Ένας άντρας νύσταζε πάντα πάρα πολύ. Ευθύς μόλις ξυπνούσε, ξεκινούσε το βασανιστήριο της αναγκαστικής αγρύπνιας γι' αυτόν. Έπρεπε με κάθε τρόπο να μείνει ξύπνιος, στιγμή να μην κλείσει τα μάτια του, ούτε στο μετρό, ούτε στη δουλειά, ούτε στα μαγαζιά ή στα σούπερ μάρκετ. Οι υπόλοιποι άνθρωποι γύρω του τον κοιτούσαν έκπληκτοι ή θυμωμένοι, όποτε έκανε κάπως να γείρει το κεφάλι του στο τζάμι του τρένου, να ξεκουραστεί σε μια αναπόληση, να κλείσει για λίγο τα μάτια του στο κάθισμα μιας αναμονής ή να ξαπλώσει στις σελίδες του βιβλίου που διάβαζε. Κάποιοι φρόντιζαν να τον σπρώχνουν με τα χέρια τους ή ακόμη και να φωνάζουν απότομα και δυνατά, για να τον ξυπνήσουν, να τον απομακρύνουν από του ύπνου τα απάνεμα λιμανάκια.
Ώσπου ένα πρωί ξύπνησε, ντύθηκε, ήπιε έναν βιαστικό καφέ και βγήκε στης πόλης τους δρόμους - πράγματα που έκανε βέβαια κάθε μέρα. Όμως σαν κάποιος να τους είχε αφαιρέσει τη συνηθισμένη βουή, σαν κάποιος να είχε οδηγήσει των ανθρώπων τα βήματα σε κάποιο άγνωστο τόπο μακρυά κι έξω από αυτήν. Η πόλη έμοιαζε άδεια. Ο άντρας περπατούσε στην αρχή παραξενεμένος, ύστερα φοβισμένος, αναζητούσε απελπισμένα έστω μια ανθρώπινη μορφή, αλλά μάταια: δεν συνάντησε κανέναν. Άρχισε να μπαίνει σε σπίτια, σε μαγαζιά, ιατρεία, σχολεία και σταθμούς, δεν σταμάτησε στιγμή να ψάχνει έναν άνθρωπο. Μετά από χρόνια συνάντησε σε μια βιβλιοθήκη ένα κορίτσι να κοιμάται ακουμπισμένο σε ένα τραπέζι αναγνωστηρίου κι η ευτυχία του ήταν τόση που άρχισε να την σπρώχνει με τα χέρια του και να της φωνάζει "ξύπνα... ξύπνα... ζουν άνθρωποι έξω απ' τα όνειρα".
Και πετάχτηκε. Τα μάτια του άνοιξαν απότομα, αφήνοντας το αδυσώπητο φως να μπει εντός τους, η βουή ορμητικά τον κύκλωσε σαν να επιχειρούσε να του αποκλείσει κάθε δίοδο διαφυγής, η κίνηση γύρω του όρισε το δικό του χώρο στον κόσμο με τη μεγαλύτερη σαφήνεια των συνόρων. Οι άνθρωποι τον χτυπούσαν και του φώναζαν, κι όταν αυτός συνήλθε πια, απότομα, σαν να μην είχε προηγηθεί τίποτα, συνέχισαν κανονικά τη ζωή τους. Αγνοώντας τον.
*
ο πίνακας είναι του Hugo Scheiber