Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα τηλέφωνο. Ένα μεγάλο τηλέφωνο. Για να είμαστε ακριβείς, ένα αφύσικα μεγάλο τηλέφωνο - από αυτά τα παλιά με το ακουστικό που μοιάζει με τα βάρη που σηκώνουν οι ανεγκέφαλοι στα γυμναστήρια. Κι εδώ που τα λέμε ήταν τόσο μεγάλο, που αν κάποιος ήθελε να σηκώσει το ακουστικό θα έπρεπε να είναι αρσιβαρίστας.
Από την αρχή ήταν φτιαγμένο έτσι, για κάποιον άγνωστο λόγο, και κανείς δεν το αγόραζε βέβαια να κάνει τη δουλειά του. Μια μέρα όμως ένας πλούσιος κι εκκεντρικός άνθρωπος αποφάσισε να το πάρει και να το προσθέσει στα τρόπαια της δύναμής του - ταίριαζε απόλυτα στην επιδεικτική του φύση. Όμως κανείς δεν καλούσε στο τηλέφωνο του σπιτιού του αυτόν τον μοναχικό και δυστυχισμένο άνθρωπο, και γρήγορα το τηλέφωνο ξεχάστηκε και παραμελήθηκε. Λίγα χρόνια μετά πουλήθηκε σε έναν γέρο ξιπασμένο έμπορο που ήθελε να βλέπει το νεαρό εραστή του να το σηκώνει, κάθε που κάποιος τον καλούσε, και να θαυμάζει γεμάτος λαγνεία το ποθητό του σώμα. Όμως ο έρωτας (όπως γνωρίζετε) δεν κρατάει πολύ (ούτε τα παραμύθια) κι ο νεαρός έφυγε για άλλα μάτια και δεν σήκωσε κανείς πάλι το ακουστικό στο σπίτι του εμπόρου.
Πέρασαν βέβαια και άλλα χρόνια - αφήνοντας πίσω τη σκόνη τους να κάθεται νωχελικά στα λόγια των ανθρώπων. Και μια μέρα το ακουστικό το σήκωσε ένα μικρό παιδί, σχημάτισε στο στρογγυλό καντράν ένα-ένα τα νούμερα και μίλησε με τον μπαμπά του και του είπε πως "σήμερα στο σχολείο διαβάσαμε ένα μεγάλο παραμύθι".
(Κι αν ίσως αναρωτηθήκατε ποιο το νόημα αυτής της ιστορίας ή τελοσπάντων πώς μπόρεσε και σήκωσε το αφύσικα μεγάλο ακουστικό ένα μικρό παιδί, θα σας πω πως τα πράγματα μοιάζουν τεράστια και ακατόρθωτα όταν φοβόμαστε να τα ακούσουμε, όχι όταν αποφασίζουμε να τα πούμε).