Ιδρωμένες μέρες και παντζούρια κλειστά που τεμαχίζουν το αδυσώπητο φως σε λωρίδες. Τσαλακωμένα σεντόνια, παιδικά καλοκαίρια χωρίς σχολείο, θάλασσα, βερίκοκο, βιβλία ανοιχτά, γυμνά μέλη. Λέξεις αποδράσεων, που δραπετεύουν κι αυτές. Γιατί οι λέξεις, αν τις ρωτούσες, θα προτιμούσαν να είναι ελεύθερες, να μην τις δεσμεύεις σε μια προσδοκία, γιατί δεν θα ζήσουν για πολύ σε ένα χαρτί ή σε μια υπόσχεση. Προτιμώ να μην σκέφτομαι, ξαπλώνω και κοιμάμαι αμέσως μην με προλάβει η λύπη. Ο κόσμος έχει θολώσει ή το βλέμμα μου. Θα γυρίσω τα μάτια προς τα μέσα μου – διπλό το όφελος.
Τα καλοκαίρια πάντα είχαν μια αφόρητη σωματικότητα - εύθραυστη κι ευάλωτη στο χρόνο.
Κάθονταν στην τελευταία σειρά καθισμάτων του αστικού λεωφορείου. Εκείνος είχε απλώσει το δεξί του χέρι και την είχε αγκαλιάσει από πίσω, είχε σκύψει προς το μέρος της και κάτι της έλεγε. Τον έβλεπα από το αυτοκίνητο που ακολουθούσε για αρκετή ώρα κι ήταν σαν μια κινηματογραφική οθόνη που κάπως πρόβαλλε μια ιδιωτική στιγμή. Μέχρι που το λεωφορείο ανέπτυξε ταχύτητα και χάθηκε στην ανηφόρα της μέρας.
Μέσα στο παλιό, κόκκινο μίνι κούπερ: ο μπαμπάς οδηγάει, δίπλα του κάθεται η μαμά και πίσω δυο γιοι. Το αυτοκίνητο ασφυκτιά σαν ένα γέλιο έτοιμο να εκραγεί. Είναι νωρίς το πρωί. Προφανώς πάνε τα παιδιά τελευταία μέρα στο σχολείο πριν το καλοκαίρι.
Σκέφτομαι πως κάτι συμβαίνει – δεν ξέρω τι – και κάποιες στιγμές η ψυχή μου αιχμαλωτίζεται σε κάποια κοινότοπα στιγμιότυπα της ζωής που εύκολα περνάνε και χάνονται. Και είναι παράδοξο πόση ευτυχία με πλημμυρίζουν αδιάφορα στην υπόλοιπη τοξικότητα των ανθρώπινων σχέσεων.
Ήταν περίπου χθες που ζαλωνόταν
μια μεγάλη τσάντα και έμπαινε στο μεγάλο σχολείο – αρκετά ψαρωμένος και πολύ
μικρός: μια τσάντα με πόδια. Κι από χθες πέρασαν έξι χρόνια κι εκείνος μεγάλωσε
και θα βγει από το μεγάλο σχολείο σε λίγες μέρες κι είναι λίγο άβολο όλο αυτό
γιατί βέβαια τίποτα δεν διαρκεί για πάντα κι όσο κι αν αυτό κάνει ενδιαφέρουσα
τη ζωή την κάνει και σύντομη. Ξέρω πως τα ορόσημα είναι στα μυαλά τα δικά μας,
των ενηλίκων εννοώ. Θα ήθελα ο παππούς του να τον δει στην τελική γιορτή της Έκτης
αδιάφορο έφηβο να ετοιμάζεται χωρίς να ξέρει για το γυμνάσιο, να αφήνει πίσω
του κάπως αρκετά κομμάτια της παιδικής ζωής. Όμως ο παππούς έφυγε και δεν θα
τον δει και σε άλλα ορόσημα της ζωής του, που εκείνος δεν θα ξέρει πως είναι
περάσματα σε μια επόμενη φάση και γκρεμισμένες γέφυρες του παρελθόντος. Ζω πάλι
αυτή την παιδική ευτυχία, ή αν θες καλύτερα, την ξαναθυμάμαι. Πονάει αυτή η τύχη
να έχεις παιδιά και να θυμάσαι την παιδική σου ευτυχία μέσα από τη δική τους ευτυχία.
Πονάει γιατί ξέρεις τη μοναδικότητά της και είναι ευλογία (δεν μου αρέσουν διάολε
οι μεταφυσικοί όροι – αλλά μου ξεφεύγουν) να την αποχαιρετάς συνειδητά.
Ήταν περίπου χθες, όμως τα χρόνια
αυτά ήταν γεμάτα. Ίσως πιο πλούσια από όσο τα πρόβλεψα. Δεν τα αφήσαμε κι εμείς
απλά να περάσουν – ξοδέψαμε αν το σκεφτείς πολλές δυνάμεις για να τον προστατέψουμε
και να τον δυναμώσουμε, εξαιρώντας τον αρκετά από τους δικούς μας αγώνες και τις
αγωνίες αυτής της σακατεμένης εποχής. Δεν τον κλείσαμε στη γυάλα με τα ζαχαρωτά,
αλλά τον αφήσαμε να ζήσει αυτά τα χρόνια της ξεγνοιασιάς κλέβοντας το γλυκό μέσα
απ΄ το βάζο. Αλλά είπαμε, okτα ορόσημα είναι η δυστυχία των ενηλίκων. Για εκείνον η συνέχεια
έχει ακόμη περισσότερο ενδιαφέρον. Και για εμάς μαζί του. Και είναι και η μικρή.
Που θα συνεχίσει το δημοτικό – έχει άλλα 5 χρόνια μπροστά της.
Εντάξει. Μην πεις τίποτα. Σκέψου
μονάχα πως με έπιασε μια στιγμιαία αδυναμία, πως λύγισα για λίγο που ο Κωστής
τελειώνει το δημοτικό σχολείο. Σε λίγες μέρες.