Αυτές οι μέρες ανέκαθεν είχαν ιδιαίτερη βαρύτητα στην οικογενειακή ιστορία. Η Μεγάλη Οικογένεια μαζευόταν- συνήθως στο σπίτι μας – και γινόταν τρικούβερτο γλέντι όλων των ηλικιών, μασκαρεμένων με ό,τι πιο αταίριαστο και παράταιρο μπορούσε να συνθέσει το γελοίο των ημερών. Στο τέλος αυτών των γλεντιών χορεύαμε όλοι μαζί – καμιά εξηνταριά άνθρωποι – το «πιπέρι». Πιασμένοι χέρι, χέρι σε ένα μεγάλο κύκλο τρίβαμε και κοπανούσαμε χέρια, πόδια, κούτελα, κώλους σαν ξαναμμένοι του «διαβόλου καλογέροι» γέροι, παιδιά, γυναίκες, άντρες. Για χρόνια ένοιωθα αυτές τις στιγμές να φυτεύεται μέσα μου μια παράλογη αίσθηση αιωνιότητας, ένας άχρονος δεσμός με το παρελθόν και τους ανθρώπους που είχαμε το ίδιο αίμα. Ο κύκλος αυτός είναι η δική μου ταυτότητα.
Μεγαλώνοντας, οι δεσμοί με τη Μεγάλη Οικογένεια χαλάρωσαν ή έπαψαν πια να τροφοδοτούνται με τα γλέντια αυτά που γίνονταν στο πατρικό σπίτι. Η ζωή μου δεν χωράει ίσως τόσους ανθρώπους στο σπίτι που στεγάζει τώρα τη δική μου οικογένεια, αλλά και οι συνομήλικοι φίλοι και συγγενείς ίσως να είναι και λίγο ξενέρωτοι με όλα τούτα. Όμως συνεχίζουμε να ντυνόμαστε μασκαράδες εγώ και η κυρά μου και να παλεύουμε να γελοιοποιήσουμε στα παιδιά και τους φίλους μας τη σοβαροφάνεια και την ευπρέπεια. Και κερδίζουμε έτσι το πανάκριβο χαμόγελο τους.
Τις πολύ κρύες μέρες του χειμώνα, όπως η σημερινή, κάνω κάτι που έκαναν οι παλιοί: βάζω στον καφέ μου κονιάκ, «να ζεσταθώ»! Και με τον τρόπο αυτό θυμάμαι το «Γεροκολασμένο», έναν ξερακιανό μπάρμπα του πατέρα μου, αθυρόστομο και λίγο σκληρό άνθρωπο, που πρωτοείδα να νοθεύει το ρόφημα με αλκοόλ. Όταν πέθανε, αν και το… «πρωτόκολλο» δεν το επέτρεπε, οι μεγάλοι τραγούδησαν στην κηδεία ένα αγαπημένο του τραγούδι αποχαιρετώντας τον: το «Γιάνναρο». Σταθήκαν γύρω στο τραπέζι, γεμίσαν τα ποτήρια κρασί και αρχίσαν αργά να κινούν το αποκριάτικο τραγούδι του μπάρμπα:
«Ο Γιάνναρος απέθανε και άφησε διαθήκη
να μην τον θάψουν σ’ εκκλησιά, μήτε σε μοναστήρι
μόνο να τον εθάψουνε σε ένα σταυροδρόμι
ν’ αφήσουν την ψωλάρα του τρεις πιθαμές απόξω
για να περνάει ο δήμαρχος, να δένει το άλογό του.
Τρεις παπαδιές σαν τ’ άκουσαν πάνε να τονε δούνε.
Η μια κρατάει το θυμιατό, η άλλη το λιβάνι
κι η τρίτη η μικρότερη πάει κάθεται απάνω.
Θεός σχωρέσ’ τον Γιάνναρο».
Αυτή νομίζω – το είπα και πριν, αυτή είναι η ταυτότητά μας: ένας κύκλος ανθρώπων που χορεύουν πιασμένοι χέρι-χέρι τη ζωή και το θάνατο, τον έρωτα τον άγριο και τον πόνο τον αμείλικτο. Φορούν μάσκες, ντύνονται αλλοπρόσαλλα και τραγουδούν δυνατά σε ένα γλέντι που συνεχίζεται χρόνια τώρα και εσύ είσαι πάντα παιδί και γελάς, και γελάς, και γελάς….
Μεγαλώνοντας, οι δεσμοί με τη Μεγάλη Οικογένεια χαλάρωσαν ή έπαψαν πια να τροφοδοτούνται με τα γλέντια αυτά που γίνονταν στο πατρικό σπίτι. Η ζωή μου δεν χωράει ίσως τόσους ανθρώπους στο σπίτι που στεγάζει τώρα τη δική μου οικογένεια, αλλά και οι συνομήλικοι φίλοι και συγγενείς ίσως να είναι και λίγο ξενέρωτοι με όλα τούτα. Όμως συνεχίζουμε να ντυνόμαστε μασκαράδες εγώ και η κυρά μου και να παλεύουμε να γελοιοποιήσουμε στα παιδιά και τους φίλους μας τη σοβαροφάνεια και την ευπρέπεια. Και κερδίζουμε έτσι το πανάκριβο χαμόγελο τους.
Τις πολύ κρύες μέρες του χειμώνα, όπως η σημερινή, κάνω κάτι που έκαναν οι παλιοί: βάζω στον καφέ μου κονιάκ, «να ζεσταθώ»! Και με τον τρόπο αυτό θυμάμαι το «Γεροκολασμένο», έναν ξερακιανό μπάρμπα του πατέρα μου, αθυρόστομο και λίγο σκληρό άνθρωπο, που πρωτοείδα να νοθεύει το ρόφημα με αλκοόλ. Όταν πέθανε, αν και το… «πρωτόκολλο» δεν το επέτρεπε, οι μεγάλοι τραγούδησαν στην κηδεία ένα αγαπημένο του τραγούδι αποχαιρετώντας τον: το «Γιάνναρο». Σταθήκαν γύρω στο τραπέζι, γεμίσαν τα ποτήρια κρασί και αρχίσαν αργά να κινούν το αποκριάτικο τραγούδι του μπάρμπα:
«Ο Γιάνναρος απέθανε και άφησε διαθήκη
να μην τον θάψουν σ’ εκκλησιά, μήτε σε μοναστήρι
μόνο να τον εθάψουνε σε ένα σταυροδρόμι
ν’ αφήσουν την ψωλάρα του τρεις πιθαμές απόξω
για να περνάει ο δήμαρχος, να δένει το άλογό του.
Τρεις παπαδιές σαν τ’ άκουσαν πάνε να τονε δούνε.
Η μια κρατάει το θυμιατό, η άλλη το λιβάνι
κι η τρίτη η μικρότερη πάει κάθεται απάνω.
Θεός σχωρέσ’ τον Γιάνναρο».
Αυτή νομίζω – το είπα και πριν, αυτή είναι η ταυτότητά μας: ένας κύκλος ανθρώπων που χορεύουν πιασμένοι χέρι-χέρι τη ζωή και το θάνατο, τον έρωτα τον άγριο και τον πόνο τον αμείλικτο. Φορούν μάσκες, ντύνονται αλλοπρόσαλλα και τραγουδούν δυνατά σε ένα γλέντι που συνεχίζεται χρόνια τώρα και εσύ είσαι πάντα παιδί και γελάς, και γελάς, και γελάς….
*****
*στη μνήμη του Αλέκου και του μπάρμπα του Σωκράτη
Σα να τη βλέπω αυτή τη σκηνή...
ΑπάντησηΔιαγραφήΑυτά τα οικογενειακά γλέντια που όσο περνάει ο χρόνος φθίνουν σε αριθμό συμμετεχόντων και σε διάθεση είναι ό,τι μας δένει με το παρελθόν.
ΑπάντησηΔιαγραφήΌσο για τον μπάρμπα σου τον αποχαιρετήσανε όπως θα επιθυμούσε.
Πολύ συγκινητικό. Πολύ όμορφο κείμενο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑσύγκριτη απόλαυση να κοροϊδεύεις το θάνατο. Σα να του κλέβεις λίγη δύναμη. ;))
ΑπάντησηΔιαγραφήο παππούς μου έλεγε Riski "πάμε να κοροϊδέψουμε τους πεθαμένους" και πήγαινε να ξαπλώσει για ύπνο....
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχαριστω για τα σχόλιά σας. Είναι νύχτα Σαββάτου και λέω να πάω να τους κοροϊδέψω και εγώ. Καληνύχτα
Πέρα από τις Αποκριές
ΑπάντησηΔιαγραφήαυτή που λες στο τέλος είναι η (χαμένη) μας ταυτότητα.
Άνθρωποι πιασμένοι χέρι χέρι.
(τι μου θύμισες όμως...)
Από τα πιο όμορφα πράγματα που διάβασα πρόσφατα. Μου ξύπνησε εικόνες και συναισθήματα καλά φυλαγμένα. Θα επανέλθω με περισσότερο χρόνο να σου πω κι άλλα, ήταν βάλσαμο το κείμενο και τα σχόλια. Να κοροϊδέψουμε τους πεθαμένους!
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολύ ωραίο ποστ, Γιώργο. Και το τραγούδι που τραγουδήσανε στην κηδεία του θείου σου δίχνει πόσο σωστή είναι η παροιμία «μήτε γάμος δίχως κλάμα μήτε κηδεία δίχως γέλιο» (ελεύθερη απόδοση γιατί δεν την θυμάμαι ακριβώς ;-) ))
ΑπάντησηΔιαγραφήΆμα κάνεις μασκέ πάρτυ να με καλέσεις, είμαι μεγάλος καρνάβαλος τις απόκριες, είναι απο τις αγαπημένες μου γιορτές...
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχαριστώ - μαζεύω συμμετοχές μάλλον, ε;
ΑπάντησηΔιαγραφή