Μία φορά κι έναν καιρό ήταν μια πολιτεία
Που απ’ όλες εξεχώριζε σ’ ολόκληρη τη χώρα
Μια πολιτεία όμορφη, μα πάντα λυπημένη,
Οι άνθρωποι αγέλαστοι, χαζοί και μουτρωμένοι,
Δεν ξέρανε χαμόγελο κι αγάπη τι σημαίνει.
Καθένας τους εκοίταζε μονάχα τη δουλίτσα του,
Η καλημέρα ακριβή σα να ‘τανε χρυσάφι,
Ποτέ δεν παίζαν τα παιδιά στους δρόμους, στην πλατεία,
Ποτέ δεν έγινε γιορτή, χορός και φασαρία,
Της βγήκε και το όνομα: Αγέλαστη Πολιτεία.
Την ξέρω αυτήν την πόλη – εκεί γεννήθηκα. Και θυμάμαι ακόμα κάποια Χριστούγεννα που ήρθαν οι Καλικάντζαροι και έφεραν τα πάνω – κάτω. Τι είναι όμως οι Καλικάντζαροι; Ωχ! Έρχονται! Κρυφτείτε να ακούσουμε.
Είμαστε εμείς τα παιδιά της τρέλας –
Είμαστε όμορφοι με πρόσωπο κοπέλας.
Μωρέ τρελοί είναι! Για δέσιμο! Όμορφοι δεν είναι.
Είμαστε στον κόσμο οι πρώτοι χορευτές –
Είμαστε οι καλύτεροι τραγουδιστές.
Αυτό αλήθεια είναι. Το σωστό να λέγεται.
- Ωωωωωωωωωω
- Ο αρχηγός τους
- Με λένε Μανδρακούλοοοο, με λένε Μανδρακούλοοο
- Τον λένε Μανδρακούλο, τον λένε Μανδρακούλο
- Με λένε Μανδρακούλοοοο, με λένε Μανδρακούλοοο
- Πάρε τον πούλο, πάρε τον πούλο
- Σκάστε βρωμόστομοι, γιατί θα επιβάλω κυρώσεις. Γυρίστε στις δουλειές σας αμέσως τεμπελόσκυλα
Χίλιες φορές μας είχε πει ο παππούς την ιστορία για την παράξενη μοίρα τους. Να πελεκάνε αιώνες τώρα το δέντρο που στηρίζει τον επάνω κόσμο και να το ρίξουν χάμω – πλάααφ! – σαν άδειο μπαλόνι. «Χο χο χο» γέλαγε ο παππούς μου. «Χο χο χο» γελάγαμε και εμείς γιατί τους φανταζόμασταν εκεί κάτω στα έγκατα της γης να κόβουνε οι έρμοι και να τραγουδάνε με τις γαϊδουροφωνάρες τους:
Κόβε πριονάκι μου, η ώρα πλησιάζει.
Χριστούγεννα ζυγώνουνε … το αίμα μας και βράζει!
Οι κακοί άνθρωποι τους φοβούνται και τους σιχαίνονται, γιατί η ασχήμια των καλικάντζαρων τους θυμίζει τη δικιά τους την ασχήμια. Οι καλικάντζαροι το έχουν υπ’ όψιν τους και αυτούς ειδικά τους ανθρώπους διαλέγουν πάντα για να τους κάνουν τα νεύρα … «φυτίλια». Μάλιστα!!! Η μόνη τους διασκέδαση είναι να ανεβαίνουν κάθε Χριστούγεννα πάνω στη γη και να δημιουργούν … έκρυθμες καταστάσεις.
Βγαίνουν τη νύχτα και γυρνούν και κάνουν χίλιες τρέλες,
Στους δρόμους και στα μαγαζιά μπερδεύουν τις ταμπέλες.
Γλιστράνε μες στα σπιτικά από τις καμινάδες
Και μαγαρίζουν τα γλυκά που φτιάχνουν οι κυράδες.
Μπαίνουν μες στα φουρνιάρικα σαν λείπουν οι ψωμάδες
Και χώνουν τις χερούκλες τους μέσα στους λουκουμάδες.
Μαγεύουνε τα ζωντανά κι οι γάτες κελαηδούνε,
Οι κότες νιαουρίζουνε, οι γάιδαροι λαλούνε.
Που απ’ όλες εξεχώριζε σ’ ολόκληρη τη χώρα
Μια πολιτεία όμορφη, μα πάντα λυπημένη,
Οι άνθρωποι αγέλαστοι, χαζοί και μουτρωμένοι,
Δεν ξέρανε χαμόγελο κι αγάπη τι σημαίνει.
Καθένας τους εκοίταζε μονάχα τη δουλίτσα του,
Η καλημέρα ακριβή σα να ‘τανε χρυσάφι,
Ποτέ δεν παίζαν τα παιδιά στους δρόμους, στην πλατεία,
Ποτέ δεν έγινε γιορτή, χορός και φασαρία,
Της βγήκε και το όνομα: Αγέλαστη Πολιτεία.
Την ξέρω αυτήν την πόλη – εκεί γεννήθηκα. Και θυμάμαι ακόμα κάποια Χριστούγεννα που ήρθαν οι Καλικάντζαροι και έφεραν τα πάνω – κάτω. Τι είναι όμως οι Καλικάντζαροι; Ωχ! Έρχονται! Κρυφτείτε να ακούσουμε.
Είμαστε εμείς τα παιδιά της τρέλας –
Είμαστε όμορφοι με πρόσωπο κοπέλας.
Μωρέ τρελοί είναι! Για δέσιμο! Όμορφοι δεν είναι.
Είμαστε στον κόσμο οι πρώτοι χορευτές –
Είμαστε οι καλύτεροι τραγουδιστές.
Αυτό αλήθεια είναι. Το σωστό να λέγεται.
- Ωωωωωωωωωω
- Ο αρχηγός τους
- Με λένε Μανδρακούλοοοο, με λένε Μανδρακούλοοο
- Τον λένε Μανδρακούλο, τον λένε Μανδρακούλο
- Με λένε Μανδρακούλοοοο, με λένε Μανδρακούλοοο
- Πάρε τον πούλο, πάρε τον πούλο
- Σκάστε βρωμόστομοι, γιατί θα επιβάλω κυρώσεις. Γυρίστε στις δουλειές σας αμέσως τεμπελόσκυλα
Χίλιες φορές μας είχε πει ο παππούς την ιστορία για την παράξενη μοίρα τους. Να πελεκάνε αιώνες τώρα το δέντρο που στηρίζει τον επάνω κόσμο και να το ρίξουν χάμω – πλάααφ! – σαν άδειο μπαλόνι. «Χο χο χο» γέλαγε ο παππούς μου. «Χο χο χο» γελάγαμε και εμείς γιατί τους φανταζόμασταν εκεί κάτω στα έγκατα της γης να κόβουνε οι έρμοι και να τραγουδάνε με τις γαϊδουροφωνάρες τους:
Κόβε πριονάκι μου, η ώρα πλησιάζει.
Χριστούγεννα ζυγώνουνε … το αίμα μας και βράζει!
Οι κακοί άνθρωποι τους φοβούνται και τους σιχαίνονται, γιατί η ασχήμια των καλικάντζαρων τους θυμίζει τη δικιά τους την ασχήμια. Οι καλικάντζαροι το έχουν υπ’ όψιν τους και αυτούς ειδικά τους ανθρώπους διαλέγουν πάντα για να τους κάνουν τα νεύρα … «φυτίλια». Μάλιστα!!! Η μόνη τους διασκέδαση είναι να ανεβαίνουν κάθε Χριστούγεννα πάνω στη γη και να δημιουργούν … έκρυθμες καταστάσεις.
Βγαίνουν τη νύχτα και γυρνούν και κάνουν χίλιες τρέλες,
Στους δρόμους και στα μαγαζιά μπερδεύουν τις ταμπέλες.
Γλιστράνε μες στα σπιτικά από τις καμινάδες
Και μαγαρίζουν τα γλυκά που φτιάχνουν οι κυράδες.
Μπαίνουν μες στα φουρνιάρικα σαν λείπουν οι ψωμάδες
Και χώνουν τις χερούκλες τους μέσα στους λουκουμάδες.
Μαγεύουνε τα ζωντανά κι οι γάτες κελαηδούνε,
Οι κότες νιαουρίζουνε, οι γάιδαροι λαλούνε.
*********
από τό έργο των Κατσιμίχα "η αγέλαστη πολιτεία και οι καλικάντζαροι"
Μα, χωρίς μουσική υπόκρουση;
ΑπάντησηΔιαγραφήρουμ, παπαρουμ, παπαρουμ, παπαρούνα...
:)))))
Δεν είναι υπέροχο; Και να σκεφτείς ότι ο γιος μου το είχε σκετς πέρυσι στον παιδικό σταθμό... Καταπληκτικό παραμύθι. Μου λείπουν πολύ οι Κατσιμιχαίοι αυτό τον καιρό.
ΑπάντησηΔιαγραφήΡίσκι σκοπεύω να βγάλω αυτές τις μέρες όλο το κείμενο εδώ. Δεν μου αρέσει να βγάζω γιουτούμπι στο ποστ.
Θα μου βγάζεις εσύ στα σχόλια;
"Δεν μου αρέσει να βγάζω γιουτούμπι στο ποστ."
ΑπάντησηΔιαγραφήχτες με έναν κοινό μας φίλο, μιλάγαμε για τον συντηρητισμό της αριστεράς! :ΡΡΡΡ
MERRY CHRISTMAS!
Άσχετο:))))
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαι εγώ σε αγαπώ...
Φυσικά... Άλλωστε, έχω προ πολλού κάνει σαφές ότι, δε μου αρέσει να μη βγάζω γιουτιούμπ στα ποστ. :)))))
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαταπληκτικό!
ΑπάντησηΔιαγραφή[κι ακόμη περισσότερο επειδή είναι χωρίς γιουτούμπι]
Γιώργο, μου έφτιαξες τη διάθεση! :)
ΑπάντησηΔιαγραφήΚάλλιο καλικάντζαρος παρά αγέλαστος άνθρωπος. ;)
Να είστε όλοι καλά. Γρηγόρη θα σε έχω υπόψιν μου όταν έρθει η ώρα της κρίσεως.
ΑπάντησηΔιαγραφή