Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας πρίγκηπας που ζούσε φυλακισμένος σε έναν πύργο ψηλό. Οι φωνές των ανθρώπων και τα βλέμματα που ανταλλάσσουν στον πόθο και τον πόνο τους δεν έφταναν εκεί πάνω, και με τα χρόνια όλοι λησμόνησαν την παρουσία του - γιατί όποιον δεν ποθείς κι όποιον δεν σκοτώνεις, σαν νεκρό τον αφήνεις πίσω σου και συνεχίζεις. Στη γαλάζια μοναξιά του ο πρίγκηπας έμαθε με τον καιρό να μιλά τη γλώσσα των πουλιών. Όταν η ψυχή του τον βάραινε, τιτίβιζε, κι οι φτερωτοί του φίλοι ακουμπούσαν στο παράθυρό του και του 'λεγαν τα νέα της πολιτείας: πολέμους, γάμους, θησαυρούς, έρωτες, γεννήσεις και θανάτους. Κι εκείνος τους χάριζε ρώγες σταφύλι και τους αποχαιρετούσε. Κι ύστερα καθόταν σκυφτός σε ένα ξύλινο τραπέζι γεμάτο χαρτιά κι έφτιαχνε ιστορίες και παραμύθια με όσα του είχαν πει. Κι όταν τελείωνε, τσαλάκωνε και πετούσε τα χαρτιά από το παράθυρο κι εκείνα πριν πέσουν στη γη γίνονταν πουλιά που φτερούγιζαν πάνω από την πολιτεία και κρυφάκουγαν τα πάθη των ανθρώπων.
***
Ο πίνακας είναι του Stanislaw Eleszkiewicz.