Δευτέρα 16 Ιανουαρίου 2017

Αχαρνών, Γενάρης του '17


Υπάρχουν στιγμές μέσα στη μέρα, μέρες μες στην εβδομάδα που είσαι κάπως αλλοπαρμένος. Αυτό ακριβώς: σαν να σε παίρνουν μαζί τους άλλα πράγματα από την καθημερινότητα, τις υποχρεώσεις και τις χαρές σου, τα πρόσωπα και τα κτίρια γύρω σου. Σαν να περπατάς σε καθρέπτες, σαν να είσαι ξύπνιος μέσα σε όνειρο, δηλαδή περίπου αυτού του κόσμου. Είναι που τότε γίνεσαι ευάλωτος, τα πάντα γύρω σου σε πονάνε, μπαίνουν εντός σου με όλη την ένταση της ζωής. Είναι οι ώρες που θα μπορούσες να γράψεις παραμύθια, να φτιάξεις μικρές ποιητικές ιστορίες, να ρηγματώσεις το χρόνο και την αλήθεια με δικές σου φαντασίες. Είναι οι ώρες που μπορείς να αφηγηθείς, που μπορείς να δραπετεύσεις.

Περπατάς στην Αχαρνών. Τον αγαπάς αυτό το δρόμο. Την ευθεία του, τις μυρωδιές, την ποικιλία των ανθρώπων του, τα ρημαγμένα κτήριά του, τις πολυκατοικίες του. Κι είναι μια Δευτέρα του Ιανουαρίου. Βρεγμένη και κρύα. Σκέφτεσαι τα αγάλματα που είδες στη Βικτώρια, την πάλη του Θησέα με τον Ευρυτίωνα για την Ιπποδάμεια,  και τα φαντάστηκες να δραπετεύουν από το βάθρο και την πάλη που κάποιο χέρι γλύπτη τα καταδίκασε κάποια στιγμή. Σκέφτεσαι τα αγάλματα που είδες να παλεύουν, τώρα να κάνουν έρωτα, να τρέχουν στη νοτισμένη πλατεία αφηνιασμένα και να γελούν να γελούν να γελούν. Σκέφτηκες παραμύθια και ιστορίες των ανθρώπων αυτού του δρόμου: θανάτους, ξενιτεμούς, διαψεύσεις, κάθε είδους χωρισμό και συνάντηση. Ο γιος σου σου είπε χθες το βράδυ πως δεν του αρέσει οι ιστορίες να έχουν κακό τέλος κι εσύ ήθελες να του πεις πως το κακό δεν έχει τέλος. Όμως του είπες πως οι ιστορίες με κακό τέλος είναι πιο ενδιαφέρουσες και πως μια ιστορία με καλό τέλος μπορεί να την ξεχάσεις, μια ιστορία με κακό ποτέ.

Μπήκες στο τραίνο. Στριμώχτηκες. Οι άνθρωποι στριμώχνονται στα τραίνα. Κοιτάς το πρόσωπό σου που καθρεφτίζεται στην πόρτα. Και μαζί με σένα κοιτάς και τα άλλα πρόσωπα. Και λες πως αυτό είναι ένα εφήμερο πορτραίτο. Σε λίγο, στον επόμενο σταθμό, θα χαθεί. Χιλιάδες πορτραίτα που ζούνε για λίγο ταξιδεύουν στα τραίνα. Μια μέρα να γράψουμε ένα ποίημα για τα πορτραίτα που ζούνε για λίγο.


Κι ύστερα στο σταθμό που κατεβαίνουν οι άνθρωποι βλέπεις μια οικογένεια προσφύγων: τρία παιδιά, μια μάνα με μαντίλα στο κεφάλι. Ο πατέρας φοράει ένα δερμάτινο μπουφάν. Τους παρακολουθείς και σκέφτεσαι τη ζωή τους σε αυτή την πόλη, σε αυτή τη χώρα, και το βλέμμα τους σε νικάει. Έχουν φύγει από τον κόσμο τους, όχι γιατί δραπέτευσαν, αλλά γιατί του ξερίζωσαν. Κι ύστερα λες πως είναι μεγάλη η πολυτέλειά σου να ζεις κι έξω από τον κόσμο ετούτο, με τα βιβλία και τις φαντασίες σου και τα σχέδια για παραμύθια και ιστορίες. Πολύ σου πάει φιλαράκο να ονειρεύεσαι, πολύ σου πάνε τα αγάλματα που κάνουν έρωτα και όχι πόλεμο στην πλατεία. Άει στο διάολο πια που νομίζεις πως ο κόσμος είναι μια ιστορία που ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.

***
ο πίνακας είναι του Alexey Kondakov

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου