[Μια φορά κι έναν καιρό τα παραμύθια
περνούν στον δικό μας κόσμο, το λεγόμενο και αληθινό, στέκονται για λίγο εδώ,
κοιτούν απορημένα και γρήγορα επιστρέφουν στον δικό τους. Αν είσαι τυχερός θα
τα δεις – αν θες να βλέπεις τα παραμύθια όταν δραπετεύουν.]
Άρχισα να παρακολουθώ παράδοξες σκιές να κινούνται, σχήματα ανθρώπινα που φαίνονταν
να μιλούν, να αγκαλιάζονται, να ικετεύουν. Γύρισα το πλοίο ψάχνοντας να βρω και
άλλες, παντού υπήρχαν, σαν να είχαμε καταληφθεί από τον ανεστραμμένο κόσμο τους.
Προσπάθησα να ακούσω αν μιλούν, μάταια όμως: φαίνονταν να κατοικούν στη σιωπή. Προσπάθησα
να τις πιάσω, το μόνο που κατάφερα ήταν να αγγίξω το βρεγμένο μέταλλο. Γεμάτος έξαψη
γύρισα να δω αν κανείς άλλος είχε αντιληφθεί όλο ετούτο, να μοιραστώ μαζί του την
ανακάλυψή μου έστω. Όμως κανείς δεν υπήρχε, σαν να είχαν όλοι κρυφτεί, σαν να
μην ήταν εδώ.
Μπήκα στη γέφυρα για να μιλήσω στον καπετάνιο, το πλοίο προχωρούσε
ακυβέρνητο προφανώς, αφού κανείς δεν υπήρχε εκεί. Κοίταξα στο σαλόνι του πλοίου:
κανείς. Άρχισα να ψάχνω στους δαιδαλώδεις διαδρόμους, να ανοίγω πόρτες να φωνάζω:
είχαν όλοι φύγει. Βγήκα απελπισμένος έξω, ένας ήλιος λαμπρός είχε απλώσει παντού,
τα σύννεφα είχαν αρχίσει να σκορπούν άκακα πλέον και οι γλάροι, δεκάδες γλάροι,
έκρωζαν πάνω από το κεφάλι μου. Ζυγώναμε στο λιμάνι και μια χαρά ανεξέλεγκτη πλέον
με κατέκλυζε. Γύρισα απορημένος να δω τις φιγούρες στο μπλε κατάστρωμα του πλοίου.
Τα πάντα ήταν πλέον στεγνά και οι σκιές είχαν φύγει.
Ο κόσμος είχε σηκωθεί
κουβαλώντας τα μπαγκάζια του, οι οδηγοί είχαν μπει στα αυτοκίνητά τους περιμένοντας
τη μπουκαπόρτα να ανοίξει, οι μανάδες κρατούσαν τα παιδιά τους από το χέρι και
τα συμβούλευαν να προσέχουν στις σκάλες. Όλα έμοιαζαν σαν να μην έχουν συμβεί.
Ο κόσμος άρχισε να με σπρώχνει στην έξοδο, να με παρασέρνει στη στεριά. Πρέπει
να φαινόμουν παράξενος στα μάτια τους, έτσι που τους άφηνα να με πάνε και να με
αφήσουν εκεί, άβουλο και μόνο. Νόμισα πως όλα αυτά ήταν του μυαλού μου, της σαλεμένης
φαντασίας μου, θυμήθηκα όμως ξαφνικά πως πάνω στην έξαψή μου έβγαλα τη
φωτογραφική μηχανή και φωτογράφισα τις σκιές κάποια στιγμή πάνω στο πλοίο.
Την έψαξα
στην τσάντα μου όλο αγωνία, την άνοιξα, και οι φωτογραφίες ήταν εκεί, οι σκιές ήταν
εκεί, τις είχα αιχμαλωτίσει. Δεν χρειαζόταν πια να αγωνιώ, ούτε βέβαια να αρχίσω
να τις δείχνω στους περαστικούς που βιάζονταν να φτάσουν στον προορισμό τους. Αρκεί
που ήξερα πως όλα αυτά δεν τα είχα φανταστεί.
I'm the invisible man
ΑπάντησηΔιαγραφήI'm the invisible man
Incredible how you can
See right through me
...
Αν δεν τις είχες φωτογραφήσει, γιατί άδειασε η μπαταρία της μηχανής, ή γιατί ξέχασες την κάρτα μνήμης, ή αν έλεγες ότι τράβηξες μεν αλλά ήταν υπερφωτισμένες και δεν ήθελες να τις ανεβάσεις, πάλι θα σε πίστευα.
ΑπάντησηΔιαγραφή;-)
@Rubin;akiM: Διαμπερής ή έστω διαυγής
ΑπάντησηΔιαγραφή@Τσαλαπετεινός: "ήμουνα κι εγώ εκεί κι είχα καπέλο από χαρτί"