Τετάρτη 25 Φεβρουαρίου 2015

Το παραμύθι του αναγνώστη*


Μια φορά κι έναν καιρό ένας συγγραφέας παραμυθιών στέγνωσε μέσα του από παραμύθια. Ένας αέρας επίμονος έπιασε να φυσά, σύννεφα σκέπασαν τον ουρανό της ψυχής του και μια αλλόκοσμη σκοτεινιά άρχισε να εισβάλλει στις ρωγμές της φαντασίας του. Τα λουλούδια των ιστοριών του ξεράθηκαν πρώτα, ύστερα τα δέντρα απογυμνώθηκαν από το φύλλωμά τους, τελευταία έφυγαν τα ζώα μην έχοντας να φάνε. Οι ανεμοθύελλες σήκωναν τεράστια σύννεφα σκόνης, τα βράχια έχασκαν πλέον σαν τα τραύματα της παιδικής μας ηλικίας, χωρίς επούλωση, μολυσμένα και επίμονα. Καμιά φορά έβλεπες κάποιον σκυφτό περαστικό να περνάει τυλιγμένος με μισοσκισμένα ρούχα, με τον καιρό ακόμη και οι κακοί των παραμυθιών έφυγαν και πλέον ο συγγραφέας έγινε ένα μεγάλο νεκροταφείο, μια τρομακτική ερημιά.

Όλοι αναρωτήθηκαν τι συνέβη. Γιατί τελείωσαν τα παραμύθια. Κάποιοι που τους αρέσει να λένε πως τα ξέρουν όλα αρθρογράφησαν στις εφημερίδες υποστηρίζοντας πως πάντα τα παραμύθια τελειώνουν. Ύστερα κάποιοι άλλοι είπαν πως τα παραμύθια είναι για μικρά παιδιά και πως πια ο κόσμος μεγάλωσε. Όπως και να ‘ναι με τον καιρό το θέμα ξεχάστηκε, το σκέπασε η σκόνη του χρόνου.

Μια μέρα στη φαντασία του συγγραφέα παρουσιάστηκε τελείως αναίτια ένας αναγνώστης – ένας νεαρός όμορφος άντρας (παλιότερα θα τον έλεγαν Πρίγκηπα) που έμοιαζε να ψάχνει απελπισμένος στον έρημο κόσμο ιστορίες. Κι ένα δάκρυ συμπόνιας κύλησε στη ψυχή του δημιουργού που ύστερα έγινε βροχή και πότισε τον μέσα κόσμο του κι ο ουρανός καθάρισε και τα κλαδιά των δέντρων μπουμπούκιασαν και φύτρωσαν χόρτα κι η σκόνη κάθισε πάλι στη γη σκεπάζοντας τα βράχια και τα τραύματα της παιδικής μας ηλικίας κι ύστερα ήρθαν τα ζώα, και οι άνθρωποι, ακόμη κι οι κακοί των παραμυθιών.


Δεν χρειάστηκε πολλά για να αρχίσει πλέον να γράφει πάλι παραμύθια ο συγγραφέας παραμυθιών. Μόνο που τώρα ήξερε πως τα παραμύθια τα γεννούν οι αναγνώστες τους, γι’ αυτούς γράφονται και πάντα θα υπάρχει κάπου ένας που θα τους ανοίγει την πόρτα της ψυχής του, θα τα φιλοξενεί, θα τα ταΐζει και θα τους στρώνει να κοιμηθούν.

* αφιερωμένο στον Νίκο.

***
το χαρακτικό είναι του Χριστόφορου Κατσαδιώτη

Τετάρτη 18 Φεβρουαρίου 2015

2η καρτ-ποστάλ στο Χαμένο Επεισόδιο


Αγαπητέ Γιώργο,

έξω χιονίζει κι εγώ σου στέλνω χειμωνιάτικη καρτ-ποστάλ, κυρίως γιατί μας αρέσουν τα εσωτερικά τοπία αυτής της εποχής, η γειτνίαση με τα μύχια της ψυχής μας τα κάνει πιο σοφά, πιο στοχαστικά έστω. Σε αντίθεση με αυτά του καλοκαιριού με τον απρόσκλητο ερωτισμό τους, τη χειροπιαστή σωματικότητά τους, τις απόλυτα διακριτές σκιές τους.

Ένας φίλος που λες, μοιάζει να παίζει αυτές τις μέρες με τις ερωτήσεις, αποζητώντας αποχρώσες απαντήσεις. Νομίζω όμως πως οι πιο επιτυχημένες ερωτήσεις δεν γεννούν απαντήσεις, αλλά απορίες, ρωγμές, ασάφειες, αντανακλάσεις. Ο φίλος αυτός λοιπόν μάς ρώτησε «τι είναι εκείνο που μας κάνει να νιώθουμε ότι η ζωή μας έχει νόημα». Στην απορία του ετοιμάστηκα να απαντήσω «αυτά που έχω». Ήταν το πρώτο που σκέφτηκα. Ύστερα σταμάτησα να σκέφτομαι και προσπάθησα να θυμηθώ. Νόημα στη ζωή μού δίνουν βέβαια αυτά που έχω, που έφτιαξα, που κέρδισα. Αλλά και αυτά στα οποία απέτυχα, σε όσα έγιναν και δεν διορθώνονται, σε όσα έχασα, σε όσα πόθησα.

 Θα έχεις περάσει ίσως έξω από ένα σχολείο ώρες και μέρες που δεν λειτουργεί. Θα έχεις αναρωτηθεί πού πάνε οι φωνές των παιδιών όταν το σχολείο αδειάζει. Θα έχεις περπατήσει ίσως στους άδειους δρόμους μιας ξένης πόλης. Θα έχεις ψαύσει απελπισμένα ένα σώμα που έφυγε στα τσαλακωμένα σεντόνια κάποιου κρεβατιού. Θα έχεις εξερευνήσει ίσως ένα παλιό εγκαταλελειμμένο στρατόπεδο και θα έχεις φανταστεί φαντάρους να περνούν χαλαροί ή με στρατιωτικό βήμα, να κάνουν αγγαρείες, σκοπιές, γυμνάσια, να βαράνε προσοχές. «Έχω την τιμή να αναφέρω»…Το στρατόπεδο αυτό θα έχει χορταριάσει, τα τολ θα έχουν ίσως γκρεμιστεί, σκουπίδια από τους ντόπιους θα έχουν σωρευτεί σε κάποιες απόκρυφες γωνιές, θα έχουν συληθεί όλοι οι χώροι με πράγματα  στοιχειώδους αξίας. Κάπου θα βρεις ίσως παλιές τσόντες με κιτρινισμένα γυμνά κορίτσια να χαϊδεύουν τα στήθη τους. Το βλέμμα τους θα έχει θολώσει από τη βροχή και τη βρώμα, όμως αυτές θα μένουν εκεί εγκλωβισμένες στον πόθο που τις αναζήτησε, μέχρι το χαρτί να λιώσει τελείως ή μέχρι κάποιο τρωκτικό να τις κάνει χαρτοπόλεμο στη φωλιά του. Η πύλη του παλιού στρατοπέδου θα έχει παραβιαστεί, η δεξαμενή του νερού θα στέκει άδεια και εγκλωβισμένη στην άκρη του στρατοπέδου. Θα ανέβεις ίσως τη σκουριασμένη σκάλα, θα φτάσεις ψηλά κι από εκεί πάνω θα δεις πάλι τον κόσμο σαν έφηβος

Λοιπόν καθώς αφήνομαι στην ανάμνηση αυτή, ενώ υποτίθεται πως άλλα είχα στο νου μου να σου πω, σκέφτομαι πως ίσως όχι αυτά που έχουμε, αλλά αυτά που χάσαμε ή ποτέ δεν κερδίσαμε δίνουν νόημα στη ζωή μας. Όχι η ικανοποίηση, αλλά η απουσία, όχι η ευτυχία, αλλά ο πόνος. Είναι λίγο άδικο όλο αυτό βέβαια. Αλλά από τη συγκίνηση που μου προκαλεί αυτό που λείπει νομίζω πως τις περισσότερες φορές αντιλαμβάνομαι την αξία αυτού που ποθώ. Γι' αυτό ίσως μου αρέσουν τα σημάδια της απουσίας, η ηχώ της ζωής.

Χθες στο κρεβάτι ενός νοσοκομείου εδώ στην Αθήνα, ένας άντρας, λίγο μεγαλύτερός μου, με καρκίνο στον οισοφάγο και στο στομάχι ανάρρωνε από μια εγχείρηση. Δίπλα στο κρεβάτι του είχε μια φωτογραφία με τις κόρες του. Στην κουβέντα με τους διπλανούς ασθενείς και συνοδούς είπε κάποια στιγμή πως η μεγαλύτερη ευτυχία είναι τα παιδιά. Το είπε αβίαστα και νομίζω πως το εννοούσε με έναν τρόπο πιο στοχαστικό. Τα παιδιά είναι μια ευτυχία που δεν σου ανήκει, τη φροντίζεις, την αγαπάς, αλλά δεν είναι δικιά σου, θα φύγει, θα πάρει το δικό της δρόμο. Τα παιδιά είναι ένα κομμάτι που φεύγει στο μέλλον, είναι ελπίδα προφανώς και αγάπη δίχως όρους βέβαια.

Στην ερώτησή σου λοιπόν θα απαντούσα, προσπαθώντας μάταια ίσως να αποφύγω το διδακτισμό, πως νόημα στη ζωή δίνει το παρελθόν και το μέλλον, η διάψευση και η ελπίδα, η απουσία κι ο πόθος, οι άνθρωποι που χάσαμε και οι άνθρωποι που θα κερδίσουμε. Ευτυχώς.

Έξω σταμάτησε να χιονίζει. Και σε αυτή την καρτ-ποστάλ το τοπίο αλλάζει σιγά-σιγά. Ωραία τα τοπία που αλλάζουν.

σε φιλώ,
Γιώργος

***
ο πίνακας είναι του Γιάννη Στεφανάκι

Τρίτη 10 Φεβρουαρίου 2015

Ερωτευμένος προς υπηρέτριαν


Γιατί να βασανίζεσαι,
Ασπριδερή μου χήνα,
Με λίγδαις και με κάρβουνα,
Μέσα εις την κουζίνα;

Άκου τα πιάτα που βροντούν,
Όταν τα θερμοπλένης
Κι εγώ νομίζω πως σιγά
Τη σκάλα κατεβαίνης

Δεν είναι κρίμα κι άδικο
Σε νεια χαριστωμένη
Στο μαγερειό ξυπόλυτη
Τον τέντζερε να πλένη;

Πάρε με ΑΔΡΙΑΝΑ μου
Να σου βοηθώ στην πλύσι
Και να σου κουβαλώ νερό
Απ' το Βαθρακονήσι

***
σε ένα κολοβό βιβλίο του 19ου αιώνα που με δυσκολία και αβεβαιότητα κάπως ταυτοποίησες (μάλλον πρόκειται για το "Ελληνική Ανθολογία: ήτοι συλλογή των ελληνικών ασμάτων / υπό Ανέστη Κωνσταντινίδου. Εν Αθήναις: Καταστήματα "Ο Κοραής", 1883") βρίσκεις αυτό το ποίημα. Και λίγη ώρα μετά εύκολα ανακαλύπτεις πως είναι τραγούδι που εδώ θα ακούσεις σε μια ηχογράφηση του 1906:


Δευτέρα 9 Φεβρουαρίου 2015

Μαρτυρολόγιο (ΙΙ)


Τα φώτα χαμήλωσαν. Κι εμείς γύρω του. Πήρε την κιθάρα στα χέρια. Τα πρώτα τινάγματα των χορδών της σαν σπασμοί οργασμού, σαν την πρώτη ανάσα μια γέννας. Πλησίασε στο μικρόφωνο κι άρχισε το αργόσυρτο τραγούδι του - σαν τον θάνατο αργόσυρτο.

Ύστερα κατέβηκε (ή εμείς σηκωθήκαμε). Τον κοίταξα και αναρωτήθηκα: "πού πήγε αυτός που ήταν μέσα του;"
*** 

Ένα κοριτσάκι με κοτσιδάκια, η Στέλλα, κι ένα αγοράκι με αμυγδαλωτά μάτια παίζουν κρυφτό

μέχρι τα βαθιά τους γεράματα
***

Μια νύχτα ένα κοπάδι λύκους τους έφαγε ένα πρόβατο.

Κανείς τους δεν το περίμενε!

***
(ο πίνακας είναι του Νίκου Χουλιαρά)

Παρασκευή 6 Φεβρουαρίου 2015

Τεκμήριον φιλίας


Στις 20 Νοεμβρίου του 1915, στη Λυών, ο Έλληνας φοιτητής της Ιατρικής Ευάγγελος Κουταβάς δώρισε στο φίλο και συμφοιτητή του Γιώργο Παπακώστα ένα μικρό βιβλίο. Πρόκειται για μια σύνοψη της μουσικής θεωρίας του Γάλλου μουσικού και παιδαγωγού Adolphe Danhauser, η τριακοστή τέταρτη έκδοσή της, του 1909. 

 Έχουν περάσει σχεδόν 100 χρόνια από τότε - κάτι λίγοι μήνες υπολείπονται. Οι δυο φίλοι, μελετητές της οστεολογίας, έχουν πεθάνει προ πολλού. Το τεκμήριο της φιλίας τους θα μπει κι αυτό στο ράφι της βιβλιοθήκης της Ακαδημίας Αθηνών.




Δευτέρα 2 Φεβρουαρίου 2015

Μια σκέψη για τα χρόνια της Κρίσης


Σκεφτόμουν χθες πως μετά από κάποια χρόνια θα λέω πως τα χρόνια της Κρίσης δεν τα έζησα μόνος, δεν κοίταξα την πάρτη μου, πως υπήρξα ένα κομμάτι των αγώνων που έγιναν και μια από τις δυνάμεις που τα καθόρισαν. Είναι νομίζω καλό κάτι τέτοιο.