Μια φορά κι έναν καιρό ένας άντρας στάθηκε δίπλα στο ανοιχτό παράθυρο της νύχτας. Κοίταξε από ψηλά τους δρόμους και τα φώτα τους και τις σκιές των ανθρώπων που περπατούσαν σκυφτές, σέρνονταν σε γωνίες και τοίχους και χάνονταν στα σκοτεινά σοκάκια – μόνο τη νύχτα οι σκιές αφήνουν τα σώματα και κυκλοφορούν μονάχες τους ελεύθερες και κολασμένες. Η σκοτεινή ανάσα χάιδευε απαλά το καλοσχηματισμένο γυμνό κορμί του, ήχοι ονείρων και μαχών σε τσαλακωμένα κρεβάτια του ψιθύριζαν υποσχέσεις, όμως εκείνος έκλεισε το παράθυρο, έσβησε το φως και κοιμήθηκε. Μια σκέψη τον βασάνιζε απ’ το πρωί: που είδε ένα παιδί να κόβει ένα λουλούδι από ένα κυκλάμινο, να το δείχνει στη μαμά του κι ύστερα να το αφήνει να πέσει πίσω του αδιάφορα. "Τόση ομορφιά και να κόβεται εύκολα από τα πιο μικρά χέρια", σκεφτόταν. "Και τη δική μου ομορφιά ένα χέρι θα την υμνεί, κι ένα άλλο θα την κόψει μια μέρα". Από εκείνη τη νύχτα κανείς δεν τον ξανάδε στο παράθυρο. Κάποιος είπε πως οι σκιές είναι άνθρωποι που αρνήθηκαν να μοιραστούν την ομορφιά τους και κάποιος άλλος πως όλα αυτά είναι φαντασίες των ποιητών.
***
Ο πίνακας είναι του Julian Trevelyan
Απλα οτι γραφεις υπεροχα
ΑπάντησηΔιαγραφήΜαρια