Τον Κακούργο τον γνώρισα πριν από 10-11 χρόνια σε μια ολιγοήμερη περιπετειώδη παραμονή μου στον Ορχομενό Βοιωτίας. Προφανώς ήταν ένα από τα αξιοθέατα της περιοχής, το οποίο λόγω ασυνήθιστης, έντονης και παρατεταμένης μέθης (δικής μου) δεν μπορώ να φέρω ακέραιο στη μνήμη μου. Ένας γερός καυγάς με το κορίτσι μου και ο κολλητός που με έσερνε στα μπαρ…. με είχαν κάνει ευάλωτο στη λήθη και ενδοτικό στις καταχρήσεις. Και λέω «προφανώς» γιατί κάπως θα πρέπει να εξηγήσω τον ενθουσιασμό του φίλου μου του Νίκου που θα τον ακούγαμε.
Τα χρόνια πέρασαν και ένα πρωί σε μια στοίβα βιβλία στη βιβλιοθήκη που δουλεύω βρήκα κάποια αντίτυπα μιας ποιητικής συλλογής του Γιώργου Χ. Θεοχάρη με τίτλο «Ενθύμιον» (εκδ. Καστανιώτη, 2004). Την ξεφύλλισα, είδα ότι με ενδιαφέρει και την αιχμαλώτισα προς ιδίαν χρήσιν… Διαβάζοντας τα ποιήματά του (εμποτισμένα στην απώλεια και τον αποχωρισμό) εντόπισα το «συναξάρι Νικολάου Κακούργου του εκ Διστόμου»:
«Στην άκρη του μαρτυρικού Διστόμου, πλάι στο κοιμητήριο ζει ο Ρεμπέτης Νικόλαος Παππάς, ο επονομαζόμενος Κακούργος. Η επωνυμία αυτή συνίσταται στο τρομερόν της όψεώς του, η οποία φέρνει το μελανόμορφο χρωματισμό του παρακείμενου όρους Ξεροβούνα – εις το οποίον έδρασε ο λήσταρχος Νταβέλης – προδίδοντας την αγαθή ψυχή του, τόσο έντονα, ώστε να έρχεται στον νου μου εκείνο που έλεγε ο παππούλης μου: μην τη ζητάς την εμορφιά μόνο σ’ αυτό που βλέπεις, να τη γυρεύεις πιο βαθιά, σ’ εκείνο που δεν βλέπεις.
Η ύπαρξη του εν λόγω Νίκου οφείλεται στο ότι η μητέρα του διέλαθε της κτηνωδίας των Γερμανών κατά τη φοβερήν ημέρα της σφαγής στις 10 Ιουνίου 1944, ή, κατά μία εκδοχή, επειδή η νύχτα πρόφτασε τους φονιάδες πριν μακελέψουν τη δυτική πλευρά του χωριού, όπου και το πατρικό του – τώρα ταβέρνα.
Κάποιο απόγευμα Μαΐου, όταν ο καρδιολόγος τον καθησύχασε πως η καρδιά του είναι μια χαρά και πως αδίκως ανησύχησε, ο Νίκος είπε: «εντάξει, γιατρέ μου – επιστρέφω λοιπόν στην εντατική του ούζου», και γύρισε στο Δίστομο μετρώντας καραφάκια. Το βράδυ άναψε τη φωτιά στην ψησταριά, ετοίμασε τις χωριάτικες σαλάτες, έριξε στη μεγάλη σχάρα τις μπριζόλες και τα παϊδάκια και αφού διεκπεραίωσε το σερβίρισμα, ανέβηκε στο πάλκο μετατρέποντας το μαγαζί σε κήπο. Τραγούδησε ένα δυο αρχοντορεμπέτικα, έτσι για την εισαγωγή, κι αμέσως γνωστοποίησε πως: «από δω και πέρα δεν έχει απόπλου, είναι κλεισμένες πλέον οι αποβάθρες», πιάνοντας το μπουζούκι όπως γυναίκα που ποθείς και σέβεσαι. Η καύτρα του τσιγάρου λαμπύρισε ανάμεσα στον μέσο και τον παράμεσο του δεξιού χεριού, διαγράφοντας τη ρυθμική τροχιά του τραγουδιού
Μάζεψε συ τα γιασεμιά, Γιωργίτσα μου,
Κι εγώ τα βελονιάζω…
Εικονοποιώντας την εσωτερική του φλόγα – κι όταν επάνω στα ταξίμια οι χορδές δεν άντεξαν, γύρισε τη φωνή του σε άκρο μπάσο και ιερουργώντας εκελάηδησε
Πίνω και μεθώ, οχ! Αμάν
Μέρα νύχτα τραγουδώ
Και το ντέρτι μου, οχ! Αμάν
Στο μπουζούκι μου ξεχνώ
Κι ήταν σαν να σιχτίριζε όλους εμάς που τον ακούγαμε ή και σαν να μας έλεγε: «γλεντάτε που να πάρει ο διάολος- έτσι κι αλλιώς δεν σταματάει μέσα μας ν’ ανοίγει τα λαγούμια του ο καρκίνος».
Σε μια συνέντευξή του σήμερα ο Νίκος Ξυδάκης αναφέρεται στο Μανώλη Ρασούλη που πέθανε, και στην 34χρονη σχέση τους και ένα ταξίδι στη Θεσσαλονίκη προς ανεύρεσιν Παπάζογλου και μουσικών για να φτιαχτεί η «εκδίκηση της γυφτιάς». Σε ένα σημείο λέει: «ο πρώτος μπουζουξής που έπαιξε (σημ. τις μουσικές της «γυφτιάς») ήταν ο «Κακούργος» (Νίκος Παππάς) από τη Λιβαδειά. Έπαιζε ένα παλιό, πολύ εκφραστικό, τρίχορδο μπουζούκι. Ήρθε στη Θεσσαλονίκη, έπαιξε πολύ ωραία την «τρελή και αδέσποτη», αλλά μετά δεν άντεξε και μας παράτησε».
Τελικά, έτσι ξαφνικά μας παρατάνε καμιά φορά οι μουσικοί. Αφήνοντας πίσω τους τις μουσικές τους να τις προσέχουμε. Και εγώ βρήκα τώρα μια αφορμή να σας πω μια ιστορία από αυτές που μπερδεύονται διάφορα πράγματα και πρόσωπα και σκέψεις στη ζωή μας. Για να αποχωρήσω λίγο από το θάνατο του Ρασούλη
*****
Το κείμενο είναι αφιερωμένο στη συνάδελφο Κατερίνα Κεράστα στη Λειβαδιά, που μου γνώρισε (έστω διαδικτυακά-προς το παρόν) το Γιώργο Θεοχάρη
Τα χρόνια πέρασαν και ένα πρωί σε μια στοίβα βιβλία στη βιβλιοθήκη που δουλεύω βρήκα κάποια αντίτυπα μιας ποιητικής συλλογής του Γιώργου Χ. Θεοχάρη με τίτλο «Ενθύμιον» (εκδ. Καστανιώτη, 2004). Την ξεφύλλισα, είδα ότι με ενδιαφέρει και την αιχμαλώτισα προς ιδίαν χρήσιν… Διαβάζοντας τα ποιήματά του (εμποτισμένα στην απώλεια και τον αποχωρισμό) εντόπισα το «συναξάρι Νικολάου Κακούργου του εκ Διστόμου»:
«Στην άκρη του μαρτυρικού Διστόμου, πλάι στο κοιμητήριο ζει ο Ρεμπέτης Νικόλαος Παππάς, ο επονομαζόμενος Κακούργος. Η επωνυμία αυτή συνίσταται στο τρομερόν της όψεώς του, η οποία φέρνει το μελανόμορφο χρωματισμό του παρακείμενου όρους Ξεροβούνα – εις το οποίον έδρασε ο λήσταρχος Νταβέλης – προδίδοντας την αγαθή ψυχή του, τόσο έντονα, ώστε να έρχεται στον νου μου εκείνο που έλεγε ο παππούλης μου: μην τη ζητάς την εμορφιά μόνο σ’ αυτό που βλέπεις, να τη γυρεύεις πιο βαθιά, σ’ εκείνο που δεν βλέπεις.
Η ύπαρξη του εν λόγω Νίκου οφείλεται στο ότι η μητέρα του διέλαθε της κτηνωδίας των Γερμανών κατά τη φοβερήν ημέρα της σφαγής στις 10 Ιουνίου 1944, ή, κατά μία εκδοχή, επειδή η νύχτα πρόφτασε τους φονιάδες πριν μακελέψουν τη δυτική πλευρά του χωριού, όπου και το πατρικό του – τώρα ταβέρνα.
Κάποιο απόγευμα Μαΐου, όταν ο καρδιολόγος τον καθησύχασε πως η καρδιά του είναι μια χαρά και πως αδίκως ανησύχησε, ο Νίκος είπε: «εντάξει, γιατρέ μου – επιστρέφω λοιπόν στην εντατική του ούζου», και γύρισε στο Δίστομο μετρώντας καραφάκια. Το βράδυ άναψε τη φωτιά στην ψησταριά, ετοίμασε τις χωριάτικες σαλάτες, έριξε στη μεγάλη σχάρα τις μπριζόλες και τα παϊδάκια και αφού διεκπεραίωσε το σερβίρισμα, ανέβηκε στο πάλκο μετατρέποντας το μαγαζί σε κήπο. Τραγούδησε ένα δυο αρχοντορεμπέτικα, έτσι για την εισαγωγή, κι αμέσως γνωστοποίησε πως: «από δω και πέρα δεν έχει απόπλου, είναι κλεισμένες πλέον οι αποβάθρες», πιάνοντας το μπουζούκι όπως γυναίκα που ποθείς και σέβεσαι. Η καύτρα του τσιγάρου λαμπύρισε ανάμεσα στον μέσο και τον παράμεσο του δεξιού χεριού, διαγράφοντας τη ρυθμική τροχιά του τραγουδιού
Μάζεψε συ τα γιασεμιά, Γιωργίτσα μου,
Κι εγώ τα βελονιάζω…
Εικονοποιώντας την εσωτερική του φλόγα – κι όταν επάνω στα ταξίμια οι χορδές δεν άντεξαν, γύρισε τη φωνή του σε άκρο μπάσο και ιερουργώντας εκελάηδησε
Πίνω και μεθώ, οχ! Αμάν
Μέρα νύχτα τραγουδώ
Και το ντέρτι μου, οχ! Αμάν
Στο μπουζούκι μου ξεχνώ
Κι ήταν σαν να σιχτίριζε όλους εμάς που τον ακούγαμε ή και σαν να μας έλεγε: «γλεντάτε που να πάρει ο διάολος- έτσι κι αλλιώς δεν σταματάει μέσα μας ν’ ανοίγει τα λαγούμια του ο καρκίνος».
Σε μια συνέντευξή του σήμερα ο Νίκος Ξυδάκης αναφέρεται στο Μανώλη Ρασούλη που πέθανε, και στην 34χρονη σχέση τους και ένα ταξίδι στη Θεσσαλονίκη προς ανεύρεσιν Παπάζογλου και μουσικών για να φτιαχτεί η «εκδίκηση της γυφτιάς». Σε ένα σημείο λέει: «ο πρώτος μπουζουξής που έπαιξε (σημ. τις μουσικές της «γυφτιάς») ήταν ο «Κακούργος» (Νίκος Παππάς) από τη Λιβαδειά. Έπαιζε ένα παλιό, πολύ εκφραστικό, τρίχορδο μπουζούκι. Ήρθε στη Θεσσαλονίκη, έπαιξε πολύ ωραία την «τρελή και αδέσποτη», αλλά μετά δεν άντεξε και μας παράτησε».
Τελικά, έτσι ξαφνικά μας παρατάνε καμιά φορά οι μουσικοί. Αφήνοντας πίσω τους τις μουσικές τους να τις προσέχουμε. Και εγώ βρήκα τώρα μια αφορμή να σας πω μια ιστορία από αυτές που μπερδεύονται διάφορα πράγματα και πρόσωπα και σκέψεις στη ζωή μας. Για να αποχωρήσω λίγο από το θάνατο του Ρασούλη
*****
Το κείμενο είναι αφιερωμένο στη συνάδελφο Κατερίνα Κεράστα στη Λειβαδιά, που μου γνώρισε (έστω διαδικτυακά-προς το παρόν) το Γιώργο Θεοχάρη
Πόσο ωραία μπερδεύονται οι δρόμοι...
ΑπάντησηΔιαγραφήμετά από τη γλαφυρότητα της περιγραφής του κακούργου νομίζω πως αξίζει μια βουτιά στη λήθη από μέρους σου, Γιώργο, να γράψεις ό,τι θυμηθείς απ' τη συνάντησή σας.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑναμένω
Ωραία η αναδρομή σου. Δίκιο βουνό είχε ο άνθρωπος στην προτροπή του.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕίδες πού μπορεί να σε βάλει καμιά φορά ένας καυγάς με το κορίτσι σου;
ΑπάντησηΔιαγραφήΑυτά είναι τα ωραία... ;))
:))))))
ΑπάντησηΔιαγραφήβρε τι μου θύμισες!!! :)
ΕΥΧΕΣ ΚΑΙ ΔΩΡΑ ΑΠΟ ΤΟΝ …“ΑΓΙΟ ΒΑΣΙΛΗ ΠΟΥ ΜΠΛΟΓΚΑΡΕΙ”
Νάσαι καλά Γιώργο, και να συνεχίζεις να μας συγκινείς και προβληματίζεις με τις αναρτήσεις σου!
[α...! και είναι πολύ εύκολο: με μια βόλτα από τη Λιβαδειά θα mpore;iw na ολοκληρώσεις τη γνωριμία με τον Γιώργο :)]
Ναι Δύτη μπερδεύονται... οι καημένοι. Πολύ μου αρέσει να τους βρίσκω αυτού τους δρόμους.
ΑπάντησηΔιαγραφήRomandante θα απογοητεύσω. Ήμουν τότε (έχω βελτιωθεί κάπως τώρα) αρκετά εστέτ (κομπλεξικός μαλάκας γαλλιστί) για να δίνω σε κάποια πράγματα τον όγκο τους. Γεγονός πάντως είναι πως το κορίτσι το παντρεύτηκα και με πάντρεψε ο κολλητός ο Νίκος. Αυτό έγινε αφού ξεμέθυσα...
Ρενάτα οι αναδρομές είναι λίγο γεροντίστικες λες;
Είδα, είδα Ρίσκι, τα έχουν οι καυγάδεςαυτά... (βλέπε και απάντηση σε Romandante).
Κατερίνα χμ, την τελευταία φορά που ήρθα στον Ορχομενό πάλι μέθυσα (το έχω πάρει από φόβο βρε παιδί μου το μέρος...). Ελπίζω να προλάβω να είμαι νηφάλιος μαζί του....:)
Γιώργο, μπηχτή ήταν αυτή περί γεροντορίστικων, επειδή μ΄αρέσουν οι αναδρομές; :P
ΑπάντησηΔιαγραφήΠώς σου προέκυψε; Όσο για το σχόλιο σου επί του σχολίου μου στο ποστ της Riski, επιφυλάσσομαι να σου ανταποδώσω κάποια στιγμή! :P
απλά... προκαταλαμβάνω σχόλιο της φίλης μας της Κροτ, απλά...
ΑπάντησηΔιαγραφήΓιώργο, είμαι άνθρωπος επιρρεπής στη νοσταλγία σ΄αντίθεση με την Κροτ που έχει ζόρια με τους παρελθοντικούς χρόνους. ;)
ΑπάντησηΔιαγραφήΟπότε κι αν πει κάτι, σημασία έχει πως πέρασες εσύ τότε και πως το πήρες τελικά το κορίτσι! ;)
(δώσ'της χαιρετισμούς και φιλιά από μένα)