Μικρέ Οδυσσέα,
επέτρεψέ μου να σε λέω «μικρό»,
αφού είσαι μόνο 4 χρόνων εξάλλου, ενώ εγώ 40. Τούτο δεν σημαίνει τίποτε άλλο από
τρυφερότητα. Νομίζω πως το μέγεθός σου σού επιτρέπει να βλέπεις τα πράγματα
μεγάλα, σαφώς πολύ μεγαλύτερα από μένα. Μείναμε λοιπόν σε διπλανά δωμάτια στις
διακοπές μας και ο αποχωρισμός μας ήταν δύσκολος όταν ήρθε η ώρα. Πιο δύσκολος από τη γειτνίαση, τα ωράρια και τις διαθέσεις μας που δεν ταυτίζονταν. Είπες μουτρωμένος
πως δεν θες να φεύγουν οι άνθρωποι από τον κόσμο σου. Μην νομίζεις πως δεν μας
πονάει όλους το ίδιο αυτό το φευγιό, εννοώ μικρούς και μεγάλους. Η διαφορά μας
είναι πως εμείς θεωρούμε φυσιολογική και διαχειρίσιμη την απώλεια ενώ εσύ όχι.
Ωστόσο εσύ μπορείς πιο εύκολα να ξεχνάς ή να στρέφεις αλλού το ενδιαφέρον σου,
ενώ εμείς μένουμε συνήθως κολλημένοι στη σκιά της απουσίας. Μαθαίνουμε να ζούμε
με αυτήν. Καμιά φορά συνηθίζουμε να φεύγουμε.
Έτσι καθώς γλιστράει το καλοκαίρι
μέσα από τα χέρια μας και αφήνουμε πίσω την ελευθερία του, επιστρέφοντας στους
ρόλους και τις υποχρεώσεις, σκέφτομαι στενόχωρα πράγματα μικρέ μου φίλε.
Σκέφτομαι ας πούμε πως ολοένα και περισσότερο έχω την αίσθηση πως αγοράζω την
ελευθερία μου, ή μάλλον πως επιβάλλεται να πληρώσω γι’ αυτήν. Πρέπει να δουλεύω
όλο το χρόνο για λίγες μέρες στο γαλάζιο της θάλασσας, αγοράζω την υγεία μου, την επιβίωση και
την ευτυχία μου, τους φίλους, τα πράγματα που αγαπώ να κάνω. Αγοράζω τις βουτιές των παιδιών μου από τους ώμους μου, τα σπασμένα αστέρια ψηλά στο οροπέδιο, το ψάρεμα με ένα ποτήρι, τα τραγούδια και τις ιστορίες των φίλων μου, κατοικημένες και ακατοίκητες σελίδες, αγοράζω ακόμη και την ανατολή του ήλιου που ξαπλωμένος ανάσκελα με ανοιχτά τα χέρια και τα πόδια γυμνός στη φλούδα της θάλασσας αναμετριέμαι με το πρώτο γαλάζιο της μέρας εκεί ψηλά στο θόλο. Για όλα πληρώνω,
ξοδεύομαι, δίνω πολλά για τα λίγα που μπορώ ελεύθερα και ανέμελα να χαίρομαι.
Και είμαι τυχερός και γι’ αυτά. Επίσης πρέπει εκτός από όλα αυτά να ζω και να
δρω συλλογικά, να συμμετέχω στην πολιτική, στα κινήματα, στην προσπάθεια των
λίγων να αλλάξει επιτέλους ο κόσμος για όλους. Κι εκεί πρέπει να δίνω και
ελπίδα εκτός από τη δουλειά μου, πρέπει να απαντάω στην αμφισβήτηση των
φοβισμένων, να προσπαθώ να κερδίσω τη συμμετοχή σαν να μπορεί να γίνει κάτι
τέτοιο, να προσδιορίζομαι, να εξελίσσομαι.
Κουρασμένος λοιπόν επιστρέφω
μικρέ μου γείτονα στην καθημερινότητά μου. Κουρασμένος γιατί η ξεκούραση πάντα
μου θυμίζει με τι κούραση την αγοράζω. Βλέπεις λοιπόν πως σ’ εμάς τους μεγάλους
τα πράγματα είναι σύνθετα: η απώλεια είναι και ήττα σε έναν διαρκή πόλεμο.
Κερδίζουμε στην καλύτερη περίπτωση μάχες σε έναν πόλεμο εξαρχής χαμένο.
Παραλογισμοί ενηλίκων. Πάντως, ξέρεις τι θα μου λείψει πιο πολύ; Που εκεί στα
Πούλιθρα το βράδυ καθόμουν στη βεράντα αργά τη νύχτα και άκουγα τα χαρούπια να
πέφτουν με το φύσημα του ανέμου κάτω από τις χαρουπιές, σαν τριξίματα από
ρωγμές ονείρων, σαν ξύλινοι κρότοι, σαν να περπατάνε μαριονέτες μέσα στη νύχτα.
Ξέρεις, αυτά τα θλιβερά ανθρωπάκια που τα κουνάνε αόρατα σκοινιά, που κάποιοι
άλλοι από ψηλά ορίζουν τις κινήσεις τους, την πορεία τους στον κόσμο, τη ζωή.
*** το γλυπτό είναι του Jason E. McPhillips
Ελπίζω να τη διαβάσει αυτήν την καρτ-ποστάλ ο παραλήπτης της. :)
ΑπάντησηΔιαγραφήθα'ρθει μια μέρα...
ΑπάντησηΔιαγραφή