Πριν από χρόνια ξύπνησα ένα πρωί. Έμενα τότε στα προσφυγικά της Αλεξάνδρας, το κρεβάτι μου ήταν δίπλα στο παράθυρο και πάντα κοιμόμουν με ανοιχτά τα παντζούρια. Το φως του ήλιου έμπαινε το πρωί μέσα στο σπίτι χαϊδεύοντας σιγά-σιγά το κρεβάτι, το χαλί, τα βιβλία και τα ρούχα μου κι όλα ξυπνούσαν. Πρέπει να έβγαινα από κάποιο υπέροχο όνειρο γιατί με το που άνοιξα τα μάτια μου ένιωσα μια παράδοξα έντονη ευτυχία που ήμουν ζωντανός. Ξαπλωμένος στο πλάι κοιτούσα τα δάχτυλα του χεριού μου να λούζονται στο φως και ήμουν χαρούμενος, τα κουνούσα και με εντυπωσίαζε το θαύμα της ζωής κι η ομορφιά τους. Νομίζω πως δεν έχω νιώσει πάλι τόση ευτυχία.
Ανακαλώ καμιά φορά αυτή τη μνήμη γιατί μου θυμίζει πώς
αξιολογώ εγώ τη ζωή, τι θεωρώ σημαντικό, τι πραγματικά θέλω από αυτήν. Καθώς
ξοδεύομαι σε ένα διαρκές και αδιάκοπο και αγχωτικό πηγαινέλα με ανθρώπους και ρόλους
και υποχρεώσεις, άλλοτε με τεντώνουν επικίνδυνα και άλλοτε με καλοπιάνουν με
μικρές χαρές, νομίζω πως επιταχύνω το χρόνο – που ούτως ή άλλως είναι μετρημένος,
συγκεκριμένος, αμετάκλητος. Ξέρω πως για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολλή και πως οι εποχές μας συντηρούν απλά το πνεύμα της επανάστασης και δεν δουλεύουν
γι’ αυτήν (όσο αναγκαία και αν είναι). Ουσιαστικά περιφρονώ τους ανθρώπους της απραξίας
και θαυμάζω τους ανθρώπους της δράσης – αν και πια ξέρω πως οι τελευταίοι δεν είναι
καλύτεροι από τους άλλους, είναι απλά χαλασμένοι, σαν τους ποιητές και αυτοί: φτιαγμένοι και καταδικασμένοι να δρουν. Η δράση είναι αδυσώπητος
αγώνας, σε δοκιμάζει, σε θέλγει, σε νικάει, σε ενθαρρύνει, σου χαρίζει το σώμα της
αλλά όχι την ψυχή της. Προτιμώ την ποίηση – αν μπορούσα να την κάνω δική μου
νομίζω πως θα ξανάνιωνα την ευτυχία εκείνου του πρωινού. Γιατί η ποίηση είναι ο
κόσμος που ονειρευτήκαμε και φτιάξαμε, αν υπάρχει είναι ένα θέμα που κανέναν (πόσο
μάλλον εμάς) δεν ενδιαφέρει. Η τέχνη είναι νομίζω τρυφερή και βίαιη μαζί. Η δράση
είναι μόνο βίαιη, και η απραξία σοφή, δεν θέλω να είμαι ούτε βίαιος ούτε σοφός.
Μου αρέσουν τα παραμύθια. Για την τρυφερή και βίαιη ειρωνεία
τους μου αρέσουν, που νοιάζεται για τους αγώνες των ανθρώπων χαρίζοντας τη νίκη
πάντα στο καλό, αλλά που στο τέλος με αυτό το «ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα»
κλείνει το μάτι στο αναπόφευκτο παιχνιδιάρικα.
***
Ernst Ludwig Kirchner
***
Ernst Ludwig Kirchner
Και ..."οι λέξεις που 'βαζαν φωτιά γίνονται πάλι λέξεις" (Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος)
ΑπάντησηΔιαγραφή