Τα τελευταία χρόνια της Κρίσης, στις
ελληνικές βιβλιοθήκες έλαχε μια καλή δημοσιότητα για τα δεδομένα τους και στο
βαθμό που γενικά αφορούν την ελληνική κοινωνία. Διαλύτης αυτής τη δημοσιότητας
ήταν η παρουσία και δράση των μεγάλων χορηγικών ιδρυμάτων που εμφανίστηκαν,
υποστηρίχθηκαν και έδρασαν στο προνομιακό πολιτικό, οικονομικό και
επικοινωνιακό πεδίο της φιλελεύθερης επέλασης αυτών των χρόνων. Ο καλός χορηγός
διεκδικεί το ρόλο του οραματιστή και υλοποιητή εκεί που το κράτος έχει
χρεοκοπήσει, όχι μόνο οικονομικά, αλλά και πολιτικά, στα μάτια των πολιτών. Ο
καλός χορηγός χτίζει τη νέα Εθνική Βιβλιοθήκη και τη Λυρική Σκηνή, συγκροτεί δίκτυα
για τις βιβλιοθήκες του μέλλοντος, φτιάχνει νοσοκομεία, τρέφει παιδιά, οργανώνει
πολιτιστικές δράσεις. Ο καλός χορηγός είναι παντού, από όπου αίφνης απουσιάζει
το κράτος.
Ακόμη και αν ο χορηγός φτιάξει
υποδομές, ούτε θέλει, ούτε μπορεί να τις συντηρεί μόνιμα και σίγουρα δεν μπορεί
και δεν θέλει να συγκροτήσει πλαίσια και πολιτικές, σχεδιασμό και στρατηγικές
για τη λειτουργία όσων υποστηρίζει. Το δύσκολο και λιγότερο «επικοινωνήσιμο» μέρος
της δουλειάς αφήνεται στο κράτος, οπότε, για έναν ακόμη λόγο, θα έχουμε να λέμε
για την ανικανότητά του να παραλάβει μια δωρεά και να τη λειτουργήσει.
Το κράτος στις διάφορες θεσμικές του εκφράσεις έχει προσπαθήσει να παίξει, αδύναμα και δειλά, στο πεδίο της πολιτιστικής πολιτικής με τους όρους που επικοινωνιακά έβαλαν οι χορηγοί και τα Μέσα τους όλον αυτό τον καιρό. Ευκρινές είναι το παράδειγμα που μας δίνει ο τρόπος που πολιτεύεται ο δήμαρχος της Αθήνας και η κυβερνώσα παράταξή του στην πρωτεύουσα. Συνέργειες με πάσης φύσης ομάδες, στις οποίες παραχωρούνται οι χώροι του Δήμου, προκειμένου άναρχα, περιπτωσιακά, χωρίς μπούσουλα και πλαίσιο, να οργανώνονται τζάμπα πολιτιστικές δράσεις στο πνεύμα της χίπστερ εναλλακτικότητας, ένα λίγο-πολύ χαζοχαρούμενο, εύπεπτο, ποπ προϊόν στο οποίο μπαίνει η σφραγίδα του Δήμου της Αθήνας, χωρίς να έχει μπει τίποτε άλλο δικό του.
Αν πάμε στο επίπεδο της Κεντρικής Σκηνής, δεν μπορεί παρά να αποδεχτούμε πως όλα αυτά τα ελπιδοφόρα και καινούρια που ευαγγελιζόταν η πρώτη φορά Αριστερά στην κυβέρνηση δεν τα έχουμε δει, δεν τα βλέπουμε και μάλλον δεν θα τα δούμε ούτε στον πολιτισμό. Αν εξαιρέσει κανείς τις αλλαγές σε πρόσωπα και διοικήσεις (κι αυτές, στις περισσότερες περιπτώσεις ατυχείς), δεν έχουν υπάρξει δομικές αλλαγές που θα αποτελμάτωναν τους οργανισμούς που υπηρετούν τον πολιτισμό σε αυτή τη χώρα. Βέβαια από εξαγγελίες πάμε καλά, πόσο μάλλον που αλλάζουμε συχνά υπουργούς και υφυπουργούς. Εξαγγελίες ο Νίκος Ξυδάκης, εξαγγελίες ο Αριστείδης Μπαλτάς, εξαγγελίες ο Κώστας Γαβρόγλου, εξαγγελίες ο Νίκος Φίλης, εξαγγελίες η Λυδία Κονιόρδου… (για να μην πιάσουμε τους υφυπουργούς – σύντροφε Πελεγρίνη τρέμε…). Με τόσες εξαγγελίες λες «δεν μπορεί, θέλουν…, αλλά δεν μπορούν» και μετά λες «να τους αφήσουν να προλάβουν να τα φτιάξουν»… Τόσοι υπουργοί άλλαξαν και το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου παραμένει αιχμάλωτο των μνημονίων – κι αν δούλεψαν γι’ αυτό στο παρελθόν άνθρωποι κι άνθρωποι της Αριστεράς, κι αν έγιναν ημερίδες και επεξεργασίες στο Τμήμα Πολιτισμού του κυβερνώντος κόμματος. Και από τις αντιχορηγικές κορώνες της προκυβερνητικής περιόδου γρήγορα φτάσαμε στο «προσκύνημα» Τσίπρα στο Κέντρο Πολιτισμού Ιδρύματος «Σταύρος Νιάρχος» και τη συγκίνηση του Υπουργού Μπαλτά για το μέγεθος της δωρεάς. Ο ρεαλισμός άνθισε, ο καρπός έδεσε – αλλά είναι σάπιος.
Στη συζήτηση για τον προϋπολογισμό στη Βουλή ο μέχρι τώρα υπουργός Παιδείας είπε εν μέσω πολλών άλλων και τα εξής (όπως τα αποδίδει η «Αυγή»): «Η μεγάλη εικόνα της εκπαίδευσης δεν αφορά μόνο τις τυπικές βαθμίδες της εκπαίδευσης. Αφορά και τον τρόπο που συναντιέται με τη γνώση ολόκληρη η κοινωνία. Οι Βιβλιοθήκες, όπως και τα Αρχεία, πρέπει να γίνουν ζωντανές κοιτίδες πολιτισμού στον ιστό των πόλεων. Μια από τις πιο σημαντικές πρωτοβουλίες προς την κατεύθυνση αυτή, είναι η επανεκκίνηση της Εθνικής Βιβλιοθήκης στη νέα της έδρα και ο επανασχεδιασμός των δράσεών της. Η διασύνδεσή της με τις δημόσιες βιβλιοθήκες της χώρας φιλοδοξούμε να πυροδοτήσει μία νέα πολιτική για το βιβλίο και την ανάγνωση». Όμορφα λόγια, αναμφισβήτητα. Τα είχε πει και ο προκάτοχος και ο προκάτοχος του προκατόχου. Όμως λόγια και αοριστίες: πώς θα συναντηθεί η γνώση με την κοινωνία; Πώς μια προ αρκετών μηνών εξαγγελία για τις λαϊκές/δημόσιες βιβλιοθήκες και τα Αρχεία του Κράτους ξανα-εξαγγέλεται εξίσου γενικόλογα και συνδέεται «πυροδοτικά» με τη νέα πολιτική για το βιβλίο και την ανάγνωση; Δεν έχουμε εδώ επανάληψη μόνο των εξαγγελιών, αλλά και επανάληψη των απουσιών: επαναλαμβάνεται στα υπουργικά χείλη η απουσία σχεδίου, η απουσία ενός συλλογικού (θεσμικού και εξωθεσμικού) επεξεργαστή αυτής της πολιτικής.
Ε, και τι έγινε; Τι τη θέλουμε την πολιτική βιβλίου; Τι τη θέλουμε την πολιτική ανάγνωσης; Βιβλία ή φάρμακα χρειαζόμαστε; Εδώ δεν προσλαμβάνονται γιατροί και δάσκαλοι, για βιβλιοθηκονόμους θα μιλάμε τώρα; Μια ιδιωτική εταιρεία προ λίγων ημερών ζήτησε έμπειρους άνεργους βιβλιοθηκονόμους για ένα έργο που αναλαμβάνει για λογαριασμό της Εθνικής Βιβλιοθήκης. Δυστυχώς ακόμη δεν έχει συγκροτήσει ομάδα έργου: προσήλθαν πολλοί βιβλιοθηκονόμοι, με άριστες σπουδές, αλλά χωρίς καμία εμπειρία. Σπουδαγμένοι, αλλά «άχρηστοι». Προσλήψεις μόνιμου προσωπικού σε βιβλιοθήκες πρέπει να έγιναν τελευταία φορά πριν περίπου 10 χρόνια – αν εξαιρέσει κανείς τις ελάχιστες στην Εθνική Βιβλιοθήκη κατ’ απαίτηση του χορηγού πέρυσι. Αλλά μήπως πολιτική βιβλίου γίνεται χωρίς τους ανθρώπους; Μα το πρόβλημα δεν είναι ούτε ποιος θα την υλοποιήσει, αλλά το ότι δεν υπάρχει πολιτική βιβλίου: με δυο λόγια δεν υπάρχει σχεδιασμός πώς η γνώση θα συναντήσει την κοινωνία, προκειμένου να την ενεργοποιήσει στις απαιτήσεις της σημερινής εποχής. Ούτε καν η ενιαία τιμή του βιβλίου δεν έχει αποκατασταθεί. Οι εκδότες κλείνουν ο ένας μετά τον άλλο, τα βιβλιοπωλεία επίσης, το δίκτυο διανομής και τα σημεία πώλησης των βιβλίων ανασυντίθενται μέσω των εμπορικών σχημάτων super market και εταιρειών κινητής τηλεφωνίας, στο χώρο του βιβλίου κυριαρχεί ο εργασιακός μεσαίωνας. Ό,τι ξέραμε στο χώρο του βιβλίου, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο
καταρρέει. Αλλά εμείς εξαγγέλλουμε αοριστίες και καλές προθέσεις.
Δεν είναι πως δεν υπάρχουν άνθρωποι να δουλέψουν προς μια κατεύθυνση σχεδιασμού και υλοποίησης μιας πολιτικής ανάγνωσης και βιβλίου. Δεν λείπει ούτε η γνώση, ούτε το ενδιαφέρον. Λείπει όμως σίγουρα αυτό που η Αριστερά φαινόταν πως θα μπορούσε να αξιοποιήσει με το αξιακό της βάρος και την ορμή της: να εμπνεύσει ανθρώπους να εργαστούν συλλογικά και να παράξουν έργο. Δεν το έκανε. Αντ’ αυτού, επιλέγει ανθρώπους εμπιστοσύνης σε θέσεις-κλειδιά ή συγκροτεί
επιτροπές ειδικών, για να προτείνουν κάποια πράγματα υπό το ασφυκτικό πλαίσιο της συμφωνίας του περσινού καλοκαιριού. Δεν ξέρουμε τι έχει προτείνει η επιτροπή του ΥΠΠΟ για το βιβλίο στον πρώην υπουργό, επομένως δεν μπορούμε να τοποθετηθούμε στη βάση όσων ενδεχόμενα έχουν προτάξει, δεν ξέρουμε καν αν εκείνος τα έχει δεχτεί και πότε και πώς θα τα υλοποιήσει η κυβέρνηση και η διάδοχός του. Η κοινότητα του βιβλίου
δεν συμμετέχει στη συγκρότηση πολιτικής για το βιβλίο. Κι έτσι θα επαναλαμβάνονται όλες οι στρεβλώσεις του κακού παρελθόντος, παραγοντισμοί και μεροληψίες, μερικότητες και συνεχνιακές τακτικές.
Μια τελευταία ευκαιρία σε μάλλον συμβολικό επίπεδο για να ξεκουνήσουν κάπως τα πράγματα, φάνηκε να είναι η επιλογή της Αθήνας ως "παγκόσμιας πρωτεύουσας βιβλίου" για το 2018. Ο δήμαρχος έδωσε συνέντευξη, τα ΜΜΕ χάρηκαν κι έκτοτε σιωπή: ύποπτη σιωπή. Κανείς από όσους δήλωσαν από την πρώτη στιγμή διαθεσιμότητα δεν έχει ειδοποιηθεί για να βοηθήσει, να προτείνει ιδέες, να συμμετέχει σε ομάδες εργασίας να εργαστεί για μια μάλλον καλή ευκαιρία να τονωθεί η σχέση των πολιτών με το βιβλίο, την ανάγνωση, το βιβλιοπωλείο, τον εκδότη, τη βιβλιοθήκη, την έντυπη παραγωγή. Μάλλον πάμε σε άλλη μια τυπική διοργάνωση όπως όλες της δημαρχίας Καμίνη: αναθέσεις σε τρίτους. Αλλά για το θέμα αυτό καλό θα ήταν να τα πούμε ξεχωριστά.
Στις σκόρπιες κάπως σκέψεις που προηγήθηκαν μπορούμε να αναγνωρίσουμε την αγωνία και τον προβληματισμό. Ακόμη και ο καλόπιστος κριτής δεν θα εντοπίσει σήμερα ιδεοληπτικές αποφασιστικότητες στα υποκείμενα της κυβερνητικής εξουσίας, όπως γινόταν στο παρελθόν. Αλλά στη σημερινή κυβερνητική πολιτική για τον πολιτισμό και το βιβλίο κυβερνάει από ό,τι φαίνεται μόνο η αναποφασιστικότητα. Ο χώρος του βιβλίου και της ανάγνωσης είναι ο χώρος της γνώσης, είναι το χτίσιμο του μέλλοντος. Στην παρούσα φάση, για διαφορετικούς λόγους, ο χώρος αυτός έχει αφεθεί στην κακή του τύχη τόσο από τους διαφημισμένους χορηγούς, όσο και από την πολιτεία. Δεν ξέρω αν αυτό μπορεί πια να μας ενεργοποιήσει ως πολίτες. Θα πρέπει να φτιάξουμε μόνοι μας τις συλλογικότητες που θα διεκδικήσουν και θα εργαστούν για τον πολιτισμό μας.