- Καλημέρα. Είμαι ανιψιός του κου Δ….
- Γεια σας. Τηλεφωνώ από το γραφείο του Υπουργού κου Λ….
- Θα ήθελα να με εξυπηρετήσετε. Ξέρετε, ο φίλος μου ο κος Α., αλλά και ο κος Φ. που είναι έφορος στην Ε.Β…
- Έρχομαι από το γραφείο του κου Π….
- Είμαι κοσμήτορας της Ν. Σχολής του Πανεπιστημίου Α.
- Είμαι προϊσταμένη στο Τμήμα Π. της ΕΡΤ και θα ήθελα για το γιο μου που σπουδάζει στο εξωτερικό…
Το ύφος είτε κεκαλυμμένα ειρωνικό, είτε απροκάλυπτα αγενές, κουβαλάει μια εξουσία που δεν ξέρω ποιος την έδωσε και ποιος τη δέχεται, αλλά όχι εγώ. Όλοι αυτοί και άλλοι πολλοί έρχονται στις βιβλιοθήκες όχι για να εξυπηρετηθούν, αλλά για να τους εξυπηρετήσουν. Η συναίσθηση ότι είσαι υπάλληλος, εξυπηρετητής, δεν επιτρέπει κούφιους εγωισμούς στην αποδοχή και εκτέλεση των αιτημάτων. Άλλο αυτό όμως και άλλο η δουλοπρέπεια.
Από την άλλη πλευρά πόσο ετοιμοπόλεμος να είσαι σε τέτοιες επιθέσεις αυθαίρετης εξουσίας, πόση διάθεση και «στομάχι» να έχεις να αποκρούσεις. Η συνήθης απάντησή μου είναι περίπου αυτή: «Δεν με ενδιαφέρει ποιος είστε ή εκ μέρους ποιου έρχεστε. Πείτε μου τι ζητάτε. Με τον ίδιο τρόπο εξυπηρετούμε τους πάντες». Ακόμη και αυτή η απάντηση εκλαμβάνεται μερικές φορές σαν θράσος, ακόμη και από την ίδια τη (δημόσια) υπηρεσία.
Δεν θα δικαιολογούσα κάποιον που συνηθισμένος από άλλες υπηρεσίες ή υπαλλήλους απευθύνεται με τέτοιες επικλήσεις στον επαγγελματισμό μου. Είναι πασιφανές ότι οι περισσότεροι δεν έχουν συνηθίσει τις βιβλιοθήκες ως υπηρεσίες ελεύθερης πρόσβασης στη γνώση, την πληροφορία και τον πολιτισμό, ως κέντρα πληροφόρησης. Οι περισσότεροι – φαίνεται από τα «ευχαριστώ» - φεύγουν έκπληκτοι που εξυπηρετήθηκαν και μάλιστα χωρίς να πληρώσουν. Άλλο η συστολή ή αντίστροφα το θράσος λόγω αυτής της άγνοιας, και άλλο η εξουσία μιας συγγένειας ή μιας επαγγελματικής σχέσης που θρονιάζει απέναντί σου το μεγαλειώδες Εγώ της.
Και βέβαια αυτό που μένει μέσα μου ως ξάφνιασμα είναι πόσο αυτή η συμπεριφορά ορισμένων «περνάει», αποδίδει καρπούς, γίνεται αποδεκτή χωρίς αντιστάσεις. Και ύστερα σου λένε: «μεμψιμοιρείς» και «γκρινιάζεις». Σταματώ.
- Γεια σας. Τηλεφωνώ από το γραφείο του Υπουργού κου Λ….
- Θα ήθελα να με εξυπηρετήσετε. Ξέρετε, ο φίλος μου ο κος Α., αλλά και ο κος Φ. που είναι έφορος στην Ε.Β…
- Έρχομαι από το γραφείο του κου Π….
- Είμαι κοσμήτορας της Ν. Σχολής του Πανεπιστημίου Α.
- Είμαι προϊσταμένη στο Τμήμα Π. της ΕΡΤ και θα ήθελα για το γιο μου που σπουδάζει στο εξωτερικό…
Το ύφος είτε κεκαλυμμένα ειρωνικό, είτε απροκάλυπτα αγενές, κουβαλάει μια εξουσία που δεν ξέρω ποιος την έδωσε και ποιος τη δέχεται, αλλά όχι εγώ. Όλοι αυτοί και άλλοι πολλοί έρχονται στις βιβλιοθήκες όχι για να εξυπηρετηθούν, αλλά για να τους εξυπηρετήσουν. Η συναίσθηση ότι είσαι υπάλληλος, εξυπηρετητής, δεν επιτρέπει κούφιους εγωισμούς στην αποδοχή και εκτέλεση των αιτημάτων. Άλλο αυτό όμως και άλλο η δουλοπρέπεια.
Από την άλλη πλευρά πόσο ετοιμοπόλεμος να είσαι σε τέτοιες επιθέσεις αυθαίρετης εξουσίας, πόση διάθεση και «στομάχι» να έχεις να αποκρούσεις. Η συνήθης απάντησή μου είναι περίπου αυτή: «Δεν με ενδιαφέρει ποιος είστε ή εκ μέρους ποιου έρχεστε. Πείτε μου τι ζητάτε. Με τον ίδιο τρόπο εξυπηρετούμε τους πάντες». Ακόμη και αυτή η απάντηση εκλαμβάνεται μερικές φορές σαν θράσος, ακόμη και από την ίδια τη (δημόσια) υπηρεσία.
Δεν θα δικαιολογούσα κάποιον που συνηθισμένος από άλλες υπηρεσίες ή υπαλλήλους απευθύνεται με τέτοιες επικλήσεις στον επαγγελματισμό μου. Είναι πασιφανές ότι οι περισσότεροι δεν έχουν συνηθίσει τις βιβλιοθήκες ως υπηρεσίες ελεύθερης πρόσβασης στη γνώση, την πληροφορία και τον πολιτισμό, ως κέντρα πληροφόρησης. Οι περισσότεροι – φαίνεται από τα «ευχαριστώ» - φεύγουν έκπληκτοι που εξυπηρετήθηκαν και μάλιστα χωρίς να πληρώσουν. Άλλο η συστολή ή αντίστροφα το θράσος λόγω αυτής της άγνοιας, και άλλο η εξουσία μιας συγγένειας ή μιας επαγγελματικής σχέσης που θρονιάζει απέναντί σου το μεγαλειώδες Εγώ της.
Και βέβαια αυτό που μένει μέσα μου ως ξάφνιασμα είναι πόσο αυτή η συμπεριφορά ορισμένων «περνάει», αποδίδει καρπούς, γίνεται αποδεκτή χωρίς αντιστάσεις. Και ύστερα σου λένε: «μεμψιμοιρείς» και «γκρινιάζεις». Σταματώ.
**********************************
Ο πίνακας (“The Library”) είναι του Jacob Lawrence (1917 - 2000)
Ο πίνακας (“The Library”) είναι του Jacob Lawrence (1917 - 2000)
ναι, όντως γκρινιάζεις, αλλά έχεις δίκιο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΧτύπα και εσύ... αντέχω... ναι χτύπα
ΑπάντησηΔιαγραφήείσαι γκρινιάρης
ΑπάντησηΔιαγραφήείσαι γκρινιάρης
είσαι γκρινιάρης
είσαι γκρινιάρης
είσαι γκρινιάρης
είσαι γκρινιάρης
αλλά...
έχεις δίκιο!
:ΡΡ
ΥΓ. Όμως ευτυχώς που υπάρχουν τέτοιο γκρινιάρηδες σε τέτοια πόστα. Ας μιλάτε έστω εσείς, κάτι θα μείνει!
Η μεγάλη του δημοσίου σχολή...Υπουργοί, έφοροι, κοσμήτορες και υπάλληλοι στην Εθνική Ραδιοφωνία. Δεν εκπλήσσει η συμπεριφορά, οι άνθρωποι αυτό τον τρόπο έχουν μάθει να επικοινωνούν.
ΑπάντησηΔιαγραφήΔεν είναι όμως απίθανο κάποτε, στις αρχές ίσως της σταδιοδρομίας τους, να δοκίμασαν την απόρριψη που προκαλεί σε 'μας τους υπόλοιπους η έλλειψη τέτοιων εντυπωσιακών επιθετικών προσδιορισμών.
Να ξέρεις πάντως ότι στιχομυθίες του τύπου "Δεν με ενδιαφέρει ποιος είστε" είναι η πιο ταπεινωτική εμπειρία γι' αυτούς. Είσαι πολύ σκληρός!
Αλλα δεν είμαι γκρινιάρης... έτσι;
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαθόλου γκρινιάρης δεν είσαι! Και πολύ ευγενικός είσαι με τον κάθε ηλίθιο!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΑαα γεια σου. Επιτέλους ένας άνθρωπος με κατανόηση
ΑπάντησηΔιαγραφή