Είναι ένα ήσυχο απόγευμα του ΄96 ή του ΄97 σε ένα διαμέρισμα στα προσφυγικά της Αλεξάνδρας. Έχουμε κάνει έρωτα, τα σώματά μας χορτασμένα μπλέκουν το ένα μέσα στο άλλο. Σαν να φωλιάζουν. Μου λέει: σου πήρα ένα βιβλίο. Και θέλω να στο διαβάσω. Αρχίζει. Ακουμπάω στον γυμνό της ώμο και βυθίζομαι στην ανάγνωσή της. Η μέρα έγερνε κι αυτή σιγά σιγά στο πλάι μας. Η πόλη έξω βιαζόταν, για μας ο χρόνος ήταν δικός μας, τον κάναμε ό,τι θέλαμε. Είχε νυχτώσει όταν τελείωσε. Ντυθήκαμε. Βγήκαμε έξω. Στην Αλεξάνδρας "μια γυναίκα κι ένας άντρας". Σηκώνει το χέρι κι ένα ταξί σταματάει. "Καληνύχτα αγάπη μου". "Καληνύχτα" προλαβαίνω να της πω, πριν χαθεί.
Έχουν περάσει μάλλον 18 χρόνια από τότε. Άκουσα το πρωί πως ο Κουμανταρέας δολοφονήθηκε. Πήγα στη βιβλιοθήκη, πήρα το βιβλίο. Έχουν κιτρινίσει τα φύλλα του. Κι άρχισα πάλι να το διαβάζω.
"Έσμιγαν κάθε βράδυ στις οχτώ. Ο ένας έμπαινε Θησείο, η άλλη Μοναστηράκι. Ο νεαρός φορούσε παντελόνι κοτλέ, πουλόβερ κλειστό ως το λαιμό, και είχε τα μαλλιά του μακριά, άταχτα ριγμένα πίσω. Από το ένα χέρι του κρατούσε τα τσιγάρα του, από το άλλο ένα μάτσο χαρτιά μέσα σε ντοσιεδάκι. Έπιανε την ίδια θέση, γωνιακή, δίπλα στο παράθυρο, αντίθετα στη φορά του τραίνου..."
Αντίθετη με τη φορά του τραίνου και η ζωή του, σκέφτομαι...
Από την κυρία Κούλα το απόσπασμα;
ΑπάντησηΔιαγραφήΝαι
ΑπάντησηΔιαγραφή...πέρασε κιόλας ένας χρόνος ;
ΑπάντησηΔιαγραφή