Μέγαρον της Ακαδημίας, για το έργο
των αρχαίων Ελλήνων ιατρών και την προσφορά του ελληνικού πνεύματος στον
παγκόσμιο πολιτισμό. Το νανούρισμα του κοινού είχε αρχίσει ήδη να λειτουργεί
εντυπωσιακά, όταν προς το τέλος της ομιλίας τα πράγματα ξαφνικά ανακόπηκαν. Ο
«θείος» μίλησε για τη μικρή ανηψιά που ερχόταν από παιδί στην κλινική και παρακολουθούσε
τους ασθενείς, τα τραύματα και τα χειρουργεία τους, τα άπειρα μπουκαλάκια του
φαρμακείου με τα παράξενα υγρά τους. Προς «επίρρωσιν της αναμνήσεως ταύτης»
διάβασε και ένα από τα ποιήματα της συλλογής, ένα παράξενο που μιλούσε για έναν
γιατρό που όργαζε στη μυρωδιά των χειρουργείων και είχε γίνει ο κορυφαίος
γιατρός της χώρας.
Ύστερα πήρε το λόγο η γηραιά
κυρία που με αυτό το ενοχλητικό «ε» στο τέλος κάθε λέξης που τελειώνε σε «ς»
μίλησε επί μακρώ για το «έργο της λογοτεχνικήςε συντροφιάςε στα πνευματικά
πράγματα της πόληςε σε συνθήκεςε βαθειάςε κοινωνικήςε και πολιτικήςε κρίσηςε».
Οι πίσω καρέκλες όλη αυτή την ώρα είχαν αρχίσει να φωτίζονται από ένα παράξενο
κρύο φως, που μάταια προσπαθούσε να κρύψει την ενασχόληση των καθήμενων με
ποικίλες εφαρμογές των κινητών τους τηλεφώνων. Ο γιος της νοσηλεύτριας τη
στιγμή που η γηραιά ποιήτρια διάβαζε το ποίημα για το «άφατο, που είναι το
άβατο της σιωπής» έκλασε και η δυσάρεστη μυρωδιά ξεκούνησε αρκετούς από τη θέση
τους κάνοντάς τους να στρέφονται καχύποτα και διερευνητικά στους διπλανούς
τους.
Το λόγο πήρε ύστερα ο κύριος
Υπουργός, ο οποίος με τη δυνατή φωνή του έβγαλε απότομα από τη σκοτοδίνη της
νύστας όλη την αίθουσα. Τα κινητά κλείσαν, ο γιος της νοσηλεύτριας είχε πια
τελειώσει όλα τα μπινελίκια που του είχε πάρει η μάνα του, όλοι καθηλωμένοι
άκουγαν πια τον Υπουργό να μιλάει για την ποιήτρια, «την αδερφή ψυχή», την
«παλιά του φίλη και συνοδοιπόρο στον πολιτικό βίο». Γρήγορα ο λόγος του
στράφηκε στις ποικίλες συνδηλώσεις του ποιητικού σύμπαντος αποτολμώντας
θαρραλέες συγκρίσεις με το έργο του μέγιστου Ελύτη και τον υπόγειο και σκοτεινό
λυρισμό του Καρυωτάκη, υπό το πρίσμα ενός μεταμοντέρνου φωτισμού που
συνδιαλέγεται ισότιμα με την Αισχύλεια εμφατικότητα.
Φαίνεται πως κάποιο αόρατο σύνθημα
δόθηκε- έτσι μάλλον εξηγείται το γεγονός πως με το τέλος της ομιλίας του
Υπουργού τελείωσε η βροχή. Και άρχισαν όλοι βιαστικά να ετοιμάζονται να φύγουν,
«γιατί περιμένει ο σύζυγος στο σπίτι» κι «έχω το παιδί άρρωστο» και «θα με
πάρετε μαζί σας γιατί δεν έχω αυτοκίνητο;» και «ποιος πάει χειρουργείο αύριο;»
και «πολύ ενδιαφέρουσα παρουσίαση δεν βρίσκετε;». Σε λίγα λεπτά η αίθουσα είχε
αδειάσει, όχι εντελώς, αφού είχαν μείνει μόνο ο πρόεδρος και ο συνδικαλιστής,
μόνοι, αφήνοντας την εμβρόντητη Ποιήτρια να διαβάσει με ραγισμένη φωνή το
τελευταίο ποίημα της βραδιάς, «τα φυσεκλίκια».
Βγήκαμε στο νοτισμένο δρόμο, οι
καφετέριες είχαν πάλι γεμίσει κόσμο, το φθινοπωριάτικο βραδάκι ήταν τόσο
αναζωογονητικό και ευχάριστο. Μια διάχυτη μυρωδιά φούντας ταξίδευε στην
πλατεία, μαλακώνοντας κι άλλο τη διάθεσή μας. «Ρε σεις δεν πάμε για κανά
ποτάκι;» πρότεινε κάποιος. «Άντε ρε, πάμε να σχολιάσουμε και την Ποίηση»
απάντησε κάποιος άλλος. Και γελώντας όλοι κατευθυνθήκαμε προς τον «Ιππόκαμπο».
Τετάρτη 5 Νοεμβρίου 2014
Έλα να παίξουμε
Αυτό το κείμενο θα ξεκινούσε με μια πρόσκληση. Θα έλεγα ας πούμε: "έλα να παίξουμε. Όπως κάναμε παιδιά. Τα κρύα βράδια του χειμώνα στην Κόρινθο. Με τα αυτοκινητάκια και τους στρατιώτες μας. Ο κόσμος να γίνει πάλι τα κρόσια μιας πολυθρόνας και τα αναποδογυρισμένα σκαμνάκια που σέρναμε καβάλα στο πάτωμα και οι μαξιλάρες και τα χαλιά..."
Γι΄ αυτό το ταξίδι στο παρελθόν δεν έχω βγάλει όμως εισιτήρια. Για κάποιο λόγο αναβάλλω πάντα τα ταξίδια μου. Λιποταξία τα νιώθω. Δεν είναι πολύ σπουδαίο και ενδιαφέρον να είσαι ενήλικος νομίζω, ή τουλάχιστον είναι λιγότερο ευχάριστο από το να είσαι παιδί. Κυρίως γιατί...
Γράφω αυτό το κείμενο στο τραπέζι της κουζίνας ενώ τα παιδιά παίζουν κυνηγητό στο σπίτι. Δεν μπορώ να συγκεντρωθώ μες στις φωνές τους κι εκνευρίζομαι, φωνάζω "ησυχία! Προσπαθώ να γράψω κάτι". Σταματούν ξαφνιασμένα κι έρχονται να δουν τι γράφω και τα διώχνω να φύγουν, να με αφήσουν λίγο. Φεύγουν. Ύστερα από λίγο έρχεται η μικρή. "Μπαμπά να ζωγραφίσω δίπλα σου;" Και αρχίζει να γεμίζει τα χαρτιά της χρώματα μουρμουρίζοντας τραγούδια και μένω να την κοιτώ νικημένος. Επιχειρώ λοιπόν να φύγω για την παιδική μου ηλικία όταν δίπλα μου την έχω να γεμίζει χρώματα τα λευκά της χαρτιά; Και τι ζωγραφιές μπορώ να κάνω πια εγώ με τα γραμματάκια αυτά και τις λέξεις μου και τις σιωπές μου που ξεχειλίζουν κάτι νύχτες σαν κι αυτές τις χειμωνιάτικες;
Λοιπόν σκεφτόμουν πως μερικές φορές νιώθω πολύ κουρασμένος που δεν μπορώ να αλλάξω τον κόσμο. Με απελπίζουν οι κλειδωμένοι άνθρωποι γύρω μου που κάτι εποχές σαν κι αυτές ασκούνται στην "αυτοβελτίωση" (η αυτοβελτίωση είναι μια μορφή αυτοϊκανοποίησης ήθελα να πω προ καιρού σε μια φίλη). Δουλεύουν να αλλάξουν τον εαυτό τους, όχι τον κόσμο. Και ύστερα ξεχνιούνται στο μέσα κόσμο τους.
Το θέμα είναι τι κάνουμε τώρα εμείς. Σταματάμε προφανώς για λίγο, για να παρακολουθήσουμε την κόρη μας να ζωγραφίζει και τον γιο μας να παίζει με στρατιωτάκια. Και ξεχνιόμαστε σε αυτή τη δημιουργική αμεριμνησία.