Κάποτε, στην άκρη του καιρού, μια γυναίκα καθόταν σε μια κουνιστή πολυθρόνα. Την είχε πάρει ο ύπνος, στα χέρια της κρατούσε ένα βιβλίο, τα μάτια της ήταν κλειστά κι ένα χαμόγελο σχεδόν ανεπαίσθητο ζωγραφιζόταν στο πρόσωπό της. Μέσα στο όνειρό της ένας γυμνός άνδρας ήρθεπρος το μέρος της, την πήρε από το χέρι και για ώρα περπατούσαν σε ένα λιβάδι γεμάτο παπαρούνες, ο ήλιος του απογεύματος χάιδευε στοργικά το περίγραμμα των σωμάτων τους, ένα πουλί γλυκά κελαηδούσε. Το τραγούδι του πετούσε στον αέρα, μαστίγωνε την ησυχία των νεκρών, έδινε ρυθμό στις πεταλούδες και τρύπωνε στα λαγούμια των ποντικών του αγρού που σε ένα παλιό παραμύθι μάζεψαν μια μέρα δυο αλλαξιές ρούχα και κίνησαν για τη μεγάλη πόλη, να πάνε επίσκεψη στους συγγενείς τους που έμεναν εκεί. Οι ποντικοί της πόλης ζουν στους υπονόμους που καταλήγουν στη θάλασσα, εκεί ξερνάνε τις βρωμιές των ανθρώπων αυτά τα τεράστια σκουλήκια. Τα σκουλήκια ροκανίζουν το χρόνο αθόρυβα – σε λίγο θα φτάσουμε στην άκρη του καιρού. Χωρίς να το πάρουμε χαμπάρι καλά-καλά.
***
ο πίνακας είναι του Ernst Ludwig Kirchner
Η μαγεία της εκκίνησης μου έφερε στο νου αυτό:
ΑπάντησηΔιαγραφήhttp://www.lifo.gr/team/bookroom/28663