Τρίτη 9 Ιουνίου 2015

στη... θερινή σύναξη των Κατσαμακαίων


Μέσα στο χτήμα υπάρχει μια παλιά βερικοκιά. Είχα γράψει ένα κείμενο γι' αυτήν πριν ένα χρόνο. Προχθές βρεθήκαμε στο χτήμα τρεις γενιές Κατσαμακαίων. Έλειπαν κάμποσοι, αλλά παρόντες ήταν όσοι ήθελαν να είναι παρόντες. Μια λειτουργία μνήμης για τους νεκρούς σε ένα βυζαντινό ξωκκλήσι στους αγρούς πρωί Σαββάτου, κι ύστερα η γιορτή για τους ζωντανούς. Ιστορίες από τα παλιά, νέες γνωριμίες. Την ώρα του αποχωρισμού ένα λίγο μεγαλύτερης διάρκειας αγκάλιασμα, ένα κάπως "θυμάμαι" που ξέφευγε με ένα άγγιγμα και ένα αμήχανο ίσως "να το ξανακάνουμε". Αυτό που θα μπορούσε να δει κανείς παρακολουθώντας τους να αποχαιρετιούνται: μια ανυπόκριτη και μύχια συγκίνηση.

Μεγάλωσα σε μια μεγάλη οικογένεια. Ακόμα κι αν μεγαλώνοντας νιώθω πως εκείνη μικραίνει, τη θεωρώ και τη νιώθω πατρίδα μου, είναι τα παιδικά μου χρόνια και είναι ταυτότητά μου ότι κι αν πεις.

Μέσα στο χτήμα υπάρχει μια παλιά βερικοκιά. Είχα γράψει ένα κείμενο γι' αυτήν πριν ένα χρόνο. Ακόμη κι αν μεγάλωσα σε αυτό το χτήμα, ακόμη κι αν έφαγα τους καρπούς της, έμαθα προχθές πως η βερικοκιά δεν είναι μονάχα δικιά μου πατρίδα. Το χτήμα άνηκε παλιά στο Μιχάλη που το πούλησε στον ανιψιό του, τον πατέρα μου. Ένα καλοκαίρι, χρόνια πριν γεννηθώ εγώ, η γυναίκα του Μιχάλη, η Ντίνα, ανέβαινε από την πόλη με μια τσάπα στον ώμο να σκάψει το κέρινο. Κουβαλούσε μαζί της τον μάλλον απρόθυμο γιο της τον Τάκη που κουβαλούσε μαζί του ένα ραδιοφωνάκι. Γιατί ο Τάκης προτιμούσε να ξαπλώνει κάτω από τη βερικοκιά, να κόβει τα λαχταριστά της βερίκοκα και να χορεύει μόνος του τις μουσικές. Η μάνα του τέλειωνε το τσάπισμα κι επέστρεφαν στην πόλη. Προχθές ο Τάκης στάθηκε δίπλα στη βερικοκιά και την κοιτούσε για ώρα.





1 σχόλιο: