Παρασκευή 18 Ιουνίου 2021

δεκαοχτώ ιουνίου στο εμβολιαστικό κέντρο


Υπάρχουν φράσεις στα κείμενα, κυρίως τα λογοτεχνικά, που σε γραπώνουν. Σε κρατούν αιχμάλωτο για λίγο ή για μια ζωή, στην ουσία ποτέ δεν σε αφήνουν εντελώς ελεύθερο, κάτι από την ακεραιότητά σου συγκατοικεί πια με έναν ξένο, γίνεσαι ολοένα και πιο ευρύχωρος ξενιστής των στοιχειωμένων εικόνων που η ζωή απλόχερα σου χαρίζει, σαν τα παιδιά που φεύγουν από τη γονική εστία είναι πια η συνείδησή σου: δική σου, αίμα, σπλάχνα σου, αλλά και αποκλίνουσα από τη ζωή σου. Η ζωή του καθενός μας είναι η απόκλιση από τη ζωή και η επίμονη, αλλά μάταιη, αγωνία να αποτρέψουμε αυτό τον προορισμό.

Σήμερα το απόγευμα στο εμβολιαστικό κέντρο. Περιμένω την Κ. στην Κηφισίας. Δεκάδες μεσήλικες στη σειρά, 45-49 χρόνων. Θυμίζει κέντρο παρουσίασης νεοσυλλέκτων, μια νέα κλήση τούς έχει στοιχίσει σε μια αναγκαστική στράτευση, ξέχωρα από το σύνηθες συνονθύλευμα των ηλικιών που θολώνει τις ταξινομήσεις και μπερδεύει τη μοναξιά. Παρατηρώ κουρασμένα πρόσωπα, κάποια εμφανώς αγχωμένα, κυρίως όμως κουρασμένα. Και το δικό μου πρέπει να έχει την ίδια έκφραση της ρωγμής, της μιας κάποιας τραυματισμένης αποδοχής, της αμφιβολίας. Δεν ξέρω πώς αλλιώς να στο πω, αλλά τα πρόσωπα των συνομηλίκων μου δεν κραύγαζαν θράσος, έρωτα, υγεία, ορμή. Παρατηρώ λοιπόν τις ρωγμές τους από τη δική μου ρωγμή, μέχρι που το βλέμμα μου σταματά σε έναν άντρα. Κρατά τη μητέρα του από το χέρι, εκείνη τον οδηγεί στην πορεία προς τον εμβολιασμό. "Θα 'ναι βλαμμένος", σκέφτομαι, αλλά "ποιος από εμάς δεν έχει βλαφτεί;" μου απαντώ. Κι αφού χαμογελώ σαρκαστικά στην ηχώ της σκέψης μου, αρχίζω να βλέπω γύρω όλους του συνομηλίκους μου να οδηγούνται από τη μανούλα τους! Το χέρι τους δεν μπλέκει μονάχα με το χέρι της, αλλά μοιάζει σαν να είναι επέκτασή του, ή αν θες ένα νέο όργανο της που φυτρώνει και ωριμάζει με τα χρόνια. Και σε οδηγεί. Δεν μπορείς να ξεφύγει, γιατί φοβάσαι.

Ξέρω πως όλα αυτά δεν έγιναν ακριβώς έτσι. Διαβάζω το εκπληκτικό "Τέρας των Χοκλάιν" του Μπρίτιγκαν έξω από τον "Προμηθέα" στην Κηφισίας, Παρασκευή απόγευμα του Ιουνίου. Κάθομαι στο πεζοδρόμιο και περιμένω την Κ. Υπάρχει μια φράση: "Λίγο έξω από το Γκόπβιλ ένας άντρας κρεμόταν από μια γέφυρα πάνω από το ποτάμι. Στο πρόσωπό του υπήρχε ένας ύφος δυσπιστίας, λες και δεν μπορούσε ακόμα να πιστέψει ότι ήταν νεκρός. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι ήταν νεκρός μέχρι που τον έθαψαν.". Με γραπώνει η φράση, προσπαθώ να κρατηθώ στη θέση μου, σηκώνω απελπισμένος το βλέμμα, βλέπω τον 45άρη άντρα, η μάνα του τον κρατάει σφιχτά απ' το χέρι, τον οδηγεί στον εμβολιασμό. "Θα 'ναι βλαμμένος", σκέφτομαι.

***
ο πίνακας είναι του Paul Delvaux

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου