Τα τελευταία δύο χρόνια η Αυγή
της Κυριακής φιλοξενούσε το «Βιβλιοθηκάριο», μία στήλη σχολιασμού για ζητήματα
πολιτικής του πολιτισμού και ειδικότερα του βιβλίου και των βιβλιοθηκών. Εδώ
και λίγες εβδομάδες η στήλη αυτή έπαψε να υπάρχει γιατί επιχειρήθηκε λογοκρισία
σε ένα κείμενο. Ενόχλησε συγκεκριμένα μία αναφορά στο Τμήμα Πολιτισμού του ΣΥΡΙΖΑ. Ο «Βιβλιοθηκάριος» έκλεισε τον κύκλο του στη Αυγή.
Ως στήλη υπήρξε μια ενδιαφέρουσα
εμπειρία για μένα: από το προσωπικό blog στην εφημερίδα, από δεκαπενθήμερη σε
εβδομαδιαία βάση, συνήθισα να γράφω για βιβλία και βιβλιοθήκες. Ξεκίνησε μια
πορεία που άλλοτε με ευχέρεια και άλλοτε δύσκολα εμπνεόταν από τις συγκυρίες
και επιχειρούσε να μιλήσει για βιβλιοθήκες, να ερεθίσει και να προβληματίσει
τους (αριστερούς) αναγνώστες της εφημερίδας, να μιλήσει με τρόπο πρωτότυπο ή
καμιά φορά προκλητικό για θέματα που σχετίζονται με την ελευθερία της γνώσης ή
να «απαντήσει» στις στρεβλώσεις που δημιουργεί ο εναγκαλισμός των βιβλιοθηκών
από ιδιωτικά χορηγικά ιδρύματα και να προκαλέσει ερωτήματα ή αντίλογο. Το να
μιλάς σε αριστερούς για βιβλιοθήκες είναι σαν να μιλάς σε δεξιούς για
βιβλιοθήκες. Δεν διαφοροποιούνται κάπως στη σχέση τους με αυτές ή στην άποψη
και την εικόνα που έχουν γι’ αυτό το θεσμό. Ακόμη και αν ως αριστεροί τοποθετούνται
εξαρχής υπέρ της ελευθερίας της γνώσης. Η σχέση μας με τις βιβλιοθήκες είναι η
σχέση των βιβλιοθηκών με εμάς. Το έλλειμμα δυσχεραίνει την επικοινωνία.
Το κομματικό έντυπο, εν
προκειμένω του ΣΥΡΙΖΑ, επιτρέπει μια κοινή βάση πολιτικών αρχών μεταξύ συντάκτη
και αναγνωστών και επιπλέον έχει την ενδιαφέρουσα πρόκληση να επιδράς και να
συμβάλλεις στη διαμόρφωση απόψεων στην πολιτιστική πολιτική της λεγόμενης
κυβερνώσας πλέον Αριστεράς. Εξάλλου στην «Αυγή» δεν έγραψα ως έμμισθος συντάκτης,
αλλά ως μέλος του ΣΥΡΙΖΑ και ως συνεργάτης. Τα κομματικά έντυπα έχουν και τις
δυσκολίες τους βέβαια, τις αγκυλώσεις, τον παραγοντίστικο ιδρυματισμό τους. Δεν
μου ζητήθηκε ποτέ να γράψω για κάτι, υπήρξαν ωστόσο φορές που «διορθώθηκαν»
σημεία με τη συναίνεσή μου ή που δεν βγήκαν κείμενα. Κάποια στιγμή έγραψα πως
το βιβλίο του Κουφοντίνα πρέπει να μπει στις βιβλιοθήκες, όχι γιατί το αξιολογώ
με οποιοδήποτε τρόπο, αλλά γιατί αποτελεί χρήσιμη πηγή για όσους θα ασχοληθούν
με την ιστορία της τρομοκρατίας ή των επαναστατικών οργανώσεων στην Ελλάδα. Στις
βιβλιοθήκες δεν αξιολογούμε τα βιβλία και τις πηγές με βάση τις προσωπικές μας
απόψεις, ιδεολογίες και αντιλήψεις. Συστατικό στοιχείο της δουλειάς μας είναι η
διαλεκτική σχέση του υλικού που επεξεργαζόμαστε και διαθέτουμε σε όποιον το
ζητήσει. Την ίδια εποχή η λεγόμενη «μονταζιέρα» ήταν ο μπαμπούλας «που δεν
πρέπει να προκαλέσουμε». Το άρθρο «κόπηκε». Νομίζω πως μπορείς να δεχτείς μια
τέτοια παρέμβαση όσο ο Τύπος είναι για σένα ένα πεδίο προς διερεύνηση, με
κανόνες που η πολιτική συγκυρία θα επιβάλει.
Δεν είναι ότι έμαθα τους
«κανόνες». Είναι πως καταρχάς συνήθισα στην απαίτηση μιας τακτικής,
εβδομαδιαίας γραφής που πάντα σκέφτεται και υπολογίζει το δημόσιο χαρακτήρα της,
αλλά υπηρετεί και την ευκαιρία να μιλήσει για τις βιβλιοθήκες – αδιαμεσολάβητη
ευκαιρία που σπάνια μας δίνεται. Αυτό όμως που έμαθα είναι πως πέραν του
ποιοτικού (θεμιτού) ελέγχου της ύλης, υπάρχει και ο πολιτικός έλεγχος, όπως τον
αντιλαμβάνεται αυτός που έχει την εξουσία να τον ορίζει. Τα προσωπικά
προτεκτοράτα στήνονται πάνω στην ανοχή που υπάρχει σε αυτό τον «έλεγχο» και
εφαρμόζουν την εξουσία τους εκεί που τους παίρνει.
Όλη αυτή η στρέβλωση δεν θα με
αφορούσε αν δεν συγκρουόταν με τις αρχές μου και με την εν γένει πολιτική μου
συμπεριφορά. Οπότε το κόψιμο ενός κειμένου που ασκεί κριτική στις δομές του
κόμματος ήταν για μένα ένα όριο, μια ενέργεια που αν την κατάπινα θα επέτρεπα
σε άλλους να ορίζουν ακόμη και την κομματική μου συμπεριφορά. Δεν αναγνωρίζω σε
κανέναν αργηγίσκο της Αυγής να υποδεικνύει την κομματική μου έκφραση. Το θέμα
είναι αν η εκτός των άλλων αγενής υπόδειξη «το κείμενο δεν βγαίνει, γράψε
άλλο», «τα παιχνίδια σου με την Επιτροπή Πολιτισμού να τα κάνεις στην Επιτροπή,
όχι στην εφημερίδα» είναι άποψη της αρχισυντάκτριας του πολιτιστικού της εφημερίδας
ή είναι και άποψη της Αυγής. Οπότε δόθηκε ο χρόνος να αποδειχτεί ή να αναιρεθεί
το δεύτερο. Εν τω μεταξύ το «κομμένο κείμενο» βγήκε στο blog και έκανε
μια εντυπωσιακή πορεία ανάγνωσης και αναπαραγωγής (σε κάποιες περιπτώσεις με
εμφανείς κανιβαλικές πολιτικές σκοπιμότητες από όσους το διακίνησαν). Με δυο
λόγια η προσπάθεια λογοκρισίας έπεσε σε χαοτικό κενό, το κείμενο διαβάστηκε από
πολύ περισσότερους από όσους θα διαβαζόταν αν δημοσιευόταν κανονικά.
Η πορεία του κειμένου και οι
αντιδράσεις που υπήρξαν από την καταγγελλόμενη λογοκρισία ήταν προφανώς πολλές,
κάτι που συντέλεσε στο να δεχτώ τηλεφώνημα από τη διεύθυνση της εφημερίδας που
θορυβημένη από τον πολιτικό σχολιασμό επιχείρησε να ερμηνεύσει την ενέργεια και
να δώσει μια διέξοδο: το άρθρο θα δημοσιευόταν επώνυμα και τα «πράγματα θα
έπαιρναν πια την πορεία τους». Όπως περίπου έγινε. Γιατί τα πράγματα δεν «πήραν
την πορεία τους». Πριν λίγες μέρες έμαθα πια πως η στήλη κόβεται και πως
κάποιος συνάδελφος βιβλιοθηκονόμος (με γνώση όσων έχουν εν τω μεταξύ γίνει) θα
συντηρεί ανώνυμα μία στήλη «περί βιβλιοθηκών» στην «Αυγή». Το αριστερό ήθος της
αυτοκριτικής προφανώς δεν ίσχυσε, το λάθος «διορθώθηκε», αλλά ο εγωισμός
κυριάρχησε. Την Κυριακή στη θέση που για δυο χρόνια καταλάμβανε ο «βιβλιοθηκάριος»
στην «Αυγή» υπήρχε πλέον μια νέα στήλη «περί βιβλιοθηκών».
Αυτό εδώ το κείμενο δεν θα
γραφόταν ίσως, αν δεν δεχόμουν ερωτήσεις και απορίες για την «επανεμφάνιση» της
στήλης στην Αυγή. Όχι λοιπόν: η νέα στήλη για τις βιβλιοθήκες δεν είναι «ο
βιβλιοθηκάριος», δεν γράφεται από μένα. Γράφεται από κάποιον που λογικά θα
αποδεχτεί τον πολιτικό έλεγχο έτσι όπως τον εννοούν άνθρωποι με εξουσία στην
εφημερίδα, ξέρει σαφώς με ποιους όρους μπαίνει, αφού ξέρει με ποιους όρους
βγήκε ο προηγούμενος από αυτόν.
Η «Αυγή» δεν είναι μόνο η παθολογία
που με αφορά. Θα ήταν άδικο να γενικεύσω το προσωπικό βίωμα, ή όψιμα να
χαρακτηρίσω συλλήβδην το φύλλο λόγω μιας πρακτικής που εφαρμόστηκε σε μένα.
Στην πορεία του ΣΥΡΙΖΑ για την εξουσία τέτοια φαινόμενα όμως προβληματίζουν.
Όπως επίσης και η παρουσία των φαινόμενων που έθιξε το επίμαχο άρθρο, η
αντίληψη του Κόμματος για τις κομματικές του δομές τη μεταβατική αυτή περίοδο,
αλλά και η αντίληψή του για τον πολιτισμό.
Δόθηκε και εδώ χρόνος,
προκειμένου να φανούν οι αντιδράσεις στο εσωτερικό της επιτροπής, όμως κανείς
δεν αντέδρασε. Όταν το θέμα τέθηκε από μένα σε ηλεκτρονική επικοινωνία με τα
μέλη αντιλήφθηκα γιατί: σχεδόν όλοι δεν είχαν αντιληφθεί τη δημοσίευση του
προγράμματος. Από τα μέλη της υπο-επιτροπής βιβλίου ζητήθηκε σύγκλιση
προκειμένου να συζητηθεί το θέμα. Από αναβολή σε αναβολή οι εβδομάδες πέρασαν
και η επιτροπή δεν συνεδρίασε. Συνεδρίασε όμως το «συντονιστικό» των
υπο-επιτροπών, το οποίο αποφάσισε να «διορθώσει» το λάθος.
Θεωρώ πως οι συλλογικότητες είναι
ο πλέον ισχυρός και διαρκής πόλος παραγωγής πολιτικής και περίμενα τη χθεσινή
συνεδρίαση της Επιτροπής Βιβλίου του ΣΥΡΙΖΑ, στην οποία ανήκω, προκειμένου να
ασκήσω την κριτική μου, να διερευνήσω τις ευθύνες και να προτείνω όσα θεωρώ πως
θα αποκαταστήσουν το λάθος που έγινε. Ο δημόσιος λόγος δεν οφείλει να
υποκαθιστά το λόγο και τις διαδικασίες του συλλογικού ελέγχου (βλ. πολιτική
ηθική της δημόσιας τοποθέτησης της Έλενας Πατρικίου). Η διαδικασία αυτή
ολοκληρώθηκε χθες, οπότε μπορώ τώρα και «δημόσια» να πω τη γνώμη μου. Κυρίως
γιατί θεωρώ πως ο ιδρυματισμός του κομματικού σωλήνα δεν αντιλαμβάνεται ούτε το
μέγεθος και την ουσία της κριτικής που δέχεται, ούτε τις απαιτήσεις της
πολιτικής και ιστορικής συγκυρίας. Κυριαρχεί νομίζω μια ηττοπαθής αντίληψη
ρεαλισμού σε όσα «θα κάνουμε» ως κυβέρνηση: θα αποκαταστήσουμε πολλά από όσα
γκρέμισαν οι προηγούμενοι. Όσα μπορούμε. Επομένως δεν μπορούμε να μιλάμε για
σχολικές βιβλιοθήκες αφού λεφτά δεν υπάρχουν. Πώς εννοούμε όμως την αλλαγή των χαρακτηριστικών
της παιδείας, πώς οραματιζόμαστε την παιδεία χωρίς βιβλιοθήκες;
Προσπαθώ να πείσω τους συντρόφους
μου πως η επίμονη και επαναλαμβανόμενη αναφορά στις βιβλιοθήκες δεν είναι
«συντεχνίλα» ή γραφική εμμονή. Πως οι βιβλιοθήκες είναι γερό εργαλείο για την
πολιτική μας για τον πολιτισμό, την έρευνα και την παιδεία, εργαλείο που και
άλλοι χρησιμοποίησαν και χρησιμοποιούν σε όλο τον κόσμο. Ο τρόπος για να πείσω
είναι ο δημόσιος λόγος (πχ «ο βιβλιοθηκάριος» της Αυγής) και οι κομματικές
διαδικασίες, δηλαδή ο λόγος που δημιουργεί γόνιμο περιβάλλον υποδοχής και ο
λόγος που μεθοδικά επιχειρεί να θέσει τα ζητήματα εκεί που λαμβάνονται
αποφάσεις.
Η αναγκαία μάλλον
αυτοαναφορικότητα αυτού του κειμένου ελπίζω πως δεν θα επαναληφθεί. Έπρεπε όμως
να ειπωθούν κάποια πράγματα. Πιστεύω πως οι προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ για τον
πολιτισμό είναι ένα σκουπίδι που πρέπει να πεταχτεί στον αντίστοιχο κάδο.
Κυρίως γιατί δεν πέτυχαν να συντονιστούν σε ένα ενιαίο πνεύμα που θα
συνταιριάζει το οραματικό πλαίσιο των βασικών αρχών με την αποκατάσταση των
χαμένων κεκτημένων, αλλά και το σχεδιασμό υλοποίησης των αξόνων της
πολιτιστικής πολιτικής μας. Νομίζω πως πρέπει θαρρετά να ξεκινήσουμε από την
αρχή και να καλέσουμε την κοινωνία, τους πολίτες, τις συλλογικότητες και όσους
έχουν θεσμικές θέσεις στον πολιτισμό (ακόμη και αυτούς) σε μια σειρά «συνεδρίων
του ΣΥΡΙΖΑ για τον πολιτισμό», να τους ακούσουμε, να διαμορφώσουμε ένα διάλογο,
να τους δεχτούμε στο σχεδιασμό μας και να καταγράψουμε τα αποτελέσματα αυτής
της διαβούλευσης. Ως τότε μπορούμε να διακηρύξουμε τις βασικές δεσμευτικές
αρχές που θα υπερασπιστεί και θα υπηρετήσει η πολιτιστική μας πολιτική. Νομίζω
ας πούμε πως είναι σπουδαίο να πεις πως δεσμεύεσαι για την ελεύθερη και δωρεάν
πρόσβαση όλων στη γνώση…