[Αναδημοσίευση του άρθρου του "Βιβλιοθηκάριου" στην "Αυγή της Κυριακής" 27/4/2014]
Άπλωσε στο σπίτι. Η μυρωδιά τους. Σε αγκαλιάζει όπως όταν
ήσουν μικρός και τεντωνόσουν να τα φτάσεις πάνω στο σερβάν, να τα κλέψεις
μυστικά και να τρέξεις έξω στο χτήμα να τα φας σε καμιά γωνιά. Στρογγυλά και
πλεξούδες. Προτιμούσες τις δεύτερες. Και τώρα, απλώνεις το χέρι σου, παίρνεις
μία «και του χρόνου» λες βιαστικά κι εκείνη χαμογελάει. «Πώς σου φαίνονται;»
λέει, κι εσύ απαντάς «όπως πάντα ρε μάνα» και παίρνεις να φύγεις και ύστερα
φρενάρεις, γυρίζεις και της ξαναλές «και του χρόνου» και τη φιλάς. Και μένει με
τα χέρια μπλεγμένα στην κοιλιά της, σαν πλεξούδες, ευτυχισμένη που και φέτος
μας έφτιαξε κουλούρια το Πάσχα.
Σκύβει πάνω από το αρνί. Μεγάλο Σάββατο απόγευμα. Μπορώ να
σε βεβαιώσω με τον ίδιο τρόπο 35 χρόνια τώρα που τον θυμάμαι να το κάνει. Έχει
ένα τσιγάρο στο στόμα και ράβει με μια σακοράφα τη σκισμένη του κοιλιά που την
έχει ήδη ποτίσει αλάτι και πιπέρι. Και ύστερα με γέλια και πειράγματα σουβλίζει
το αρνί με τους μπαρμπάδες και παραδίπλα οι γυναίκες τυλίγουν το κοκορέτσι. Οι
αντεριές το κυκλώνουν για να το κρατήσουν στη σούβλα του. Και σένα κυκλώνουν
χρόνια τώρα οι μυρωδιές αυτές, τα σκόρδα, το νοτισμένο κρέας, τα τρομαγμένα
μάτια των αρνιών, ο καπνός του τσιγάρου που απλώνει στο τελευταίο φως της
ανοιξιάτικης μέρας και το τσίπουρο που βγαίνει στο τέλος και η πρέφα, αργή, με
τις χορευτικές κινήσεις που λικνίζουν το αδύναμο και κοπανάνε το γερό χαρτί
μέσα στη νύχτα.
Υπάρχει ένα ποίημα, πολλά ποιήματα υπάρχουν. Και τραγούδια
που με τον ίδιο τρόπο τα κεντάς αυτές τις μέρες μέσα σου κάθε χρόνο. Τους
ελεύθερους πολιορκημένους με τον ξανθόν Απρίλη και του Σεφέρη τα Επιφάνια
(ιδίως το «κράτησα τη ζωή μου») τραγουδισμένα από τον Μπιθικότση και ύστερα τη
Ντόρα Γιαννακοπούλου στις «μικρές κυκλάδες» (το τριζόνι). Υπάρχουν τα ποιήματα «ενός
αθέατου Απριλίου» και ο «Πόρφυρας» του Σολωμού. Υπάρχει ένα ποίημα, του
Καρούζου «… φεύγω απ’ τα χέρια μου, φεύγω απ’ τη στύση/ διατρέχοντας ηχηρά το
νευρικό μου σύστημα/ είμαι σαν άκοπο βιβλίο που πάλιωσε/ στα μαυρισμένα ράφια
της θεότητας…». Τα ποιήματα αυτά είναι οι νεκροί μου, οι νεκροί μου είναι η ζωή
μου.
Δεν έχω να σου πω κάτι άλλο Όσο περνάνε τα χρόνια, ολοένα
αυτό το κείμενο μικραίνει. Σαν απόσταγμα. Συμπυκνώνει τις γεύσεις, τις
μυρωδιές, τα κενά του. Τις αναμνήσεις του. Οι αναμνήσεις μας είναι αποστάγματα
που πίνουμε Μεγάλο Σάββατο βράδυ παίζοντας πρέφα στην αυλή τώρα που τελειώσαμε
με τα σουβλίσματα και τα κοκορέτσια, τρώγοντας ξηροκάρπια στη θαλπωρή μιας
αναμμένης λάμπας.
συμπυκνώνονται και αποστάζονται και πάνε ψηλά πάνω στα ράφια, για τις δύσκολες στιγμές ή για τις πολύ ευτυχισμένες
ΑπάντησηΔιαγραφή