Μια φορά κι έναν καιρό ένας συγγραφέας παραμυθιών στέγνωσε μέσα
του από παραμύθια. Ένας αέρας επίμονος έπιασε να φυσά, σύννεφα σκέπασαν τον
ουρανό της ψυχής του και μια αλλόκοσμη σκοτεινιά άρχισε να εισβάλλει στις ρωγμές
της φαντασίας του. Τα λουλούδια των ιστοριών του ξεράθηκαν πρώτα, ύστερα τα δέντρα
απογυμνώθηκαν από το φύλλωμά τους, τελευταία έφυγαν τα ζώα μην έχοντας να φάνε.
Οι ανεμοθύελλες σήκωναν τεράστια σύννεφα σκόνης, τα βράχια έχασκαν πλέον σαν τα
τραύματα της παιδικής μας ηλικίας, χωρίς επούλωση, μολυσμένα και επίμονα. Καμιά
φορά έβλεπες κάποιον σκυφτό περαστικό να περνάει τυλιγμένος με μισοσκισμένα ρούχα,
με τον καιρό ακόμη και οι κακοί των παραμυθιών έφυγαν και πλέον ο συγγραφέας έγινε
ένα μεγάλο νεκροταφείο, μια τρομακτική ερημιά.
Όλοι αναρωτήθηκαν τι συνέβη. Γιατί τελείωσαν τα παραμύθια. Κάποιοι
που τους αρέσει να λένε πως τα ξέρουν όλα αρθρογράφησαν στις εφημερίδες υποστηρίζοντας
πως πάντα τα παραμύθια τελειώνουν. Ύστερα κάποιοι άλλοι είπαν πως τα παραμύθια
είναι για μικρά παιδιά και πως πια ο κόσμος μεγάλωσε. Όπως και να ‘ναι με τον
καιρό το θέμα ξεχάστηκε, το σκέπασε η σκόνη του χρόνου.
Μια μέρα στη φαντασία του συγγραφέα παρουσιάστηκε τελείως
αναίτια ένας αναγνώστης – ένας νεαρός όμορφος άντρας (παλιότερα θα τον έλεγαν
Πρίγκηπα) που έμοιαζε να ψάχνει απελπισμένος στον έρημο κόσμο ιστορίες. Κι ένα
δάκρυ συμπόνιας κύλησε στη ψυχή του δημιουργού που ύστερα έγινε βροχή και πότισε
τον μέσα κόσμο του κι ο ουρανός καθάρισε και τα κλαδιά των δέντρων μπουμπούκιασαν
και φύτρωσαν χόρτα κι η σκόνη κάθισε πάλι στη γη σκεπάζοντας τα βράχια και τα
τραύματα της παιδικής μας ηλικίας κι ύστερα ήρθαν τα ζώα, και οι άνθρωποι, ακόμη
κι οι κακοί των παραμυθιών.
Δεν χρειάστηκε πολλά για να αρχίσει πλέον να γράφει πάλι
παραμύθια ο συγγραφέας παραμυθιών. Μόνο που τώρα ήξερε πως τα παραμύθια τα
γεννούν οι αναγνώστες τους, γι’ αυτούς γράφονται και πάντα θα υπάρχει κάπου ένας
που θα τους ανοίγει την πόρτα της ψυχής του, θα τα φιλοξενεί, θα τα ταΐζει και
θα τους στρώνει να κοιμηθούν.
* αφιερωμένο στον Νίκο.
***
το χαρακτικό είναι του Χριστόφορου Κατσαδιώτη