Το επόμενο πρωί ξύπνησαν οι κάτοικοι της αγέλαστης πολιτείας κατακουρασμένοι και αγέλαστοι όπως πριν. Το νέο μαθεύτηκε αμέσως σ’ όλη τη χώρα. Δυο τρεις ξένοι που έτυχε να είναι περαστικοί την ημέρα του γλεντιού το διαδώσανε παντού: «Στην αγέλαστη πολιτεία κάηκε το πελεκούδι. Κάηκε». Δε βαριέσαι όμως. Οι αγέλαστοι άνθρωποι δεν πίστευαν κανέναν και τίποτα.
- Εμείς γι αυτά δεν είμαστε
τ’ αυτί μας δεν ιδρώνει
Εδώ τσαλίμια και γιορτές και τρέλες δε σηκώνει.
Οι ξένοι ονειρευτήκανε
και λένε παραμύθια.
Μα αν τύχει και τους πιάσουμε θα κλάψουνε στ’ αλήθεια.
- Μα για να πούμε βρε παιδιά
και του στραβού το δίκιο:
πώς γίνεται το όνειρο
να δούμε όλοι το ίδιο;
- Εσύ να σκάσεις δάσκαλε
και να μην επιμένεις
και στα μικρά άλλη φορά
τραγούδια μη μαθαίνεις.
Εσένανε σε πήραμε
να μάθεις τα παιδιά μας
Να γράφουν, να διαβάζουνε,
να ‘ρθουν στα βήματα μας
Και όχι τραγούδια να τους λες
και χαζοπαραμύθια.
Βοτάνια, καλικάτζαρους
και τέτοια κολοκύθια.
- Αλλά εμείς τους είπαμε
ο δάσκαλος δε φταίει.
Ορίστε τον εκάνατε
τον άνθρωπο να κλαίει
Έχουνε αυτάρες και μαλλιά
και ξέρουν τραγουδάκια.
Και κάνανε τις χήνες τους
σαν αεροπλανάκια.
Έχουνε κι ένα αρχηγό
που μοιάζει με μπαούλο
Να ζήσεις Μανδρακούλο μας,
να ζήσεις Μανδρακούλο!
Κύλησε σιγά-σιγά ο καιρός σαν το ροδάνι του μύλου που ποτέ δε σταματάει και το περίεργο όνειρο ξεχάστηκε. Κανείς δεν ξαναμίλησε πια γι αυτό στην Αγέλαστη Πολιτεία. Όμως που και που τα πρωινά όταν ο ήλιος έλαμπε ζεστός και τα παιδιά παίζανε στην αυλή του σχολείου ο γέρο δάσκαλος τα άκουγε ξαφνιασμένος να τραγουδούν και να χορεύουν ένα παράξενο τραγούδι.
- «Περίεργο! Τι είν’ αυτό;»
Αυτός ποτέ δεν τους είχε μάθει τραγούδια, γιατί απλούστατα δεν ήξερε ο άνθρωπος.
Και επίσης παρατήρησε ότι κάθε φορά που πιασμένα σε κύκλους τραγουδούσαν, ο ουρανός ψηλά γέμιζε κάτασπρες χήνες και τα παιδιά τις χαιρετούσαν με τα μαντηλάκια τους, έτσι όπως τις έβλεπαν να πετούν στον αέρα σα μικρά τρεχαντήρια.
Χόρευαν και τραγουδούσαν κι αντιλαλούσε απ’ τις φωνές όλη η πράσινη κοιλάδα. Κι αντιλαλούσε γλυκά απ’ τα γέλια τους η Αγέλαστη πολιτεία……
Ρουμ, παπαρούμ, παπαρούμ, παπαρούνα,
Ρουμ, παπαρούμ, παπαρούμ, παπαρούνα,
Τη στίβουμε και κάνουμε ματζούνα
Και ύστερα τη βάζουμε να βράζει
Δεκαοχτώ μερόνυχτα σε σιγανή φωτιά.
*********
από τό έργο των Κατσιμίχα "η αγέλαστη πολιτεία και οι καλικάντζαροι" .
*********
η φωτογραφία είναι από το ημερολόγιο του Συλλόγου Γονέων & Κηδεμόνων του 142ου Δημοτικού Σχολείου της Αθήνας
Κι εμεις αγέλαστη πολιτεία είμαστε...
ΑπάντησηΔιαγραφήΤέλεια φωτο. Εξαιρετικός ο γυμναστής του σχολείου!!! :))
ΑπάντησηΔιαγραφήΝα καταφέρουμε να ζήσουμε σε μια γελαστή (και όχι καταγέλαστη) πολιτεία που να μας αξίζει, εύχομαι!
Είμαστε η αγέλαστη πολιτεία. Κι όσα τραγούδια ξέρουμε μας κάνουν και ξεχνάμε.
ΑπάντησηΔιαγραφήΥ.γ.Η αποστροφή για το δάσκαλο χτύπησε φλέβα, αλλά την προσπερνώ και έρχομαι στην ουσία:
Μες στη μαρμίτα με την παπαρούνα να μέναμε για πάντα ;)
Αν εμείς είμαστε η Αγέλαστη Πολιτεία, ποιοι είναι οι καλικάτζαροι;
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλημέρα σας
Μερικοί από εμάς , όταν αφήνουν την κατάθλιψη κατά μέρος! ;)
ΑπάντησηΔιαγραφήok, "το 'πιασα" !
ΑπάντησηΔιαγραφή