Πολλά από αυτά που νοιώθω και αντιλαμβάνομαι αρνούνται τον τελευταίο καιρό να μετασχηματιστούν σε λέξεις, πολλά από αυτά που σκέφτομαι, καλύτερα διατυπώνονται από πολλούς αλλού, στον τύπο, τα ραδιόφωνα και στα ιστολόγια. Αυτό μου επιτρέπει να αποπειρώμαι ανασυντάξεις και να ρυθμίζω αντοχές (μετά από δύο χρόνια εξαιρετικής εξωστρέφειας –για τα δεδομένα μου).
Έχει αρχίσει να γίνεται καταφυγή από αφετηρία η οικογένειά μου, η μπέμπα με το καινούριο της όνομα (Στέλλα), ο Κωνσταντίνος και η τελευταία γιορτή του νηπιαγωγείου, η Κ. με το αιώνια αισιόδοξο χαμόγελό της… Αντί να τους στηρίζω εγώ όπως προβλέπεται… με έναν αφανή τρόπο αντιστρέφεται η σχέση. Τρομάζω όταν σκέφτομαι με τι όρους ξεκινούν τη ζωή τους – όχι την «προστατευμένη»- την πραγματική.
Το καλοκαίρι κρύβομαι καλύτερα στους ίσκιους των βιβλίων. Γδύνομαι από πολλές φιλοδοξίες και ενδοιασμούς, κολυμπάω στο λίγο της πραγματικότητας και στο πολύ της φαντασίας μου, χμ… δραπετεύω στο μέσα μου.
Αυτό τον καιρό χάνουμε πράγματα που δεν κοπιάσαμε να αποκτήσουμε, τα λένε δικαιώματα, τα οποία σχεδόν αδιαμαρτύρητα εκχωρούσαμε λίγο-λίγο τα τελευταία χρόνια. Έχω την αίσθηση ότι τα χάνουμε εύκολα, σχεδόν αφήνουμε να μας τα πάρουν. Δεν θα μπορούσαμε να μην είμαστε το βασικό πρόβλημα σε αυτή την προβληματική χώρα. Οι άνθρωποι γύρω μου ανακαλύπτουν σιγά-σιγά την απώλεια και φαίνονται να εξεγείρονται σε ένα… φαντασιακό επίπεδο. Οι περισσότεροι από αυτούς δεν έβλεπαν (;) τις απώλειες των άλλων – κυρίως νέων- γύρω τους αυτά τα χρόνια. Τώρα τους φταίνε τα κόμματα που ψήφιζαν στο παρελθόν. Προς στιγμήν ψέλλισαν και το αίτημα να φορολογηθεί η εκκλησία, αλλά μετά το ξέχασαν, αφού τα κανάλια δεν το καλλιέργησαν. Ο σημερινός άνθρωπος ρίχνει στην τηλεοπτική αρένα τις σκέψεις, τις ανάγκες, τα συναισθήματα και με αυτά ταΐζει το αδηφάγο σύστημα εξασφαλίζοντας για τον εαυτό του την εκτόνωση, ή καλύτερα την καταπράυνση των παροξυσμικών επεισοδίων συνείδησης.
Οι άνθρωποι γύρω μου φαίνεται να γαντζώνονται σε μια (όλο και πιο απελπισμένη-στα μάτια μου) προσπάθεια να εξηγήσουν, να δικαιολογήσουν, να ελαχιστοποιήσουν τις ενοχλητικές πτυχές της αιτίας των προβλημάτων μας και των συνεπειών των αποφάσεών τους. Στις εφημερίδες διαβάζουμε:… «νοσοκομεία χωρίς... νερό για να πιουν οι ασθενείς. Νοσηλεύτριες που... δανείζονται τα γάντια η μία από την άλλη επειδή δεν υπάρχουν άλλα. Άρρωστοι που προετοιμάζονται για το χειρουργείο, περνούν με τα φορεία την πόρτα του αλλά επιστρέφουν... άπραγοι ξανά στα δωμάτιά τους»…. Και ενώ στην υγεία «έχουμε γίνει Ουγκάντα» πανηγυρίζουμε επειδή η Ελλάδα νίκησε στο μουντιάλ τη Νιγηρία – λες και παίζαμε 10 εκατ. Έλληνες ποδόσφαιρο και βάλαμε όλοι γκολ, λες και μια νίκη σε ένα άκρως επαγγελματικό άθλημα αλλάζει κάτι στη σκληρή πραγματικότητά μας. Και αφού συγκλίνουμε και αποκλίνουμε σε σχέση με τις αφρικανικές χώρες μας φταίνε οι συνδικαλιστές που κλείνουν τα λιμάνια ή οι άλλοι που σταματούν το μετρό. Ό,τι και να είναι οι συνδικαλιστές, τώρα παρά ποτέ άλλοτε, υπερασπίζονται αυτό που δεν πρέπει να χάσουμε: τη διεκδίκηση, τον Αγώνα.
Οι άνθρωποι γύρω μου ξέχασαν πως δεν τα είχαν πάντα όλα, ξέχασαν τις προσβολές και την αγωνία, ξέχασαν ότι ζητούσαν μια θέση στο δημόσιο από κάποιο βουλευτή και την πήραν, ξέχασαν ότι έκλειναν το στόμα όταν μπροστά τους περνούσαν οι μίζες και σε αντάλλαγμα έβρισκαν μόνιμη δουλειά, και τώρα ενοχλούνται όταν ψελλίζω τις αντιρρήσεις μου: «είσαι αχάριστος…. Δεν σου φτάνει που πάνω στην Κρίση έχεις δουλειά;».
Οι άνθρωποι γύρω μου είναι συνάδελφοι, φίλοι και συγγενείς. Οι άνθρωποι γύρω μου που φαίνονται λίγοι και δειλοί στην Κρίση είναι οι αγαπημένοι δικοί μου άνθρωποι. Και αυτό με πονάει.
Έχει αρχίσει να γίνεται καταφυγή από αφετηρία η οικογένειά μου, η μπέμπα με το καινούριο της όνομα (Στέλλα), ο Κωνσταντίνος και η τελευταία γιορτή του νηπιαγωγείου, η Κ. με το αιώνια αισιόδοξο χαμόγελό της… Αντί να τους στηρίζω εγώ όπως προβλέπεται… με έναν αφανή τρόπο αντιστρέφεται η σχέση. Τρομάζω όταν σκέφτομαι με τι όρους ξεκινούν τη ζωή τους – όχι την «προστατευμένη»- την πραγματική.
Το καλοκαίρι κρύβομαι καλύτερα στους ίσκιους των βιβλίων. Γδύνομαι από πολλές φιλοδοξίες και ενδοιασμούς, κολυμπάω στο λίγο της πραγματικότητας και στο πολύ της φαντασίας μου, χμ… δραπετεύω στο μέσα μου.
Αυτό τον καιρό χάνουμε πράγματα που δεν κοπιάσαμε να αποκτήσουμε, τα λένε δικαιώματα, τα οποία σχεδόν αδιαμαρτύρητα εκχωρούσαμε λίγο-λίγο τα τελευταία χρόνια. Έχω την αίσθηση ότι τα χάνουμε εύκολα, σχεδόν αφήνουμε να μας τα πάρουν. Δεν θα μπορούσαμε να μην είμαστε το βασικό πρόβλημα σε αυτή την προβληματική χώρα. Οι άνθρωποι γύρω μου ανακαλύπτουν σιγά-σιγά την απώλεια και φαίνονται να εξεγείρονται σε ένα… φαντασιακό επίπεδο. Οι περισσότεροι από αυτούς δεν έβλεπαν (;) τις απώλειες των άλλων – κυρίως νέων- γύρω τους αυτά τα χρόνια. Τώρα τους φταίνε τα κόμματα που ψήφιζαν στο παρελθόν. Προς στιγμήν ψέλλισαν και το αίτημα να φορολογηθεί η εκκλησία, αλλά μετά το ξέχασαν, αφού τα κανάλια δεν το καλλιέργησαν. Ο σημερινός άνθρωπος ρίχνει στην τηλεοπτική αρένα τις σκέψεις, τις ανάγκες, τα συναισθήματα και με αυτά ταΐζει το αδηφάγο σύστημα εξασφαλίζοντας για τον εαυτό του την εκτόνωση, ή καλύτερα την καταπράυνση των παροξυσμικών επεισοδίων συνείδησης.
Οι άνθρωποι γύρω μου φαίνεται να γαντζώνονται σε μια (όλο και πιο απελπισμένη-στα μάτια μου) προσπάθεια να εξηγήσουν, να δικαιολογήσουν, να ελαχιστοποιήσουν τις ενοχλητικές πτυχές της αιτίας των προβλημάτων μας και των συνεπειών των αποφάσεών τους. Στις εφημερίδες διαβάζουμε:… «νοσοκομεία χωρίς... νερό για να πιουν οι ασθενείς. Νοσηλεύτριες που... δανείζονται τα γάντια η μία από την άλλη επειδή δεν υπάρχουν άλλα. Άρρωστοι που προετοιμάζονται για το χειρουργείο, περνούν με τα φορεία την πόρτα του αλλά επιστρέφουν... άπραγοι ξανά στα δωμάτιά τους»…. Και ενώ στην υγεία «έχουμε γίνει Ουγκάντα» πανηγυρίζουμε επειδή η Ελλάδα νίκησε στο μουντιάλ τη Νιγηρία – λες και παίζαμε 10 εκατ. Έλληνες ποδόσφαιρο και βάλαμε όλοι γκολ, λες και μια νίκη σε ένα άκρως επαγγελματικό άθλημα αλλάζει κάτι στη σκληρή πραγματικότητά μας. Και αφού συγκλίνουμε και αποκλίνουμε σε σχέση με τις αφρικανικές χώρες μας φταίνε οι συνδικαλιστές που κλείνουν τα λιμάνια ή οι άλλοι που σταματούν το μετρό. Ό,τι και να είναι οι συνδικαλιστές, τώρα παρά ποτέ άλλοτε, υπερασπίζονται αυτό που δεν πρέπει να χάσουμε: τη διεκδίκηση, τον Αγώνα.
Οι άνθρωποι γύρω μου ξέχασαν πως δεν τα είχαν πάντα όλα, ξέχασαν τις προσβολές και την αγωνία, ξέχασαν ότι ζητούσαν μια θέση στο δημόσιο από κάποιο βουλευτή και την πήραν, ξέχασαν ότι έκλειναν το στόμα όταν μπροστά τους περνούσαν οι μίζες και σε αντάλλαγμα έβρισκαν μόνιμη δουλειά, και τώρα ενοχλούνται όταν ψελλίζω τις αντιρρήσεις μου: «είσαι αχάριστος…. Δεν σου φτάνει που πάνω στην Κρίση έχεις δουλειά;».
Οι άνθρωποι γύρω μου είναι συνάδελφοι, φίλοι και συγγενείς. Οι άνθρωποι γύρω μου που φαίνονται λίγοι και δειλοί στην Κρίση είναι οι αγαπημένοι δικοί μου άνθρωποι. Και αυτό με πονάει.
**************************************
η πρώτη φωτογραφία είναι βέβαια από τους "Μοντέρνους Καιρούς" (1936) και η δεύτερη από το "Χρυσοθήρα" (1925).
Και σε μένα οι άνθρωποι γύρω μου, δηλαδή οι φίλοι, οι συνάδελφοι και οι συγγενείς, μου φαίνονται λίγοι και δειλοί στην Κρίση. Επειδή όμως είναι και για μένα οι αγαπημένοι , δικοί μου άνθρωποι και με πονάει, σκέφτομαι τις στιγμές που έχω υπάρξει και εγώ, λίγος και δειλός και έτσι προσπαθώ διαρκώς να συντηρώ επώδυνα τις γέφυρες επικοινωνίας.
ΑπάντησηΔιαγραφήΌσο το παρόν γίνεται όλο και πιο αμείλικτο, τόσο το παρελθόν θα χάνει τις μάχες μαζί του...
ΑπάντησηΔιαγραφή"Οι άνθρωποι γύρω μου ξέχασαν πως δεν τα είχαν πάντα όλα"
ΑπάντησηΔιαγραφήΟι άνθρωποι στην μεταμοντέρνα εποχή ξεχνούν εύκολα, απλά γιατί δεν φρόντισαν να διατη΄ρησουν τη μνήμη.
"Αυτό τον καιρό χάνουμε πράγματα που δεν κοπιάσαμε να αποκτήσουμε, τα λένε δικαιώματα"
Φταίει που μας χαρίστηκαν δίχως να κοπιάσουμε. Οσοι δεν τα είχαν και κατάφεραν με τους αγώνες τους να τα κατοχυρώσουν να δεις πόσο θλίβονται.....
Πρώτη φορά στο blog σου, μου αρέσει πολύ ο τρόπος που εκθέτεις το πρόβλημα.
Καλώς σε βρήκα
Καλώς ήρθες....
ΑπάντησηΔιαγραφήΑπό γλυκά τουνκουταλιού έχουμε μελιτζανάκι, σύκο και βύσσινο. Τι να σε φιλέψω;