Ας τον πούμε «Βασίλη». Ο Βασίλης έχει ένα ψιλικατζίδικο με
την κυρά του. Από νωρίς το πρωί μέχρι τα μεσάνυχτα το ψιλικατζίδικο είναι
ανοιχτό. Ο Βασίλης είναι από το Αγρίνιο και ήταν της "δημοκρατικής παράταξης" για πολλά χρόνια.
Όποτε μπεις θα τον δεις να καπνίζει και η τηλεόραση πάνω από το ψυγείο θα είναι
ανοιχτή. Ποτέ αυτά τα χρόνια ο Βασίλης δεν είπε κάτι για όσα έχουν γίνει, ίσως
καμιά φορά να του ξέφυγε κάποιο μισόλογο όταν αγόραζα την Αυγή τις Κυριακές,
όχι τίποτα παραπάνω από ένα «μας έχουν ταράξει στους φόρους». Ο Βασίλης έχει
μαγαζί, δεν πρέπει να εκτίθεται. Προχθές την Κυριακή, πριν μπω, κάθισα να δω τα
πρωτοσέλιδα απλωμένα έξω από το ψιλικατζίδικο, βγήκε και με κοιτούσε με ένα
τσιγάρο στο στόμα. «Σπέρνουν πανικό» του είπα, «δες τα πρωτοσέλιδα, Βήμα,
Έθνος, Πρώτο Θέμα». Νομίζω πως απλά εκείνη τη στιγμή έβαλα φωτιά στο φυτίλι. Ο
Βασίλης άρχισε να φωνάζει, να βρίζει τον Τσίπρα, να αναπαράγει όσα μέχρι
εκείνη την ώρα είχα ήδη ακούσει από την τηλεόραση, «ότι ο κόσμος δεν μπορεί να
βγάλει τα λεφτά του από τις τράπεζες», ότι «το δημοψήφισμα γίνεται γιατί δεν
θέλει να πάρει την ευθύνη ο Τσίπρας που γι’ αυτό τον ψήφισαν», ότι «από πού κι
ως πού να αποφασίσει ο κόσμος σε δημοψήφισμα» και άλλα. Ο Βασίλης ήταν
επιτέλους θυμωμένος. Η έντασή του με ξάφνιασε, ψέλλισα δυο κουβέντες αδύναμες,
κυρίως γιατί σεβάστηκα την κατάστασή του, τον πανικό που τον είχε επιτέλους
ξεγυμνώσει. Μέχρι να επιστρέψω στο σπίτι είχα προλάβει να σκεφτώ πως ο Βασίλης θα πρέπει για πρώτη φορά στη ζωή του να επιλέξει το μαύρο ή το άσπρο, πως ο
μικρομεσαίος κεντρώος ψηφοφόρος που τόσα χρόνια ανέθετε τη σωτηρία σε έναν
ηγέτη, τώρα έπρεπε να επιλέξει ο ίδιος όχι έναν ηγέτη, ούτε ένα κόμμα, αλλά μια
πολιτική απόφαση, έπρεπε να επιλέξει μια πολιτική πράξη που δεν δίνεται σε
αποχρώσεις πιο παλ.
Μια από τις συνέπειες του δημοψηφίσματος είναι ότι έκανε
κάποιους ανθρώπους που δεν μίλησαν αυτά τα 5 χρόνια για όσα γίνονταν, πλέον να
εκφραστούν, να αποκαλύψουν τι πιστεύουν. Ανθρώπους που ανάσαιναν εύκολα όταν οι διαδηλώσεις πνίγονταν στα δακρυγόνα και στην
αστυνομική τρομοκρατία. Ανθρώπους που τρομοκρατήθηκαν μην απολυθούν από το
Δημόσιο, αλλά δεν αντιστάθηκαν, δείχνοντας τους διπλανούς τους ως κατάλληλα
θύματα. Ανθρώπους που συναινούσαν σιωπηλά, που δεν αντέδρασαν ούτε όταν τους
είπαν συνενόχους στην καταστροφή. Αυτοί οι πάντα ψύχραιμοι, πάντα αδιάφοροι και
ιδιοτελείς είναι έξαλλοι τώρα. Η οργή τους με ξαφνιάζει γιατί παρά τα δακρυγόνα
και τη βία που έχω υποστεί, παρά τη διαρκή εργασιακή ανασφάλεια στην οποία ζω
εδώ και 16 χρόνια, παρά τη στοχοποίησή μου ως αναλώσιμου από τους ίδιους τους
μόνιμους δημόσιους υπαλλήλους και συναδέλφους μου, εγώ συνεχίζω να είμαι φύσει ευγενικός και θέσει αλληλέγγυος.
Σας αγαπώ πασοκάκια μου. Που κάποτε νομίζατε πως είστε και η
δημοκρατική παράταξη βρε κακό χρόνο να ‘χετε. Σας αγαπώ γιατί η ψυχραιμία που
χάνετε και ο φόβος σας τρέφει τη βεβαιότητά μου.