Να, όλο και κάτι τέτοια κάνουνε … Των Θεοφανείων όμως… «Φέγατε, να φεύγουμε, κι έφτασε ο τουρλόπαπας με την αγιαστούρα του, ο παπάς με αγιασμό, χωριανοί με το θερμό».
Κι έτσι γυρίζουν κακήν – κακώς στον κάτω κόσμο. Αλλά εκεί – ωχ! – συμφορά τους: το δέντρο της γης έχει θρέψει και άιντε πάλι την πριόνα απ’ την αρχή. Και άιντε πάλι οι μαύροι...
Κόβε πριονάκι μου, η ώρα πλησιάζει.
Χριστούγεννα ζυγώνουνε … το αίμα μας και βράζει!
Έτσι γινόταν. Έτσι γινόταν και έτσι θα γίνεται στον αιώνα τον άπαντα. Εκείνη λοιπόν τη χρονιά, κανά δυο μήνες πριν ανέβουν στον απάνω κόσμο καθίσανε και το σκεφτήκανε ώριμα…. Βλέπεις είχαν βαρεθεί πια τόσους αιώνες τα ίδια και τα ίδια. Συζητούσανε μέρες, συζητούσανε και άκρη δεν βγάζανε. Μέχρι που σηκώθηκε ένας μικρός καλικατζαράκος και είπε:
- Εγώ λέω να τους βάλουμε αυτούθ να κάνουνε τιθ βλακείεθ και εμείθ να τουθ βλέπουμε και… να γελάμε. Ποιουθ όμωθ να βρούμε να πειράκθουμε;
Μωρέ δεν κουράστηκαν καθόλου. Τους βρήκαν όλους μαζεμένους στην Αγέλαστη Πολιτεία. Την παραμονή λοιπόν των Χριστουγέννων πέταξαν τα πριόνια, καβάλησαν τις άσπρες χήνες τους και ξεκίνησαν για τον απάνω κόσμο…. Νύχτα… η πράσινη κοιλάδα, κάτασπρη απ’ το χιόνι, κάτασπρη και η Αγέλαστη Πολιτεία. Σε μια πλαγιά, σε ένα ξέφωτο του δάσους, έκαιγε μεγάλη φωτιά. Πάνω στη φωτιά ένα μαύρο στρογγυλό τσουκάλι. Και μέσα στο τσουκάλι έβραζε σιγά-σιγά το μαγικό βοτάνι. Οι καλικάτζαροι κάτι ετοίμαζαν. Πήγαιναν-ερχόντουσαν, πήγαιναν-ερχόντουσαν, καθαρίζανε, φέρνανε κλαδιά, κάνανε περίεργες κινήσεις και τραγουδούσαν νωχελικά:
Βάλτε παντού διπλές φρουρές, κι ο χρόνος δεν μας φτάνει,
Τρελό στήσαμε χορό τριγύρω απ’ το καζάνι.
- «Αχ, παρδαλό μου και ασυνάρτητο σινάφι, μες το τσουβάλι του αυτός μας κουβαλάει ο τραγοπόδαρος με τη φλογέρα του που τρέχει μες τα δάση και γελάει».
Πέθτε λογάκια μαγικά, γλυκά θαν παντεθπάνι,
Και πριν λαλήθει ο πετεινόθ έτοιμο το βοτάνι.
Ρουμ, παπαρούμ, παπαρούμ, παπαρούνα,
Ρουμ, παπαρούμ, παπαρούμ, παπαρούνα,
Τη στύβουμε και κάνουμε ματζούνα
Και ύστερα τη βάζουμε να βράζει
Δεκαοχτώ μερόνυχτα σε σιγανή φωτιά.
Όσο πέρναγε η ώρα το ξέφωτο γέμιζε καλικάντζαρους. Στρατός ολόκληρος από καλικάντζαρους! Έρχονται συνεχώς καινούργιοι, ξεπροβάλλοντας πίσω από τους χιονισμένους λόφους, καβάλα στις χήνες τους. Στρατός ολόκληρος από καλικάντζαρους που χόρευαν σαν μουρλοί γύρω από το καζάνι. Ο Μανδρακούλος, μεθυσμένος, καβάλα ανάποδα σ’ ένα γαϊδούρι, συντόνιζε τη φάση. «Κάντε τούτο, κάντε κείνο, κάντε το άλλο». Όλοι τον «έγραφαν» κανονικά. «Εμπρός», έλεγε στο γαϊδούρι. «Βρε που πας βρε ζωντόβολο;» Γιατί το γαϊδούρι αντί για μπρος, πήγαινε προς τα πίσω. Είχανε πέσει σε έκσταση. Ρέιβ πάρτυ!!!
Ρουμ, παπαρούμ, παπαρούμ, παπαρούνα,
Ρουμ, παπαρούμ, παπαρούμ, παπαρούνα,
Τη στίβουμε και κάνουμε ματζούνα
Και ύστερα τη βάζουμε να βράζει
Δεκαοχτώ μερόνυχτα σε σιγανή φωτιά.
Εκείνο το βράδυ εγώ δεν είχα ύπνο. Στεκόμουνα μπροστά στο παράθυρο και σκεφτόμουνα, άραγε το δώρο μου είχαν πάρει; Και ξαφνικά βλέπω να προσγειώνεται στην αυλή μας μια χήνα που φορούσε ένα κολιέ από ρουμπινια. «Ααααα», της είπα, «τι όμορφη που είσαι! Έλα μέσα». Αυτή μου απάντησε «όχι, έλα εθύ έκθω» και μου έγνεψε ν’ ανέβω στην πλάτη της. Ανέβηκα. Άνοιξε τα φτερά της και πετάξαμε ψηλά πάνω απ’ την πόλη. Αχχ τι όμορφα που ήταν! Εκεί ψηλά κι άλλες χήνες με τους φίλους μου στις πλάτες τους κάνανε κύκλους πάνω απ’ την Πολιτεία που κοιμόταν βαθειά. Ξαφνικά μια χήνα, που ήταν μάλλον αρχηγός, πήρε στροφή και άρχισε να πετάει προς τους λόφους. Μα πού μας πήγαιναν; Σε λίγο κατάλαβα: στο ξέφωτο. Τους είδα. Γύρω απ’ τη φωτιά τους είδα να χορεύουν και να τραγουδάνε. Και καθώς οι χήνες προσγειωνόντουσαν μία-μία πάνω στο χιόνι, πετάχτηκε μέσα απ’ τη φωτιά ένας χοντρός γεροκαλικάτζαρος, ο αρχηγός των καλικάτζαρων ο Μαδρακούλος με τα’ όνομα, και έδωσε ο σύνθημα για το χορό.
- Εμπρός ν’ αρχίσει ο χορός, ν’ αρχίσουνε οι τρέλες,
Ανοίξτε τις ομπρέλες σας – θα βρέξει καραμέλες!
Και έβρεξε ο ουρανός γλυκά και καραμέλες,
Κουβάδες χαρτοπόλεμο, μπαλόνια και κορδέλες.
Και λουκουμάκια έβρεξε, παστέλια και γκοφρέτες,
Παιχνίδια, κούκλες που μιλούν, ροκάνες και τρομπέτες…
Στο χιόνι που εμύριζε σαν παγωτό βανίλια,
Κάνανε τούμπες και βουτιές και τσαλιμάκια χίλια…
Εν τω μεταξύ κάτω στη Πολιτεία οι αγέλαστοι άνθρωποι κοιμόντουσαν τον «ύπνο του Δικαίου», κοιμόντουσαν αμέριμνοι, ενώ πάνω στο λόφο πράγματα και θάματα …
Βοτάνι βοτανάκι εννιά φορές να βράσεις,
Να γίνεις σύννεφο, στον ουρανό να φτάσεις.
Απάνω από την πόλη να πας και να σταθείς,
Και πριν να ξημερώσει βροχούλα να γενείς.
Το τσουκάλι έβραζε μουρμουριστά – έβραζε, και γύρω οι καλικάντζαροι πιασμένοι από τους ώμους, χόρευαν έναν παράξενο, αργόσυρτο χορό.
Κι έτσι γυρίζουν κακήν – κακώς στον κάτω κόσμο. Αλλά εκεί – ωχ! – συμφορά τους: το δέντρο της γης έχει θρέψει και άιντε πάλι την πριόνα απ’ την αρχή. Και άιντε πάλι οι μαύροι...
Κόβε πριονάκι μου, η ώρα πλησιάζει.
Χριστούγεννα ζυγώνουνε … το αίμα μας και βράζει!
Έτσι γινόταν. Έτσι γινόταν και έτσι θα γίνεται στον αιώνα τον άπαντα. Εκείνη λοιπόν τη χρονιά, κανά δυο μήνες πριν ανέβουν στον απάνω κόσμο καθίσανε και το σκεφτήκανε ώριμα…. Βλέπεις είχαν βαρεθεί πια τόσους αιώνες τα ίδια και τα ίδια. Συζητούσανε μέρες, συζητούσανε και άκρη δεν βγάζανε. Μέχρι που σηκώθηκε ένας μικρός καλικατζαράκος και είπε:
- Εγώ λέω να τους βάλουμε αυτούθ να κάνουνε τιθ βλακείεθ και εμείθ να τουθ βλέπουμε και… να γελάμε. Ποιουθ όμωθ να βρούμε να πειράκθουμε;
Μωρέ δεν κουράστηκαν καθόλου. Τους βρήκαν όλους μαζεμένους στην Αγέλαστη Πολιτεία. Την παραμονή λοιπόν των Χριστουγέννων πέταξαν τα πριόνια, καβάλησαν τις άσπρες χήνες τους και ξεκίνησαν για τον απάνω κόσμο…. Νύχτα… η πράσινη κοιλάδα, κάτασπρη απ’ το χιόνι, κάτασπρη και η Αγέλαστη Πολιτεία. Σε μια πλαγιά, σε ένα ξέφωτο του δάσους, έκαιγε μεγάλη φωτιά. Πάνω στη φωτιά ένα μαύρο στρογγυλό τσουκάλι. Και μέσα στο τσουκάλι έβραζε σιγά-σιγά το μαγικό βοτάνι. Οι καλικάτζαροι κάτι ετοίμαζαν. Πήγαιναν-ερχόντουσαν, πήγαιναν-ερχόντουσαν, καθαρίζανε, φέρνανε κλαδιά, κάνανε περίεργες κινήσεις και τραγουδούσαν νωχελικά:
Βάλτε παντού διπλές φρουρές, κι ο χρόνος δεν μας φτάνει,
Τρελό στήσαμε χορό τριγύρω απ’ το καζάνι.
- «Αχ, παρδαλό μου και ασυνάρτητο σινάφι, μες το τσουβάλι του αυτός μας κουβαλάει ο τραγοπόδαρος με τη φλογέρα του που τρέχει μες τα δάση και γελάει».
Πέθτε λογάκια μαγικά, γλυκά θαν παντεθπάνι,
Και πριν λαλήθει ο πετεινόθ έτοιμο το βοτάνι.
Ρουμ, παπαρούμ, παπαρούμ, παπαρούνα,
Ρουμ, παπαρούμ, παπαρούμ, παπαρούνα,
Τη στύβουμε και κάνουμε ματζούνα
Και ύστερα τη βάζουμε να βράζει
Δεκαοχτώ μερόνυχτα σε σιγανή φωτιά.
Όσο πέρναγε η ώρα το ξέφωτο γέμιζε καλικάντζαρους. Στρατός ολόκληρος από καλικάντζαρους! Έρχονται συνεχώς καινούργιοι, ξεπροβάλλοντας πίσω από τους χιονισμένους λόφους, καβάλα στις χήνες τους. Στρατός ολόκληρος από καλικάντζαρους που χόρευαν σαν μουρλοί γύρω από το καζάνι. Ο Μανδρακούλος, μεθυσμένος, καβάλα ανάποδα σ’ ένα γαϊδούρι, συντόνιζε τη φάση. «Κάντε τούτο, κάντε κείνο, κάντε το άλλο». Όλοι τον «έγραφαν» κανονικά. «Εμπρός», έλεγε στο γαϊδούρι. «Βρε που πας βρε ζωντόβολο;» Γιατί το γαϊδούρι αντί για μπρος, πήγαινε προς τα πίσω. Είχανε πέσει σε έκσταση. Ρέιβ πάρτυ!!!
Ρουμ, παπαρούμ, παπαρούμ, παπαρούνα,
Ρουμ, παπαρούμ, παπαρούμ, παπαρούνα,
Τη στίβουμε και κάνουμε ματζούνα
Και ύστερα τη βάζουμε να βράζει
Δεκαοχτώ μερόνυχτα σε σιγανή φωτιά.
Εκείνο το βράδυ εγώ δεν είχα ύπνο. Στεκόμουνα μπροστά στο παράθυρο και σκεφτόμουνα, άραγε το δώρο μου είχαν πάρει; Και ξαφνικά βλέπω να προσγειώνεται στην αυλή μας μια χήνα που φορούσε ένα κολιέ από ρουμπινια. «Ααααα», της είπα, «τι όμορφη που είσαι! Έλα μέσα». Αυτή μου απάντησε «όχι, έλα εθύ έκθω» και μου έγνεψε ν’ ανέβω στην πλάτη της. Ανέβηκα. Άνοιξε τα φτερά της και πετάξαμε ψηλά πάνω απ’ την πόλη. Αχχ τι όμορφα που ήταν! Εκεί ψηλά κι άλλες χήνες με τους φίλους μου στις πλάτες τους κάνανε κύκλους πάνω απ’ την Πολιτεία που κοιμόταν βαθειά. Ξαφνικά μια χήνα, που ήταν μάλλον αρχηγός, πήρε στροφή και άρχισε να πετάει προς τους λόφους. Μα πού μας πήγαιναν; Σε λίγο κατάλαβα: στο ξέφωτο. Τους είδα. Γύρω απ’ τη φωτιά τους είδα να χορεύουν και να τραγουδάνε. Και καθώς οι χήνες προσγειωνόντουσαν μία-μία πάνω στο χιόνι, πετάχτηκε μέσα απ’ τη φωτιά ένας χοντρός γεροκαλικάτζαρος, ο αρχηγός των καλικάτζαρων ο Μαδρακούλος με τα’ όνομα, και έδωσε ο σύνθημα για το χορό.
- Εμπρός ν’ αρχίσει ο χορός, ν’ αρχίσουνε οι τρέλες,
Ανοίξτε τις ομπρέλες σας – θα βρέξει καραμέλες!
Και έβρεξε ο ουρανός γλυκά και καραμέλες,
Κουβάδες χαρτοπόλεμο, μπαλόνια και κορδέλες.
Και λουκουμάκια έβρεξε, παστέλια και γκοφρέτες,
Παιχνίδια, κούκλες που μιλούν, ροκάνες και τρομπέτες…
Στο χιόνι που εμύριζε σαν παγωτό βανίλια,
Κάνανε τούμπες και βουτιές και τσαλιμάκια χίλια…
Εν τω μεταξύ κάτω στη Πολιτεία οι αγέλαστοι άνθρωποι κοιμόντουσαν τον «ύπνο του Δικαίου», κοιμόντουσαν αμέριμνοι, ενώ πάνω στο λόφο πράγματα και θάματα …
Βοτάνι βοτανάκι εννιά φορές να βράσεις,
Να γίνεις σύννεφο, στον ουρανό να φτάσεις.
Απάνω από την πόλη να πας και να σταθείς,
Και πριν να ξημερώσει βροχούλα να γενείς.
Το τσουκάλι έβραζε μουρμουριστά – έβραζε, και γύρω οι καλικάντζαροι πιασμένοι από τους ώμους, χόρευαν έναν παράξενο, αργόσυρτο χορό.
*******
από τό έργο των Κατσιμίχα "η αγέλαστη πολιτεία και οι καλικάντζαροι"
Μα γιατί δεν έχει ένα γουτουμπάκι - καλικαντζαράκι το ποστ;
ΑπάντησηΔιαγραφήΒαλτός είσαι:))
ΑπάντησηΔιαγραφήΑποφεύγω τα γιουτουμπάκια γιατί είναι εύκολα, γιατί πρέπει να μπορώ ή να προσπαθώ να πω αυτά που θέλω, να δώσω κλίμα, με ένα πιο επεξεργασμένο τρόπο.
Και επειδή είμαι χαρούμενος άνθρωπος (αντίθετα με αυτά που λένε κάποιοι ότι είμαι γκρινιάρης)τα καλικατζαράκια δεν με πειράζουν, να ρίξουν δηλαδή κανένα καλικατζαρογιούτουμπο εδώ μέσα..:)
Κατσαμάκης σε μεγάλα κέφια!
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ τελευταία δε φωτογραφία που πλαισιώνει το κείμενο...τι να πω, του δίνει νέα ταυτότητα.
Αν πάντως αποφασίσουμε να το παίξουμε σε μιούζικαλ δηλώνω από τώρα ότι εγώ θα είμαι αυτός που λέει:
"Αχ, παρδαλό μου και ασυνάρτητο σινάφι, μες το τσουβάλι του αυτός μας κουβαλάει ο τραγοπόδαρος με τη φλογέρα του που τρέχει μες τα δάση και γελάει"
Του είχα πάντα μεγάλη αδυναμία!
Μαζί με τις ευχές μου για καλές γιορτές θα προσθέσω κι εκείνη να ξεχυλίσει σύντομα το τσουκάλι γιατί παραέβρασε ο ζωμός!
Την καλημέρα και τα φιλιά μου!
Ωχ!Το κατάλαβες;
ΑπάντησηΔιαγραφήΜου έδωσαν μπουναμά οι σχολιαστές- τα Παγανά- του προηγούμενου ποστ να μπω πρώτος και για πω για τα γιουτουμπάκια.
Καλά Χριστούγεννα!!
Έλα βρε Σάιλεντ... και μένα αυτό μου αρέσει ιδιαίτερα, αυτές οι λέξεις "παρδαλό μου και ασυνάρτητο σινάφι" υπέροχες, υπέροχες. Ας είναι, εγώ θα κάνω το ψευδό καλικατζαράκι, εξάλλου θα είμαι ο μικρότερος της ομάδας.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλά ταξίδια στις θάλασσες του κόσμου
Τσαλαπετεινέ είσαι μουλωχτός...:)
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο έχουμε στη βιβλιοθήκη το "Παγανά":
ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ: Μυριβήλης , Στρατής , 1890-1969
ΤΙΤΛΟΣ: Τα παγανά / Στρατή Μυριβήλη ; ξυλογραφίες Ι. Μόραλη
ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ/ΔΙAΘΕΣΗ: Αθήνα : Οι Φίλοι του Βιβλίου , 1945
ΦΥΣΙΚΗ ΠΕΡΙΓΡAΦΗ: 104 σ., εικ., 21 εκ.
Ουφ πια... Τσαλαπετεινέ, δεν αντέχεσαι. Ούτε μια δωροδοκία της προκοπής δεν ξέρεις να διαχειριστείς.
ΑπάντησηΔιαγραφήΓιώργο, έπρεπε να του τραβήξεις το σκούφο πριν τον αφήσεις να περάσει. Θα αποκαλυπτόταν ότι εκτός από λοφίο έχει και μυτερά αυτιά. :)))))))
Κάνεις τη χήνα Ρίσκι; Πού είναι το γιουτούμπι;
ΑπάντησηΔιαγραφήΓιώργο, τα γιουτουμπάκια έπρεπε να τα βάζεις εσύ (ή έστω mp3)! :P
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ τελευταία φωτογραφία σε συνδυασμό με το κείμενο τα σπάει!
Καλά ντε...
ΑπάντησηΔιαγραφήΑ πα πα ανυπομονησία... :))))))