Σάββατο 30 Απριλίου 2016

Μεγάλο Σάββατο


"Μα τι με θες;" - του είπε βγαίνοντας στην πίσω αυλή. " Έχω βάλει το λάδι για τα κεφτεδάκια. Θα κάψει". Της ζήτησε μόνο να τη βγάλει μια φωτογραφία με την καινούρια του μηχανή. Εκείνη του χαμογέλασε, πάντα χαμογελούσε στα καμώματά του. Στάθηκε δίπλα στη γλάστρα με την ορτανσία, δεν σκέφτηκε να βγάλει την ποδιά, κοίταξε ντροπαλά το μεταλλικό μαρκούτσι που θα την απαθανάτιζε, έδεσε τα χέρια μπροστά και έγινε πια φωτογραφία. Ύστερα μπήκε ξανά βιαστική στο σπίτι, έριξε τα κεφτεδάκια στο λάδι και τα χρόνια πέρασαν και πέθανε. Και τη θάψαν στο Δεύτερο Νεκροταφείο. Και έβαλαν στον τάφο επάνω τη φωτογραφία δίπλα στην ορτανσία με τα χέρια δεμένα μπροστά. Να κοιτάει ντροπαλά το μαρκούτσι που την απαθανάτιζε.

***
ο πίνακας είναι του Μιχάλη Μαδένη

Παρασκευή 29 Απριλίου 2016

Μεγάλη Παρασκευή


Μια μέρα είδα στον ύπνο μου πως πετούσα. Ξυπνώντας δεν ήμουν στο κρεβάτι μου. Έκτοτε είμαι ένας τραυματισμένος άγγελος ή πουλί.

***
ο πίνακας είναι του Χρόνη Μπότσογλου

Πέμπτη 28 Απριλίου 2016

Μεγάλη Πέμπτη


Ακόμη και τα κόκκινα λουλούδια πεθαίνουν

***
ο πίνακας είναι του Κυριάκου Κατζουράκη

Τετάρτη 27 Απριλίου 2016

Μεγάλη Τετάρτη


Ο πατέρας του πατέρα μου έλεγε πως ο ύπνος είναι που πάμε να κοροϊδέψουμε τους πεθαμένους. Όμως εγώ δεν θέλω άλλο να τους κοροϊδεύω.

***
ο πίνακας είναι του Χρήστου Παλλαντζά

Τρίτη 26 Απριλίου 2016

Μεγάλη Τρίτη


Οι σκιές μας σέρνονται μια ζωή σε τοίχους και δρόμους ψάχνοντας μια τρύπα να χωθούν. Πάντα το καταφέρνουν στο τέλος.

***
ο πίνακας είναι του Εδουάρδου Σακαγιάν

Δευτέρα 25 Απριλίου 2016

Μεγάλη Δευτέρα


Η σιωπή είναι μια αμοιβαία διείσδυση.

*** 
ο πίνακας είναι του Χρήστου Μποκόρου

Παρασκευή 15 Απριλίου 2016

Πουτανία


Μπήκε στο «Πέντε» στην Κυπριάδου, λίγο μετά βρήκε θέση και κάθισε. Στο σταθμό στην Αγία Βαρβάρα οι πιο πολλοί κατέβηκαν. Παίρνοντας την Πατησίων το τρόλεϊ ξαναγέμισε. Είχε ανοίξει το βιβλίο του και διάβαζε δίπλα στο μεγάλο παράθυρο κι άφηνε το πρώτο φως της μέρας να φωτίσει το ανάπηρο μέσα του σιγά-σιγά. Σαν χάδι.

Στο ύψος της Κλωναρίδου πρέπει να μπήκε εκείνη. Γύρω στα 50, υπερβολικά λεπτή και νευρώδης, με βαμμένα ξανθά μαλλιά και απεριποίητη φτέρνα. Δεν θα την πρόσεχε έτσι απορροφημένος που ήταν στην ανάγνωση, αν δεν ξεκινούσε να μιλάει με μια παράξενη, κάπως στριγκή φωνή, που κάποιες φορές γινόταν αλλόκοσμα αργόσυρτη. Έλεγε για την πουτανία και τις πουτάνες τις Ουκρανές  που δεν ξέρουν να πουν «καλημέρα» και ύστερα πως δεν πρέπει να ζούνε εδώ αν δεν ξέρουν να πουν καλημέρα. Και ύστερα για τον πρωθυπουργό που πρέπει να τον κρεμάσουν που τους άνοιξε τις πόρτες και μπήκαν στη χώρα. Στη χώρα την Πουτανία. Είχε πιάσει μια γριά που έκανε το λάθος και την κοίταξε και της έδειχνε και της μιλούσε και η κακομοίρα η γριά ήταν απελπισμένη κι έκανε το σταυρό της κι έλεγε «Χριστέ μου φύλαγε».


Στο ύψος της Σταδίου πλέον φώναζε με την παράξενη φωνή της. Όλοι την άκουγαν και κανείς δεν μιλούσε. Μόνο η γριά έκανε το σταυρό της. Κι εκείνος είχε κλείσει το βιβλίο. Και κανείς δεν μιλούσε. Κι εκείνος σκέφτηκε πόσο παραβίασε η τρέλα της, ο παραλογισμός και η βία του, τις αντιστάσεις μας, πως αν κάποιος λογικός επιχειρούσε να ακουστεί μέσα σε αυτό το τρόλεϊ δεν θα το είχε καταφέρει, πόσο φοβόμαστε να αντισταθούμε στην τρέλα, πόσο αδύναμοι φανήκαμε να υποκριθούμε πως δεν ακούμε την τρελή στο κήρυγμα του μίσους ένα πρωινό του Απρίλη του δύο χιλιάδες δεκαέξι. Αν θες να σε ακούσουν και να σε φοβηθούν πρέπει να περάσεις απέναντι.

***
ο πίνακας είναι του Andrzej Wróblewski

Πέμπτη 7 Απριλίου 2016

Τσαλάκωσε το χαρτί


Ο Γιώργος έφτιαχνε καραβάκια από χαρτί στα εγγόνια του. Ειδικά στη μικρή πρέπει να είχε φτιάξει εκατοντάδες, Η πρώτη ύλη του ήταν τα διαφημιστικά φυλλάδια που άφηναν στην είσοδο οι διάφοροι διανομείς. Εκείνη τα μάζευε και του τα έδινε και όλο το σπίτι γέμιζε ταξίδια φανταστικά και φουρτουνιασμένες θάλασσες. Τώρα όμως ησύχασε για πάντα η θάλασσα μέσα στο σπίτι μας και τα δρομολόγια σταμάτησαν. Χθες βγαίνοντας από το σπίτι έσκυψε να μαζέψει από το πλατύσκαλο το χαρτί κάποιου ενεχυροδανειστηρίου. «Τι το θες;» της είπε θυμωμένος ο πατέρας της. «Να φτιάξουμε καραβάκι!» του απάντησε, «φτιάχναμε καραβάκια με τον παππού…». «Τώρα πια δεν θα φτιάχνουμε» της είπε και τα μάτια του έγιναν μια φουρτουνιασμένη θάλασσα με καραβάκια ναυαγισμένα. Τσαλάκωσε το χαρτί και το πέταξε στον κάδο ανακύκλωσης.

***
ο πίνακας είναι του Αχιλλέα Χρηστίδη

Τρίτη 5 Απριλίου 2016

Οι βιβλιοθήκες ως εξωτικά φρούτα

[Αναδημοσίευση από άρθρο του "Βιβλιοθηκάριου" στο Hit & Run]


Στη συνείδηση του εγχώριου ευρέος κοινού οι βιβλιοθήκες είναι περίπου σαν εξωτικά αξιοθέατα των αναπτυγμένων πολιτιστικά κρατών, οι ελληνικές δε, περιορίζονται μάλλον σε «πρωτοπόρες» πρωτοβουλίες οραματιστών που βγάζουν την… Ψωροκώσταινα από τον χαυνωτικό απομονωτισμό της. Με δυο λόγια οι βιβλιοθήκες είναι κάτι ιδιαίτερο που αξίζει να θαυμάζει κανείς… από μακριά. Ετούτο το στερεότυπο φαίνεται να καλλιεργείται απόλυτα από τα ΜΜΕ και τους πολλαπλασιαστές γνώμης που δρουν στον ψηφιακό ενημερωτικό κόσμο… Ένας αγαπημένος τίτλος πολιτιστικών κειμένων σχετικά με τις βιβλιοθήκες τα τελευταία χρόνια- θα τον έχετε δει και ίσως αναπαράγει κι εσείς ουκ ολίγες φορές – είναι «οι δέκα πιο ωραίες βιβλιοθήκες του κόσμου». Στοιχεία του τίτλου μπορεί κάθε φορά να διαφοροποιούνται (το επίθετο: σημαντικές, πρωτότυπες, παράξενες, πλούσιες… ή ο τόπος: της Ευρώπης, της Αθήνας, της Ελλάδας, της Βρετανίας…), όμως το νόημα είναι η επιφάνεια της εικόνας, η αρχιτεκτονική σε βάρος του περιεχομένου, η πρωτοτυπία σε βάρος των υπηρεσιών, η «πρωτοτυπία» σε αντίστιξη με τα στερεότυπα περί «σκονισμένων εγχώριων βιβλιοθηκών». Στη μεγάλη εικόνα για τις ελληνικές βιβλιοθήκες που με ποικίλους τρόπους επιχειρούμε να συνθέσουμε τα τελευταία χρόνια θα πρέπει να λάβουμε υπόψιν και βιβλιοθήκες που υποστηρίζονται από ιδιωτικά ιδρύματα, οι οποίες χαίρουν προνομιακού ενδιαφέροντος από τα ΜΜΕ. Η εικόνα που αυτά μας δίνουν είναι επομένως ένας βαρύνων παράγοντας στην εικόνα που έχουν οι καταναλωτές των ΜΜΕ για τις βιβλιοθήκες.



Δεν έχει περάσει πολύς καιρός που η πλούσια και κάποτε πολύ «ορεξάτη» βιβλιοθήκη του Μουσείου Μπενάκη έχασε και την τελευταία βιβλιοθηκονόμο της. Η Βιβλιοθήκη ενός ιδιωτικού ιδρύματος που φημιζόταν τα προηγούμενα χρόνια για την… άπληστη και επιθετική αύξηση του περιεχομένου του, φάνηκε να επενδύει πολλά στη συγκέντρωση του υλικού, αλλά όχι στην οργάνωσή και τη διάθεσή του στους ερευνητές. Είναι πιο εύκολο να μασάς δωρεές από το να τις επεξεργάζεσαι και να τις αξιοποιείς, ειδικά αν η εξασφάλιση δωρεών γίνεται χωρίς εκτίμηση κόστους, σχέδιο, επεξεργασμένο όραμα και αποστολή. Οπότε έρχεται η στιγμή που τύποις και ουσιαστικά χρεοκοπείς. Σε παρόμοιο δρόμο κινδυνεύει να βαδίσει άλλη μία βιβλιοθήκη Ιδρύματος, αυτή του Ευγενίδου. Μια από τις σημαντικότερες και δυναμικότερες βιβλιοθήκες των τελευταίων χρόνων, που ανέπτυξαν χαμηλόφωνα αλλά ουσιαστικά και εντυπωσιακά υπηρεσίες και υλικό, και αποτελεί τη δεύτερη (αν όχι πρώτη) επιλογή για κάθε πολίτη του λεκανοπεδίου της Αττικής να δανειστεί βιβλία ή να τα μελετήσει σε ευχάριστους και κατάλληλους χώρους. Η μόνη μη δημοτική δανειστική βιβλιοθήκη για όλους στο Λεκανοπέδιο απέλυσε πρόσφατα δύο βιβλιοθηκονόμους (το Ευγενίδειο έχει απολύσει και άλλους εργαζόμενους τον τελευταίο καιρό) και υπάρχει φόβος πως θα υπάρξουν και άλλες απολύσεις στο μέλλον. Κατά την εκτίμηση ανθρώπων του κλάδου οι απολύσεις είναι συνέπεια της γειτνίασης με τη Νέα Εθνική Βιβλιοθήκη του ΙΣΝ και της δημόσιας δανειστικής βιβλιοθήκης που θα περιέχει, η οποία φέρεται να επηρεάζει τη διοίκηση του Ιδρύματος Ευγενίδου στην αντίληψή της για το ρόλο, τη χρησιμότητα και τη χρηματοδότηση της βιβλιοθήκης τους.
  

Το τρίτο φρούτο αυτής της ιστορίας είναι φρέσκο, δεν είναι κάτι καινούριο, δεν φαίνεται να επιδιώκει καμιά πρωτοτυπία – μάλλον εμφανίζεται με έναν υπεροπτικό νέο-συντηρητισμό – έκανε ωστόσο μια χολιγουντιανού τύπου εμφάνιση στις πολιτιστικές σελίδες τόσο της «Καθημερινής» όσο και της «Αυγής» και λέγεται «Ιστορική Βιβλιοθήκη Ιδρύματος Αικ. Λασκαρίδη». Πλούσιο «περιτύλιγμα», ένας πανέμορφος αρχιτεκτονικά χώρος, σπουδαία ονόματα ιδιωτικών συλλογών (αν και εδώ που τα λέμε, λίγο σόλοικο να ανακοινώνεις δωρεές που ακόμη δεν τις έχεις βάλει στο χέρι), παχιά λόγια και μεγαλοστομίες (πχ.: «Καμία πανεπιστημιακή ή ακαδημαϊκή βιβλιοθήκη, από τον 15ο αιώνα και μετά, δεν κατόρθωσε να διαθέτει σε βιβλιογραφικό επίπεδο την απαραίτητη πληρότητα που να καλύπτει συγκεκριμένο πεδίο γνώσης, σε σύγκριση και σε συνάρτηση με τη βιβλιοθήκη ενός λογίου»), αλλά και «κρυμμένες» λεπτομέρειες: σιδερένιες βέργες στα ράφια των βιβλιοθηκών δεν επιτρέπουν να πάρεις το βιβλίο, ωράρια επισκέψεων περιορισμένα και μόνο μετά από επικοινωνία, μη βιβλιοθηκονομική επεξεργασία του υλικού. Η Ιστορική Βιβλιοθήκη του Ιδρύματος Αικ. Λασκαρίδη φαίνεται να διαφημίζει τους δωρητές, αλλά όχι τα βιβλία τους, φαίνεται να αντιλαμβάνεται τη βιβλιοθήκη ως εύθραυστη κιβωτό και όχι ως λειτουργικό χώρο, φαίνεται να αντιμετωπίζει το βιβλίο όχι ως αντικείμενο προς χρήση αλλά ως έκθεμα. Με την επικοινωνιακή και οικονομική δυναμική της δρα παραπλανητικά και αλλοιώνει το μήνυμα και την αξία της έννοιας της βιβλιοθήκης με πιο «αποτελεσματικό» τρόπο από οποιονδήποτε άλλο – το μήνυμά της φτάνει σε πολλούς, τους συναντά έτοιμους να αποδεχτούν την εικόνα και τον εξωτισμό αυτού του φρούτου.

Οι σημερινές συνθήκες εντός κι εκτός Ελλάδος στο χώρο των βιβλιοθηκών είναι δυστυχώς αδυσώπητες τα τελευταία χρόνια της κρίσης. Στην Ελλάδα ενώ αναμένουμε τα φιλόδοξα σχέδια για το δίκτυο βιβλιοθηκών που θα συγκροτήσει η Νέα Εθνική Βιβλιοθήκη, γνωρίζουμε ότι οι βιβλιοθήκες συνολικά χρηματοδοτούνται οριακά, αδυνατούν να αγοράσουν νέο υλικό στο σύνολό τους, είναι εξαιρετικά υποστελεχωμένες μετά από τις απολύσεις όλων των συμβασιούχων που εργάζονταν σε αυτές και τις συνταξιοδοτήσεις του όποιου ειδικευμένου ή μη μόνιμου προσωπικού τους, οι σχολικές είναι ουσιαστικά καμένη γη, οι ιατρικές και νοσοκομειακές βασίζονται στον… πατριωτισμό των λιγοστών ειδικευμένων, οι παιδικές είναι κλειστές, οι ερευνητικές αδυνατούν να ακολουθήσουν βιβλιογραφικά τις εξελίξεις, οι πανεπιστημιακές άλλοτε έχουν κι άλλοτε όχι πρόσβαση στις βάσεις δεδομένων και στα ηλεκτρονικά περιοδικά… Ακόμη κι αν ξέρουμε να περιγράψουμε την κατάσταση, αδυνατούμε να την μετατρέψουμε όμως σε αμείλικτους αριθμούς: πόσες βιβλιοθήκες έκλεισαν στην Ελλάδα; Πόσοι εργάζονταν και πόσοι εργάζονται σε αυτές; Πόσα δαπανώνται για αγορά υλικού, εξοπλισμό και λειτουργικά έξοδα; Ποιος είναι ο πληθυσμός που εξυπηρετούν; Ποιο ποσοστό της επικράτειας καλύπτει η λειτουργία τους; Ποτέ δεν μπορέσαμε να περιγράψουμε με αριθμούς την κατάσταση, ούτε καν τις εποχές που τα ΕΣΠΑ μοιράζονταν αφειδώς, όπου και όπως μοιράζονταν.


Αντίθετα, στο Ηνωμένο Βασίλειο τα πράγματα περιγράφονται – και ας μην βιαστούμε να πούμε «άλλο η Βρετανία». Το BBC News σε άρθρο του για τις βρετανικές βιβλιοθήκες στις 29 Μαρτίου παρουσιάζει με απόλυτο τρόπο τη ζοφερή κατάσταση των βιβλιοθηκών στη Γηραιά Αλβιόνα: τα τελευταία 5 χρόνια το κλείσιμο εκατοντάδων βιβλιοθηκών (στο πλαίσιο ισχυρών περικοπών) είχε ως άμεση συνέπεια τη μείωση του συνολικού προσωπικού των βιβλιοθηκών κατά το ¼ . 343 βιβλιοθήκες (κτίρια και κινητές) έκλεισαν, 232 συγχωνεύτηκαν, και 111 αναμένεται άμεσα να κλείσουν. Ο αριθμός του προσωπικού ήταν 31.977 το 2010 και 24.044 σήμερα. Την ίδια στιγμή μια εντυπωσιακή άνοδος των εθελοντών φαίνεται να προσπαθεί να αντικαταστήσει την έλλειψη: 15861 άμισθοι/εθελοντές εργάστηκαν στις βιβλιοθήκες της Βρετανίας το 2010, οι διπλάσιοι (31403) το 2015. Επιπλέον στοιχεία φαίνεται να προκύπτουν και να καταγράφουν πολύ κακές εξελίξεις και στις συνήθειες των χρηστών των βιβλιοθηκών: μειώθηκε κατά 2/3 ο χρόνος που περνούν στους υπολογιστές των βιβλιοθηκών, σχεδόν σε κάθε περιοχή του Ηνωμένου Βασιλείου μειώθηκαν οι δανεισμοί του υλικού.

Φαίνεται πως τα διάφορα πειράματα που δοκιμάζονται εντός κι εκτός Ελλάδας για να αντιμετωπιστούν οι συνέπειες της Κρίσης και των φιλελεύθερων πολιτικών για περικοπές στη χρηματοδότηση των πολιτιστικών οργανισμών δεν έχουν τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Στην καλύτερη περίπτωση αποτελούν πρόσκαιρο μαξιλάρι, στη χειρότερη βασικό μοχλό ιδιωτικοποίησης (μέσω συμπράξεων με εταιρείες και υιοθεσίας από χορηγικά ιδρύματα) και αλλοίωσης του παιδευτικού, κοινωνικού και πολιτιστικού τους ρόλου. Αξίζει επομένως να επιστρέψουμε τον προβληματισμό και τη μαχητική διεκδίκησή μας στην απαίτηση για δημόσιες βιβλιοθήκες, πλήρως εξοπλισμένες, σύγχρονες, δωρεάν και πλήρως στελεχωμένες και να μην σπαταλάμε τις δυνάμεις μας σε λύσεις-ασπιρίνη. Για να το πούμε επιγραμματικά: οι χορηγίες και ο εθελοντισμός είναι ασπιρίνη που δεν γιατρεύει τον καρκίνο των πολιτιστικών οργανισμών. Αν νομίζουμε εμείς και οι κυβερνήσεις πως η ασπιρίνη θα πολεμήσει την αρρώστια κάνουμε μεγάλο κακό, όχι μόνο γιατί δεν εργαζόμαστε για την αντιμετώπιση των προβλημάτων, αλλά και γιατί συνεργούμε στη διαιώνιση και την επιδείνωση της κατάστασης.