Τρίτη 1 Σεπτεμβρίου 2015

Το παραμύθι του Άλμπι


Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε σε ένα νησί ένα παιδί, ένα παιδί που το έλεγαν Άλμπι. Σε ένα μικρό χωριό, πολύ μικρό χωριό ζούσε ο Άλμπι, που είχε μια μεγάλη, πολύ μεγάλη παραλία, και τα καλοκαίρια πήγαινε κι ερχόταν σε αυτή τη μεγάλη, πολύ μεγάλη παραλία. Ο κόσμος του Άλμπι ήταν ένα φωτεινό καλοκαίρι παίζοντας, με τα κύματα παίζοντας ή στην άμμο, παίζοντας ένα αυτοσχέδιο παιχνίδι με χαρτιά το βράδυ στην καντίνα του Ηρακλή και της Αφροδίτης. Παίζοντας με τα παιδιά που έρχονταν στο νησί, τουρίστες ή ξενιτεμένους που επέστρεφαν για διακοπές στο γενέθλιο τόπο.

Και ύστερα ερχόταν το φθινόπωρο που άδειαζε την παραλία και τα πρόσωπα αποχωρούσαν στη συννεφιά της κανονικής τους ζωής και ξεκινούσε το δημοτικό πάλι, όμως το καλοκαίρι περίμενε να εμφανιστεί και εμφανιζόταν ξανά. Και ο Άλμπι έπαιρνε τη φουσκωτή του βάρκα, τη γέμιζε παιδιά και τα πήγαινε δεξιά στον ένα βραχίονα της παραλίας, πίσω από το μεγάλο βράχο με την ελληνική σημαία που είχε τεράστια φύκια στο βυθό ή ψάρευαν με τα καλάμια τους στο μώλο αριστερά χωρίς ποτέ να πιάσουν ένα ψάρι.


Μια φορά κι έναν καιρό οι γονείς του Άλμπι του είπαν πως θα επέστρεφαν στην πατρίδα τους. Δεν μπορούσαν άλλο να ζήσουν στην Ελλάδα, γιατί η οικονομική κρίση δεν τους επέτρεπε να δουλεύουν και να ζουν αξιοπρεπώς. Και πως θα είναι καλύτερα στην Αλβανία του είπαν, και πως εκεί δεν θα τον λένε «αλβανάκι». Κι έτσι τελείωσε οριστικά το μεγάλο, πολύ μεγάλο καλοκαίρι του Άλμπι. Τώρα ο κόσμος του μεγάλωσε κι άλλο – δεν είχε θάλασσα πια στο μεγάλο, πολύ μεγάλο, κόσμο του κι αφήσαν τη βάρκα πίσω στο νησί.

***
ο πίνακας είναι του Γιώργου Τζάννε "Κάφκου"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου