Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας άντρας. Αυτά που ποθούσε η ψυχή του δεν τα 'φερνε η ζωή. Έτσι ένα βράδυ του Σεπτέμβρη κάθισε κι έγραψε μια ιστορία, μπήκε μέσα της και χάθηκε για πάντα.
καταλογογράφος, ταξιθέτης ή διαθέτης της καθημερινότητας και υπηρέτης μιας τέχνης απολαυστικής και παραγνωρισμένης
Δευτέρα 29 Σεπτεμβρίου 2014
Παρασκευή 26 Σεπτεμβρίου 2014
Το πουρμπουάρ
Καμιά φορά νιώθω σαν σκουπίδι που
το παρασέρνει το ρυάκι της βροχής μια μέρα του Σεπτέμβρη. Από τις τελευταίες,
που το έχεις πια χωνέψει πως το καλοκαίρι δεν γυρίζει πίσω. Ένα σκουπίδι με
σκέψεις παράδοξες. Ας πούμε, επιστρέφοντας πριν λίγες μέρες αναρωτιόμουν ποια
ιδέα θα είχαμε για τον εαυτό μας αν δεν υπήρχαν καθρέπτες και το είδωλό μας δεν ήταν παρά μια φευγαλέα
σκιά, άλλοτε μικρή στο κάθετο σφυροκόπημα του ήλιου και άλλοτε θεόρατη στων
τοίχων τα πεδία (τις νύχτες που οι δρόμοι μάς οδηγούν στα αδιέξοδά τους),
άλλοτε κρύα σαν το σίδερο και άλλοτε φλεγόμενη σαν τον έρωτα. Αν βλέποντας τη
σκιά μας πριν βγούμε έξω λέγαμε «είσαι ωραίος σήμερα».
Μια άλλη μέρα σκέφτηκα πως
κάποιες γενικές δεν είναι καθόλου γενικές – ας πούμε, οι κτητικές. Και μια άλλη,
πως ξέρω ανθρώπους που όταν τελειώνουν την ανάγνωση ενός βιβλίου, αφήνουν πίσω
τους λευκές σελίδες. Στη βιβλιοθήκη παρακολουθώ καμιά φορά τους αναγνώστες να
μελετούν και σκέφτομαι πως ο τρόπος που κάποιος διαβάζει είναι και ο τρόπος που
γαμάει: άλλος αργά και γλυκά χαϊδεύοντας τις λέξεις, άλλος σκυμμένος πάνω τους
θέλοντας ίσως να είναι ο μοναδικός που θα τις καταλάβει, άλλος βιαστικός και
αγχωμένος γυρνώντας βάναυσα τις σελίδες σαν να τις εκδικείται.
Τέτοια σκουπιδάκια σκέψεις μαζεύονται
πολλά. Μια καλοκαιρινή σκέψη είναι πως τα φύκια που ‘βρισκα στην παραλία είναι
σαν φράσεις μισές, μπερδεμένες, υπαινικτικές, ματαιωμένες. Τα έχει ξεβράσει
εκεί η θάλασσα. Τα μαζεύω με προσοχή, τα κλείνω σε ένα τετράδιο και τα αφήνω
εκεί. Να γίνουν ποίημα. Υπάρχουν και σκέψεις επίμονες, που όσο και αν
προσπάθησαν, δεν κατέληξαν κάπου. Θα έχεις προσέξει κι εσύ τους ζητιάνους στο
δρόμο που έχουν ένα χαρτόνι μπροστά τους που λέει πως πεινάνε, δεν έχουν σπίτι
ή έχουν παιδιά και ζητάνε λίγα χρήματα να ζήσουν. Και ύστερα γράφουν στο τέλος
«ευχαριστό». Κάποιο νόημα θα έχει αυτή η ανορθογραφία, για κάποιο λόγο τα
χαρτόνια των ζητιάνων είναι γραμμένα όλα με το ίδιο λάθος.
Κάθομαι μέσα μου καμιά φορά και
ξεκουράζομαι. Παραγγέλλω καφέ κι ανάβω τσιγάρο. Μπορεί να σφυρίξω και έναν σκοπό, όπως κάνουν τα πουλιά που στέκονται δίπλα μας κάποια στιγμή σε ένα κλαδί
και κελαηδούν. Και ύστερα από λίγο σηκώνομαι και φεύγω. Συνήθως αφήνω και
πουρμπουάρ στο τραπέζι. Καλή ώρα…
***
ο πίνακας είναι του Νίκου Χουλιαρά
Τετάρτη 24 Σεπτεμβρίου 2014
Ένα ρεπεράζ στις βιβλιοθήκες
Το "ρεπεράζ" είναι η αναζήτηση των χώρων που κάνει ένας σκηνοθέτης για να ετοιμάσει τα γυρίσματά του. Είναι δηλαδή η ανίχνευση όσων μας περιβάλλουν , όλων όσων αποτελούν το φόντο της παρουσίας και της δράσης μας. Το "ρεπεράζ" είναι όμως και η εκπομπή του Παναγιώτη Φραντζή στο "Μεταδεύτερο", το αυτοδιαχειριζόμενο διαδικτυακό ραδιόφωνο κάθε Σάββατο από τις 14.00 ως τις 16.00. Σε αυτή την εκπομπή το προηγούμενο Σάββατο έγινε μια ενδιαφέρουσα ανίχνευση για τις βιβλιοθήκες, την ανάγνωση και το ρόλο των χορηγών και των ιδρυμάτων στον πολιτισμό, στην οποία συμμετείχαμε τρεις βιβλιοθηκονόμοι: η Ειρήνη Δαφέρμου (συνάδελφος και φίλη από το Πάντειο Πανεπιστήμιο), εγώ και ο Παναγιώτης - που είναι απόφοιτος του τμήματος της Κέρκυρας.
Στην αρχή οι... ερασιτέχνες της παρέας ήμασταν λίγο αμήχανοι και τρακαρισμένοι. Το γεγονός όμως πως ο φιλόξενος "εκπομπάρχης" μάς κράτησε ολόκληρο το δίωρο μαζί του σημαίνει πως μάλλον είχαμε πράγματα να πούμε. Τα μοιράζομαι και από 'δω μαζί σας, γιατί πολύ την απόλαυσα αυτή την κουβέντα και τις συναντήσεις που είχαν οι προβληματισμοί μας.
Δευτέρα 22 Σεπτεμβρίου 2014
Η «νέα βιβλιοθήκη» (ΙΙ)
[Αναδημοσίευση του άρθρου του "Βιβλιοθηκάριου" στην "Αυγή της Κυριακής" 21/9/2014]
Αναρωτιόμαστε αν πρόοδος είναι ό,τι καινούριο υπάρχει στον
τρόπο που κάνουμε ή αντιλαμβανόμαστε τα πράγματα. Συχνά μας λένε πως αυτό είναι
η πρόοδος, πως η τεχνολογία είναι η πρόοδος, η απαγκίστρωση από ιδεολογήματα
του παρελθόντος είναι η πρόοδος, πως «ό,τι γυαλίζει είναι χρυσός.». Πρέπει
λοιπόν να απαντήσουμε πως πρόοδος είναι ό,τι βελτιώνει την απόδοση των σκοπών
μας, ό,τι υπηρετεί καλύτερα το στόχο των προσπαθειών μας.
Είναι συχνές οι στρεβλώσεις τα τελευταία χρόνια στον τομέα των
θεσμικών ζητημάτων του πολιτισμού μας. Εμφανίζονται ως «πρόοδος» πράγματα που
πίσω από το εντυπωσιακό περιτύλιγμά τους κρύβουν οικονονομικό, πολιτικό και
κοινωνικό σχεδιασμό. Η στρέβλωση είναι μεγαλύτερη σε εμάς που δεν πετύχαμε όλα
αυτά τα χρόνια ένα γερό θεσμό, τον οποίο έστω θα ταλαιπωρούμε, αλλά κατά κανόνα
αυτοσχεδιάζαμε πετυχαίνοντας ενίοτε εντυπωσιακά αποτελέσματα. Ένας τέτοιος
κόσμος είναι οι ελληνικές βιβλιοθήκες.
Η «νέα βιβλιοθήκη» του Almere ή η δικιά μας «νέα εθνική
βιβλιοθήκη» του Ιδρύματος Νιάρχου είναι ιδεολογικοποιημένοι τίτλοι που
επιχειρούν να έρθουν σε ρήξη με το παρελθόν ανασκευάζοντας και τους σκοπούς που
αυτό υπηρετούσε (λειψά και μίζερα στην περίπτωση τη δικιά μας). Η «νέα
βιβλιοθήκη» βαφτίζεται στους κανόνες της αγοράς, επιχειρηματολογεί με τη
διαφήμιση και τα σημαινόμενά της, πολιτικολογεί συστημικά απαξιώνοντας το
κράτος και αδιαφορεί για τις μειονότητες.
Θέλουμε κόσμο στις βιβλιοθήκες, αλλά τον θέλουμε να διαβάζει
και να ανακαλύπτει τον κόσμο της γνώσης και της σκέψης. Για να το πετύχουμε
αυτό πρέπει να δουλέψουμε πάνω στην ανάγκη της ανάγνωσης, πρέπει να
καλλιεργήσουμε τη σκέψη, πρέπει να μάθουμε στην αναζήτηση. Δεν πρέπει να
χρησιμοποιήσουμε διαφημιστικά τρικ για να τους βάλουμε σε αυτές, δεν πρέπει να
τους εξαπατήσουμε αλλοιώνοντας τους στόχους μας. Στόχος δεν είναι να πούμε
πόσοι μπήκαν, προκειμένου να πείσουμε τις εκφυλισμένες ηγεσίες μας για την
ανάγκη σταθερής και γενναίας χρηματοδότησης. Δεν θέλουμε τις βιβλιοθήκες σημεία
διαφήμισης, δεν θέλουμε τις βιβλιοθήκες βήμα πρόσβασης της αγοράς στη γνώση και
τη σκέψη, δεν θέλουμε την αγορά και τους πολιτικούς της ταγούς να καθορίζουν το
περιεχόμενο και την προσβασιμότητα στις βιβλιοθήκες, δεν θέλουμε ματωμένους
χορηγούς σε επιτοίχιες πλάκες. Δεν τους θέλουμε γιατί επιπλέον ξέρουμε πως θα
περάσουν πάνω από το σώμα μας, που απελπισμένα τους παραδώσαμε, και θα φύγουν. Λίγη
πρόσκαιρη κλεμμένη δόξα θα έχει μείνει, και τα μυαλά δεν θα έχουν αλλάξει. Πρέπει
να πείσουμε τις πολιτικές ηγεσίες που καβαλάνε την εξουσία πως η επένδυση στις
βιβλιοθήκες από το κράτος είναι σταθερή και μόνιμη επένδυση στη μόρφωση και την
καλλιέργεια του λαού μας. Πρέπει εμείς οι ίδιοι να καβαλήσουμε την αποστολή
μας, τον πνευματικό και κοινωνικό μας ρόλο.
Πέμπτη 18 Σεπτεμβρίου 2014
Ένα χειρόγραφο απόγευμα του Σεπτέμβρη
Ένας πιτσιρίκος παίζει στην παραλία
Πετροβολάει τη θάλασσα
την κυνηγάει και την αγκαλιάζει
Ορμάει στο αφρισμένο ξέσπασμά της
αλαλάζοντας
Σηκώνονται αντίκρυ του τα κύματα
κι αυτός γελάει
Ένας πιτσιρίκος παίζει με τα κύματα
δεν είμαι εγώ
Εγώ παρακολουθώ ανήσυχος τη νύχτα
που σηκώνεται κι απλώνει
γύρω
Τρίτη 16 Σεπτεμβρίου 2014
Γυμνός από σώμα
Είμαι μέσα στο σώμα μου
και δεν θέλω να βγω
Αν για λίγο το αφήσω
για να πάω μέχρι εκεί
φοβάμαι μην φύγει
και μείνω μόνος
Γυμνός από σώμα
***
ο πίνακας είναι του Εδουάρδου Σακαγιάν
***
ο πίνακας είναι του Εδουάρδου Σακαγιάν
Δευτέρα 15 Σεπτεμβρίου 2014
Η "νέα βιβλιοθήκη" (Ι)
Μια προαιώνια πάλη στις
ανθρώπινες κοινωνίες είναι αυτή ανάμεσα στη βούληση και το χρήμα. Στον πόλεμο
αυτό αποσκιρτήσεις υπάρχουν και από τη μία και από την άλλη πλευρά, στήνονται
ενίοτε και άλλοτε γκρεμίζονται γέφυρες ανάμεσα στις δύο όχθες. Όταν δεν
επιδιώκεται η κυριαρχία του ενός στον άλλο, αρκετοί εργάζονται για τη
«συνεργασία» των δύο δυνάμεων. Αυτό σαν γενική αρχή δεν μας ενδιαφέρει τόσο να
το αναπτύξουμε, όσο να το εξειδικεύσουμε στις βιβλιοθήκες, που είναι το βασικό
αποθετήριο της ανθρώπινης βούλησης άμεσα και πάντα εξαρτώμενο από το χρήμα και
τους κατόχους του. Στις καλύτερες περιόδους της ιστορίας των βιβλιοθηκών το
χρήμα αποσκοπούσε στην ανάπτυξη των βιβλιοθηκών ως μοχλού ανάπτυξης της
βούλησης. Υπάρχουν ωστόσο και περίοδοι που δια του οικονομικού ελέγχου των
βιβλιοθηκών επιχειρούνταν και ο πολιτικός έλεγχος της βούλησης.
Η «Nieuwe Bibliotheek» είναι η λαϊκή
βιβλιοθήκη της πόλης του Almere στην Ολλανδία. Πρόσφατα για να αντιμετωπίσει την σταδιακή
μείωση του κοινού της ή/και να αυξήσει τους χρήστες των υπηρεσιών της προχώρησε
σε κάποιες καθοριστικές ανατροπές. Επανασχεδιάστηκε με βάση τις ανάγκες των
χρηστών της, όπως αυτές εκφράστηκαν σε έρευνες αγοράς. Αναταξιθέτησε το υλικό
της με τη λογική του βιβλιοπωλείου, ανέδειξε τα εξώφυλλα των βιβλίων που θα
αιχμαλωτίσουν το ενδιαφέρον του περαστικού, εκπαίδευσε το προσωπικό της στο marketing και
την εξυπηρέτηση πελατών, προώθησε την εργονομία της συνεργατικότητας των
πελατών της, επιχείρησε με τη διαμόρφωση
των χώρων της να «αιχμαλωτίσει» το χρήστη της περισσότερο χρόνο εντός της, εγκατέστησε
στο χώρο της κονσόλες για ηλεκτρονικά παιχνίδια, στο καφέ της υπάρχει πάντα
κάποιο μουσικό πρόγραμμα, η βιβλιοθήκη έγινε από θαμπή, λαμπερή. Η λαϊκή
βιβλιοθήκη του Almere είχε 1.140.000 επισκέψεις το 2013. Το Almere είναι μια
νέα πόλη, το πρώτο σπίτι της οποίας χτίστηκε το 1976. Σήμερα έχει 196.000
κατοίκους.
Η ανατροπή αν και δεν έγινε χωρίς
διαφωνίες, είναι ένα χαρακτηριστικό ενδεικτικό παράδειγμα των νέων τάσεων που
προβάλλονται στα διεθνή βιβλιοθηκονομικά συνέδρια και διαφημίζονται στα ειδικά
περιοδικά του χώρου. Στην Ελλάδα είχαμε πρόσφατα την ευκαιρία να ακούσουμε έναν
Ολλανδό πάλι συνάδελφό μας να επιχειρηματολογεί γιατί πρέπει να μπουν
ηλεκτρονικά παιχνίδια στις βιβλιοθήκες για να αυξήσουμε την επισκεψιμότητά
τους. Τι έγινε λοιπόν; Μήπως δεν θέλουμε να ξεθολώσουν οι βιβλιοθήκες; Μήπως ως
άλλοι Στάτλερ γκρινιάζουμε στη μίζερη γωνιά μας αντιδρώντας στην πρόοδο;
Δυστυχώς τις εποχές των οραμάτων στην παγκόσμια βιβλιοθηκονομική κουβέντα πλέον
ακολουθούν οι εποχές της ευρηματικότητας προκειμένου οι βιβλιοθήκες να
επιβιώσουν της οικονομικής κρίσης, της έκρηξης της τεχνολογίας και της κάμψης
της πολιτικής βούλησης. Πρέπει να αναπτύξουμε συνέργειες με τον ιδιωτικό τομέα,
να αποδεχτούμε τη «φωτισμένη» δεσποτεία των Ιδρυμάτων και των χορηγών, να
συνεργαστούμε με την Αγορά και τους κανόνες της. Είναι λοιπόν έτσι τα πράγματα;
Η συνέχεια και απάντηση την ερχόμενη Κυριακή.
Πέμπτη 11 Σεπτεμβρίου 2014
Τρίτη 9 Σεπτεμβρίου 2014
Καρτ-ποστάλ στον Οδυσσέα (που γνώρισα στα Πούλιθρα)
Μικρέ Οδυσσέα,
επέτρεψέ μου να σε λέω «μικρό»,
αφού είσαι μόνο 4 χρόνων εξάλλου, ενώ εγώ 40. Τούτο δεν σημαίνει τίποτε άλλο από
τρυφερότητα. Νομίζω πως το μέγεθός σου σού επιτρέπει να βλέπεις τα πράγματα
μεγάλα, σαφώς πολύ μεγαλύτερα από μένα. Μείναμε λοιπόν σε διπλανά δωμάτια στις
διακοπές μας και ο αποχωρισμός μας ήταν δύσκολος όταν ήρθε η ώρα. Πιο δύσκολος από τη γειτνίαση, τα ωράρια και τις διαθέσεις μας που δεν ταυτίζονταν. Είπες μουτρωμένος
πως δεν θες να φεύγουν οι άνθρωποι από τον κόσμο σου. Μην νομίζεις πως δεν μας
πονάει όλους το ίδιο αυτό το φευγιό, εννοώ μικρούς και μεγάλους. Η διαφορά μας
είναι πως εμείς θεωρούμε φυσιολογική και διαχειρίσιμη την απώλεια ενώ εσύ όχι.
Ωστόσο εσύ μπορείς πιο εύκολα να ξεχνάς ή να στρέφεις αλλού το ενδιαφέρον σου,
ενώ εμείς μένουμε συνήθως κολλημένοι στη σκιά της απουσίας. Μαθαίνουμε να ζούμε
με αυτήν. Καμιά φορά συνηθίζουμε να φεύγουμε.
Έτσι καθώς γλιστράει το καλοκαίρι
μέσα από τα χέρια μας και αφήνουμε πίσω την ελευθερία του, επιστρέφοντας στους
ρόλους και τις υποχρεώσεις, σκέφτομαι στενόχωρα πράγματα μικρέ μου φίλε.
Σκέφτομαι ας πούμε πως ολοένα και περισσότερο έχω την αίσθηση πως αγοράζω την
ελευθερία μου, ή μάλλον πως επιβάλλεται να πληρώσω γι’ αυτήν. Πρέπει να δουλεύω
όλο το χρόνο για λίγες μέρες στο γαλάζιο της θάλασσας, αγοράζω την υγεία μου, την επιβίωση και
την ευτυχία μου, τους φίλους, τα πράγματα που αγαπώ να κάνω. Αγοράζω τις βουτιές των παιδιών μου από τους ώμους μου, τα σπασμένα αστέρια ψηλά στο οροπέδιο, το ψάρεμα με ένα ποτήρι, τα τραγούδια και τις ιστορίες των φίλων μου, κατοικημένες και ακατοίκητες σελίδες, αγοράζω ακόμη και την ανατολή του ήλιου που ξαπλωμένος ανάσκελα με ανοιχτά τα χέρια και τα πόδια γυμνός στη φλούδα της θάλασσας αναμετριέμαι με το πρώτο γαλάζιο της μέρας εκεί ψηλά στο θόλο. Για όλα πληρώνω,
ξοδεύομαι, δίνω πολλά για τα λίγα που μπορώ ελεύθερα και ανέμελα να χαίρομαι.
Και είμαι τυχερός και γι’ αυτά. Επίσης πρέπει εκτός από όλα αυτά να ζω και να
δρω συλλογικά, να συμμετέχω στην πολιτική, στα κινήματα, στην προσπάθεια των
λίγων να αλλάξει επιτέλους ο κόσμος για όλους. Κι εκεί πρέπει να δίνω και
ελπίδα εκτός από τη δουλειά μου, πρέπει να απαντάω στην αμφισβήτηση των
φοβισμένων, να προσπαθώ να κερδίσω τη συμμετοχή σαν να μπορεί να γίνει κάτι
τέτοιο, να προσδιορίζομαι, να εξελίσσομαι.
Κουρασμένος λοιπόν επιστρέφω
μικρέ μου γείτονα στην καθημερινότητά μου. Κουρασμένος γιατί η ξεκούραση πάντα
μου θυμίζει με τι κούραση την αγοράζω. Βλέπεις λοιπόν πως σ’ εμάς τους μεγάλους
τα πράγματα είναι σύνθετα: η απώλεια είναι και ήττα σε έναν διαρκή πόλεμο.
Κερδίζουμε στην καλύτερη περίπτωση μάχες σε έναν πόλεμο εξαρχής χαμένο.
Παραλογισμοί ενηλίκων. Πάντως, ξέρεις τι θα μου λείψει πιο πολύ; Που εκεί στα
Πούλιθρα το βράδυ καθόμουν στη βεράντα αργά τη νύχτα και άκουγα τα χαρούπια να
πέφτουν με το φύσημα του ανέμου κάτω από τις χαρουπιές, σαν τριξίματα από
ρωγμές ονείρων, σαν ξύλινοι κρότοι, σαν να περπατάνε μαριονέτες μέσα στη νύχτα.
Ξέρεις, αυτά τα θλιβερά ανθρωπάκια που τα κουνάνε αόρατα σκοινιά, που κάποιοι
άλλοι από ψηλά ορίζουν τις κινήσεις τους, την πορεία τους στον κόσμο, τη ζωή.
*** το γλυπτό είναι του Jason E. McPhillips
Δευτέρα 8 Σεπτεμβρίου 2014
La Faim
[Αναδημοσίευση του άρθρου του "Βιβλιοθηκάριου" στην "Αυγή της Κυριακής" 7/9/2014]
«Μεταμορφώθηκα κι έγινα τρύπα, κενό, και όλοι οι κόποι, όλες
μου οι προσπάθειες στόχο είχαν να καταργήσουν να γεμίσουν, να αποστομώσουν αυτό
το κενό που δεν έπαυε να μου ζητά». Είναι μια από τις φράσεις του Ίμρε Κέρτες,
του κορυφαίου Ούγγρου συγγραφέα, στο βιβλίο του «το μυθιστόρημα ενός ανθρώπου
δίχως πεπρωμένο» (Καστανιώτης, 2010. μετ. Γιώτα Λαγουδάκου). Περιγράφει τις
σκέψεις και την αγωνία του έγκλειστου στο στρατόπεδο συγκέντρωσης να νικήσει το
κυρίαρχο μαρτύριο του εγκλεισμού του, την πείνα.
«… ζούμε σε μια αγωνία διαρκούς
πείνας που προκαλεί ναυτία…. Πρέπει να προσπαθήσουμε να κυριαρχήσουμε στην
πραγματική πείνα, την άμεση, να τη δαμάσουμε, με την ιδέα της πείνας που
πρόκειται να ακολουθήσει, της εικονικής τώρα ακόμη, αλλά που ξεσκίζει τα σωθικά…».
Ο Ισπανός συγγραφέας Χορχέ Σεμπρούν στο βιβλίο του «Ο νεκρός που μας
χρειάζεται» (Εξάντας, 2003. μετ. Οντέτ Βαρών-Βασάρ) τεμαχίζει την πείνα του στο
Μπούχενβαλντ σε εφήμερες πείνες που δεν θα τον μετατρέψουν σε «μουσουλμάνο»,
όρο που αποδίδει στη στρατοπεδική ορολογία τον παραιτημένο πια έγκλειστο, το
άψυχο και άβουλο σώμα που μένει γονατισμένο στη γη περιμένοντας το θάνατο.
Στο ευφυές και διεισδυτικό
μοναδικό του μυθιστόρημα «το ανθρώπινο είδος» (Εστία, 2008, μετ. Τερέζα
Βεκιαρέλλη, Σάρα Μπενβενίστε) ο Γάλλος
Ρομπέρ Αντέλμ έρχεται και επανέρχεται στο αίσθημα της πείνας στο
ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης. Τυχεροί όσοι γειτονεύουν με έναν
μελλοθάνατο: «αν πεθάνει χωρίς να δώσει το ψωμί, κάποιος θα βρεθεί πρώτος και
θα το πάρει. Αλλά συνήθως θα το έχουν δει κι άλλοι, και τότε θα ξεσπάσει ένας
σύντομος καυγάς, χαμηλόφωνα, γιατί το αχυρόστρωμα όπου κείται ο νεκρός δεν
είναι μακριά.
-
Ήταν φίλος μου. Το ψωμί μου ανήκει…».
Η πείνα ήταν μέσο ελέγχου και
εξουσίας στο ναζιστικό σύστημα των στρατοπέδων. Δεν ήταν μοιρασμένη «ισότιμα»
στους έγκλειστους και αυτό ήταν επίσης σχεδιασμένο. Οι έγκλειστοι που
συμμετείχαν στο σύστημα εξουσίας των SS (κυρίως ποινικοί) πεινούσαν λιγότερο, έκλεβαν
το φαγητό των υπολοίπων, ήταν «όμορφοι», έμοιαζαν κανονικοί. Η ταξική
διαστρωμάτωση ήταν απόλυτη και η πείνα κατανεμημένη ανάλογα. Αυτό είναι πιο
φανερό εκεί, από όσο στην κοινωνία έξω – και ας είναι εξίσου δεδομένο εκεί.
Μοιάζει βεβήλωση στη μνήμη των
θυμάτων, όμως τα βιβλία είναι τραίνα που συναντιούνται στους σταθμούς των
αναγνωστικών ταξιδιών μας. Έρχεται στο νου σου η «πείνα» του Κνουτ Χάμσουν, το
κορυφαίο έργο του «αμαρτωλού» (λόγω του συγχρωτισμού του με το φασισμό)
Νορβηγού συγγραφέα. Τη διάβασες μικρός. Πρώτη φορά πείνασες διαβάζοντας για την
πείνα. Και όλα ετούτα τα έφερε μια μέρα που τυχαία στη βιβλιοθήκη καταλογογράφησες
την πρώτη γαλλική μετάφρασή της του 1895. Σκέφτηκες πως η πείνα θα διαφεντεύει
τον κόσμο όσο θα υπάρχουν συστήματα εξουσίας και ύστερα συνέχισες τη δουλειά
σου.
Δευτέρα 1 Σεπτεμβρίου 2014
Ο έλεγχος
[Αναδημοσίευση του άρθρου του "Βιβλιοθηκάριου' στην "Αυγή της Κυριακής" 31/8/2014]
Η πρόοδος πάντα παρακολουθούνταν
από έναν έλεγχο, και η διαγωγή μετρούνταν από αυτόν. Ο έλεγχος μοιάζει να είναι
έτσι ένα αναγκαίο συστατικό της εκπαίδευσης, τόσο ουσιαστικό που κάποιες φορές
τείνει να είναι κυρίαρχο σε αυτήν. Δεν είναι μόνο πως η πρόοδος και η διαγωγή
συνδέονται θεσμικά με την εκπαίδευση, τείνουν να θεωρούνται αποτέλεσμα ή σκοπός
της, ίσως και η μόνη προϋπόθεση της διαγωγής και της προόδου να είναι η
εκπαίδευση υπ’ αυτήν την έννοια. Είναι επίσης πως πρόοδος χωρίς έλεγχο δεν νοείται
και διαγωγή χωρίς καταγραφή της επίσης.
Όλα ετούτα θα μπορούσαν να
βασανίσουν σαν ζητήματα έναν ανεπηρέαστο από την εμπειρία παρατηρητή, έναν
άνθρωπο που δεν γαλουχήθηκε στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα και δεν ποτίστηκε
από τις αγκυλώσεις του. Πριν αρκετές δεκαετίες οι «έλεγχοι διαγωγής και
προόδου» τυπώνονταν από τα τυπογραφεία και κυκλοφορούσαν στο εμπόριο
προκειμένου να συνοδεύουν την αποτίμηση της αξίας των μαθητών στα σχολεία.
Είναι ένα σπάνιο έντυπο να το βρει κανείς σε βιβλιοθήκη, γιατί κυρίαρχη είναι η
χρηστική του αξία και η ατομική αποτύπωση της εφήμερης ούτως ή άλλως προόδου.
Είναι επομένως σημαντικό υλικό, αφού είναι σπάνιο, και μπορεί κανείς να το
συναντήσει καμιά φορά σε δωρεές συλλογών που γίνονται σε βιβλιοθήκες. Πιο συχνά
θα βρεθούν τέτοιοι έλεγχοι ελληνικών εκπαιδευτηρίων των αρχών του 20ου
αιώνα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, στην Πόλη και τη Σμύρνη, τυπωμένοι από τον
Χρηστίδη, το Ζιβίδη, το Θεοχάρη. Θα είναι έλεγχοι των «ελληνικών εκπαιδευτηρίων
της Ελληνικής Ορθοδόξου Κοινότητος Διπλοκιονίου», ή του «εν Σταυροδρομίω
Κεντρικού Παρθεναγωγείου της Ελληνικής Ορθοδόξου Κοινότητος» ή ίσως των
«Εκπαιδευτηρίων Βαφεοχωρίου». Κι εσύ ξεφυλλίζοντάς τους, ανατέμνοντας το σώμα
τους και το περιεχόμενό του για να τους καταγράψεις στη βιβλιοθήκη, θα βρεις
ατόφια την έκδοση, χωρίς τις αξιολογήσεις των δασκάλων, χωρίς την όποια
ταυτότητα του όποιου αξιολογούμενου μαθητή. Μόνο τη φόρμα που υποδεικνύει τον
τρόπο του ελέγχου: στοιχεία διαγωγής είναι ο εκκλησιασμός, η επιμέλεια, η
τάξις, η καθαριότης, η κοσμιότης, οι τρόποι συμπεριφοράς, η εν τω οίκω διαγωγή…
Και στοιχεία μάθησης τα θρησκευτικά, τα ελληνικά, τα μαθηματικά, τα ιστορικά, η
γεωγραφία, η φυσιογνωσία, τα τουρκικά, τα γαλλικά, τα εμπορικά, η καλλιγραφία,
η ιχνογραφία, η ωδική, η απαγγελία ποιημάτων. η γυμναστική, τα χειροτεχνήματα,
η κοπτική και η οικιακή οικονομία…
Θα δοκιμάσεις πάλι εκείνη τη
σκέψη για το εφήμερο των μαθητών και των δασκάλων, των σχολείων, των κοινοτήτων
και των πόλεων. Μόνο ο έλεγχος της διαγωγής και της προόδου θα αντέχει φαίνεται
στο χρόνο – ίσως γιατί είναι επικίνδυνη χωρίς έλεγχο η διαγωγή και η πρόοδος.