Ήταν ένα ανοιξιάτικο απόγευμα, σουρούπωνε. Οι νεραντζιές
σκορπούσαν το ανθισμένο άρωμά τους στους περαστικούς, χίπστερ, νοικοκυραίους,
εφήβους, ντόπιους και τουρίστες. Στον πεζόδρομο ξαπλωμένη η πραμάτεια των
ρακοσυλλεκτών, πεσμένη σε πεδίο μάχης, ξεκοιλιασμένη, χρησιμοποιημένη, σαν τα
φλούδια που φτύνεις των ξηρών καρπών ή σαν τους νεκρούς ήρωες μιας πατρίδας. Σπασμένα
τηλέφωνα, τοστιέρες, φορεμένα παπούτσια, τσίτια, τσαλακωμένες τράπουλες, τραυματισμένα
μπιμπελό.
Ήταν ένας άντρας, λερός, γύρω στα 60, είχε ένα ραδιοφωνάκι
ανοιχτό, το πουλούσε κι αυτό. Την ώρα που περνούσα έπαιζε ένα τραγούδι του
Καζαντζίδη, αργό, βαρύ, βασανισμένο. Γύρισε απότομα, έγειρε μπροστά σαν τα δέντρα
που λυγάνε στον άνεμο, σήκωσε αργά τα χέρια, σαν να πετά και χόρεψε. Κι ήταν ο
χορός του ακροβασία, παιχνίδι θανάτου. Σιωπηλός, μοναχικός σαν τη νύχτα που μάτωνε
τον ορίζοντα στο βάθος. Σαν την ανάσα που σβήνει.
Πώς να χωρέσει σε ένα παραμύθι;
Μια χαρά το χωρέσατε!
ΑπάντησηΔιαγραφήΣτη θέση σας ίσως έγραφα κατ' εξαίρεση τον τίτλο με κεφαλαία, ν' αποφασίζει ο αναγνώστης για τη θέση του τόνου: Έρμου ή Ερμού
Όταν διαβάζω (ακόμα κι όταν γράφω) ανάλογο κείμενο σκέφτομαι την υποδοχή που θα είχε από τον ίδιο τον ήρωα της ιστορίας.
Νομίζω πως θα του ήταν αδιάφορο το κείμενο, η περιγραφή. Καταρχάς γιατί μια περιγραφή ενός ανθρώπου δεν είναι ο άνθρωπος που περιγράφεται, ή μάλλον είναι τόσο ο άνθρωπος που περιγράφεται όσο και ο άνθρωπος που τον περιγράφει.
ΑπάντησηΔιαγραφήΈτσι ακριβώς - γι' αυτό απορώ για το βλέμμα και την υποδοχή από τον ορώμενο - η περι- γραφή είναι κάτι άλλο.
ΑπάντησηΔιαγραφή