[Αναδημοσίευση του άρθρου του "Βιβλιοθηκάριου" στην "Αυγή της Κυριακής" 24/8/2014]
Ο βιβλιοθηκάριος είναι ένας
δυστυχής κατάδικος της τάξης – επιχειρεί μάταια, αλλά με επιμονή να οργανώσει
το χάος. Είναι καταδικασμένος να μάχεται τη σκόνη και τη λήθη. Η μάχη βέβαια
είναι προκαθορισμένη. Υπάρχουν φορές που στα χέρια του έρχονται πράγματα που
δοκιμάζουν την πραγματογνωσία του και που τον βάζουν σε ποικίλα διλήμματα: από
την μια πλευρά είναι η διατήρηση στο χρόνο, από την άλλη τα κριτήρια γι’ αυτήν.
Στο πλαίσιο της δωρεάς μιας
συλλογής σε μια βιβλιοθήκη θα βρει καμιά φορά τέτοιο υλικό – και με την εμμονή
του στην ταξινόμηση θα βασανιστεί ο δύστυχος τι να το κάνει, πού να το
ταξιθετήσει, πώς θα υπερβεί τις προσωπικές του αντιλήψεις ώστε να μην είναι
αυτές που θα καθορίσουν τη διατήρηση στο χρόνο και την προσβασιμότητα στην περιεχόμενη
πληροφορία του μέσου. Κάποιες φορές δεν υπάρχει καν περιεχόμενο.
Μπορεί να βρει λοιπόν ένα
σημειωματάριο των αρχών του αιώνα, το οποίο δυστυχώς για εκείνον δεν έχει
τίποτα χειρόγραφο εντός του, ένα άδειο τετράδιο με μόνο βάρος και αξία το ότι άνηκε
σε κάποιον και έχει μεγάλη ηλικία ως αντικείμενο. Δεν μπορεί να το επιστρέψει,
δεν υπάρχει κάποιος πια που να του ανήκει. Δεν έχει λόγο να το κρατήσει,
κανένας κανόνας δεν θα του πει τι να κάνει, κανείς δεν θα ενδιαφερθεί να
διαβάσει τις λευκές του σελίδες. Ο τύπος της δουλειά του είναι με το μέρος του.
Όμως η τριβή με το χρόνο τον έχει κάνει συμβιβαστικό.
Θα σκεφθεί ίσως «ένα ωραίο παλιό
σημειωματάριο», θα δοκιμάσει την ιδέα να το κρατήσει για προσωπική του χρήση,
όμως πώς μπορεί να διακορέψει αυτός την παρθενία ενός τετραδίου που επίμονα
κράτησε τόσες δεκαετίες; Ποια αντάξια αξία μπορεί να έχει αυτό που θα γράψει σε
ένα ηλικιωμένο τετράδιο; Ακόμη και αν αυτό που θα γράψει εκεί είναι ένα
αριστούργημα, τα χειρόγραφα είναι μια μεταβατική ηλικία για ένα κείμενο – η
αναπαραγωγή και η ανάγνωση έχουν αξία. Επομένως θα χρησιμοποιήσει εφήμερα ένα
δοκιμασμένο στο χρόνο τετράδιο – θα ευτελίσει την όποια αιωνιότητά του, όπως
ευτελίζουμε καμιά φορά ένα σώμα περνώντας από μέσα του την αφόρητη ερωτική μας
έξαψη. Ποιος του έδωσε το δικαίωμα να θεωρεί χωρίς περιεχόμενο τις λευκές του
σελίδες; Μήπως το κενό δεν είναι πλήρες από νοήματα; Δεν λείπουν οι λευκές
σελίδες γύρω του αν θέλει να τις αποικίσει με τις όποιες σκέψεις του. Ξέρει επίσης
καλά ότι ακόμη και έτσι αμόλυντο αν το κρατήσει σε ένα συρτάρι δικό του, σε
κάποιο ράφι, σε κάποιο πατάρι, σε κάποιο κουτί, απλά θα μεταφέρει το δίλημμα σε
κάποιον άλλο και άλλα χρόνια μετά. Όλα «μέσα θε να μπούνε», όλα σε μια
βιβλιοθήκη καταλήγουν.
Τελικά θα αποφασίσει πως στην
τάξη που βάζει στο χρόνο και στις ιδέες, δεν χωράει ένα λευκό τετράδιο 80
χρόνων, δεν ταξιθετούνται οι λευκές του σελίδες, ούτε είναι αναζητήσιμες. Και
θα εμπιστευτεί αυτός, ο άρχοντας της τάξης, στο τυχαίο και στο χάος την
απόφαση: απλά θα ακουμπήσει σε ένα ράφι της βιβλιοθήκης το σημειωματάριο. Δεν
θα το οικειοποιηθεί, δεν θα το πετάξει, δεν θα το περιγράψει.