Πέμπτη 5 Μαρτίου 2015

Το παραμύθι του καθρέπτη


(Μόνο) μια φορά ήταν ένας καθρέπτης μικροαστός, ενσυνείδητος επιστροφέας ειδώλων, τυπικός, εργατικός, ανά πάσα στιγμή στη διάθεση του οποιουδήποτε ήθελε να γίνει δύο: αυτός που είναι και αυτός που φαίνεται. Όλα διαβεβαίωναν, για την ακρίβεια δεν είχαν λόγο να αμφιβάλλουν, ότι ήταν ένας κανονικός καθρέπτης που σέβεται τη φύση του και τους κανόνες. Κάποια στιγμή όμως τα πράγματα άλλαξαν. Ο ενσυνείδητος καθρέπτης θεώρησε άδεια τη ζωή του ή μάλλον γεμάτη με τις ζωές των άλλων που δεν του άφηναν χώρο να έχει το δικό του πρόσωπο. Κουράστηκε να επιβεβαιώνει ρυτίδες, να εικονοποιεί φαντασιώσεις, να καθησυχάζει κοσμιότητες ή να παρακολουθεί πρόβες εξομολογήσεων (που ούτε καν σε αυτόν απευθύνονταν).

Καιρό τον απασχολούσε ο τρόπος διαφυγής. Στην αρχή σκέφτηκε έναν «διάλογο» με τους ανθρώπους που του απευθύνονταν. Ανέστρεφε κι επέστρεφε τη μορφή τους αλλαγμένη: άλλοτε τους έκανε πιο όμορφους, τα παιδιά τα έκανε μεγάλους, έκρυβε ρυτίδες και μαύριζε μαλλιά, διόρθωνε χαμόγελα. Οι άνθρωποι έμοιαζε να αντιδρούν, ένιωσε πως βρήκε έναν τρόπο να επικοινωνεί μαζί τους. Όμως γρήγορα συνήθισαν τη νέα τους όψη, ήταν αυτό που έβλεπαν και αυτό ήταν πια μια κανονικότητα. Ο καθρέπτης ήξερε πως και αντίστροφα να λειτουργούσε, αν έκανε πιο άσχημους τους ανθρώπους, αν έκανε μωρά τα παιδιά, αν τόνιζε ρυτίδες και άσπριζε μαλλιά, αν χαλούσε τα χαμόγελα των ανθρώπων, εκείνοι θα συνήθιζαν την εικόνα τους και πάλι.

Μια μέρα αποφάσισε να μην επιστρέψει πίσω την μορφή των ανθρώπων και η απόφασή του αυτή προκάλεσε μεγάλη αναστάτωση. Οι άνθρωποι έρχονταν ανήσυχοι μπροστά του και δεν έβρισκαν το πρόσωπο, τα χέρια, το κορμί τους. Το γεγονός συσσώρευσε πολλούς περίεργους, που έρχονταν να επιβεβαιώσουν το παράξενο φαινόμενο να μην καθρεπτίζονται σε έναν καθρέπτη, κι ο μέσα κόσμος του καθρέπτη γέμισε σχήματα απορίας που άρχισαν να στριμώχνονται, είδωλα εγκλωβισμένα που θορυβούσαν, μια αλλοπρόσαλλη και αποκρουστική Βαβέλ που πολύ τον τάραξε. Έτσι, ένα βράδυ άφησε τα είδωλα να φύγουν κι έμεινε πάλι άδειος κι ευρύχωρος.


Τα χρόνια πέρασαν και οι παραξενιές του καθρέπτη ξεχάστηκαν. Κι εκείνος κατάλαβε πως δεν μπορεί να ξεφύγει από τη φύση του και με τον καιρό έμαθε να αγαπάει αυτό που κάνει. Με έναν τρόπο ήσυχο και στωικό επέστρεφε στους ανθρώπους τα είδωλά τους γράφοντας παράξενες ιστορίες σαν παραμύθια.

***
Το χαρακτικό είναι του Χριστόφορου Κατσαδιώτη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου