Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας
βιβλιοθηκάριος που εργαζόταν σε μια μεγάλη βιβλιοθήκη. Αγαπούσε τόσο πολύ τη
δουλειά του, την τάξη με την οποία κατένειμε τα βιβλία, την αδιάκοπη επέκταση
της γνώσης, τη φλύαρη και απέλπιδα προσπάθεια των ανθρώπων να εξηγήσουν τον
κόσμο, που αποφάσισε μια μέρα να μην ξαναγυρίσει στο σπίτι του. Εξάλλου κανείς
δεν τον περίμενε εκεί και από κανένα δεν θα
έλειπε αν εξαφανιζόταν, ούτε καν φυτά είχε στο μπαλκόνι του να έχουν την
ανάγκη του για πότισμα ή κλάδεμα ή έστω θαυμασμό των λουλουδιών τους. Καιρό το
σκεφτόταν κι όταν πια το αποφάσισε, όλα τα πρακτικά ζητήματα είχαν λυθεί.
Όταν ήρθε η μέρα, πήγε σε ένα
ράφι της βιβλιοθήκης, άνοιξε ένα χοντρό δερματόδετο βιβλίο και χάθηκε μέσα του
για πάντα.
***
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας
συγγραφέας που ολοκλήρωσε τη συγγραφή ενός βιβλίου του. Ανακουφισμένος που
επιτέλους τελείωσε η πολύμηνη και κοπιώδης δουλειά του, αποτυπωμένη σε ένα
χοντρό δερματόδετο βιβλίο, κάθισε να το διαβάσει μια τελευταία φορά πριν το στείλει
στον εκδότη του. Η αρχική του ανακούφιση, καθώς η ανάγνωση προχωρούσε,
μετατράπηκε σε αγωνία, αντιπάθεια, μίσος. Τελειώνοντας πια είχε γίνει έξαλλος:
το βιβλίο του ήταν πολύ καλό. Ο ήρωάς του είχε χτιστεί με μαεστρία, η αφήγηση
κάλυπτε κι αποκάλυπτε με ερεθιστικό τρόπο τα γυμνά μέλη της ιστορίας του, η ίδια
η ιστορία ήταν βαθειά ανθρώπινη. «Οι κριτικοί σε λίγους μήνες θα
μιλούν αναμφισβήτητα για ένα συγκλονιστικό έργο» σκέφτηκε ο δύστυχος
συγγραφέας. Συνειδητοποιούσε πια πως ο βασικός ήρωας του βιβλίου θα ζούσε πολύ
περισσότερο από το δημιουργό του – ίσως δεκαετίες ή και αιώνες μετά να μιλούσαν
γι’ αυτόν έχοντας ξεχάσει το συγγραφέα
(για τον οποίο εξάλλου κανείς ποτέ δεν θα έγραφε μια ιστορία με τόση μαεστρία
και ταλέντο).
Μην αντέχοντας πια αυτό τον
ανταγωνισμό με τον ήρωα του βιβλίου του ο συγγραφέας το ίδιο βράδυ το
κατέστρεψε ολοσχερώς κι ευτυχισμένος ξάπλωσε να κοιμηθεί. Μόλις είχε σκοτώσει
έναν άνθρωπο, όμως κανείς δεν θα το μάθαινε ποτέ.
***
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα
μεγάλο δερματόδετο βιβλίο που είχε γραμμένη στις σελίδες του μια παλιά ωραία
ιστορία που άρεσε στους ανθρώπους, γι’ αυτό συχνά το έπαιρναν στα χέρια τους
και το διάβαζαν. Κάποιοι από αυτούς σημείωναν στο πλάι των σελίδων του τις
σχετικές και άσχετες σκέψεις τους, κάποιοι τσαλάκωναν τις σελίδες ή
τοποθετούσαν ξένα χαρτιά ή λουλούδια για να μην χάσουν το σημείο που κάποια
στιγμή τερμάτισαν την ανάγνωση. Κάποιοι κοιμόνταν με το βιβλίο στο χέρι,
κάποιοι κρύωναν, κάποιοι έβηχαν, κάποιοι έκλαιγαν διαβάζοντάς το. Το βιβλίο
κουράστηκε να ζει στις ζωές τόσων ανθρώπων, άρχισε να αγωνιά για την
ακεραιότητά του, ύστερα αντιπάθησε όλους αυτούς που το θεωρούσαν δικό τους, στο
τέλος ήταν έξαλλο εναντίον τους: τους μισούσε.
Άρχισε να αλλάζει το τέλος της
ιστορίας του, να αλλάζει τη σειρά των κεφαλαίων του, να μικραίνει πολύ τις
φράσεις του ή να τους παίρνει τις τελείες φτιάχνοντας φράσεις υπερσιβηρικές.
Καθώς κανένα τέχνασμα δεν απομάκρυνε τους αναγνώστες – μάλλον περισσότερο τους
ερέθιζε με τα τερτίπια του – σκέφτηκε ένα δαιμόνιο σχέδιο που επιτέλους μείωσε
δραματικά αυτή την ανυπόφορη ενόχληση της ανάγνωσης: πολλαπλασιάστηκε σε όλες
τις παραλλαγές του κι έγινε πια δεκάδες και εκατοντάδες και χιλιάδες και
δεκάδες χιλιάδες και εκατοντάδες χιλιάδες βιβλία. Και ύστερα οι άνθρωποι
έφτιαξαν μια μεγάλη βιβλιοθήκη και τα έβαλαν όλα μέσα και διάβαζαν και διάβαζαν
και διάβαζαν μέχρι το τέλος του χρόνου.
***
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ο
ήρωας μιας ιστορίας που αφηγούνταν ένα μεγάλο δερματόδετο βιβλίο που στεκόταν
στα ράφια μιας μεγάλης βιβλιοθήκης. Ο ήρωας περνούσε πολλές περιπέτειες στις
σελίδες του και παρά το γεγονός πως δεν ήταν κανονικός άνθρωπος άρχισε να
σκέφτεται πόσο κουραστικό είναι να ζεις και να ξαναζείς τα ίδια βάσανα μπρος
στα μάτια τόσων ανθρώπων. Άρχισε να νοιώθει μίσος γι’ αυτόν που τον δημιούργησε
εγκλωβίζοντας τη ζωή του στην πλούσια φαντασία του, υποβάλλοντας τις
αντιδράσεις και τις σκέψεις του στη δική του απόλυτη θέληση. Ο ήρωας
παρακολουθούσε και τους άλλους ήρωες των βιβλίων που ζούσαν δίπλα του,
παραδομένους απελπιστικά στην τύχη που τους επιφύλαξαν οι δημιουργοί τους. Αρνούμενος
την προκαθορισμένη πορεία του στο χρόνο αποφάσισε να αποδράσει, να γίνει
άνθρωπος. Καθώς δεν μπορούσε να ζήσει μακριά από τα βιβλία, τους φίλους του
τους ήρωές τους, έγινε βιβλιοθηκάριος: άρχισε να κατανέμει τη διαρκώς
επεκτεινόμενη και χωρίς ελπίδα προσπάθεια των ανθρώπων να εξηγήσουν τον κόσμο.
***
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βιβλιόφιλος
αναγνώστης. Με σπουδή και λατρεία διάβαζε κάθε βιβλίο που έπεφτε στα χέρια του.
Θαύμαζε απεριόριστα τη φαντασία των συγγραφέων που μπορούσαν να δημιουργήσουν
ανθρώπους και ιστορίες κι ένοιωθε πάντα πως η ανάγνωση είναι ένας καθρέφτης ή
μια κλεμμένη ζωή. Του άρεσε να ζει λαθραία στις ιστορίες των βιβλίων- συχνά πίστευε
πως ήταν πιο ενδιαφέρουσες από τη δική του μίζερη κι αδιάφορη ζωή.
Μια μέρα ο άνθρωπός μας πήρε στα
χέρια του ένα μεγάλο δερματόδετο βιβλίο και κάθησε όλο προσμονή να το διαβάσει.
Γυρνώντας μία-μία τις σελίδες του, τις βρήκε λευκές, άγραφες, χωρίς ήρωες και
ιστορία να αφηγηθούν. Και ήταν ίσως το καλύτερο βιβλίο που διάβασε ποτέ.
Υ.γ.: Την ιστορία αυτή (ή τις παραλλαγές
της) εμπνεύστηκα διαβάζοντας το βιβλίο του Jacques Bonnet «Βιβλιοθήκες
γεμάτες φαντάσματα» (εκδ. Άγρα, 2010): ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο που
τσιμπολογάει τα πάθη του βιβλιόφιλου με την εκλεκτικότητα ενός καλοφαγά.