σφραγίδα σε σχολικό βιβλίο του 1946 |
Αχ αυτή η πόλη. Οι υπόγειες διαδρομές της. Η χειμωνιάτικη
μοναξιά της. Όμορφη πόλη, αληθινή δηλαδή. Γυμνή. Έχει συνηθίσει να ζει με τις
πληγές της. Τρίτη απόγευμα περιφέρομαι στην πλατεία Κοτζιά. Το παζάρι βιβλίου
πνιγμένο στον κόσμο. Χιλιάδες βιβλία σε χαμηλές τιμές, βλέμματα και χέρια
ψάχνουν, πρώτη κίνηση γυρίζουν το βιβλίο ανάποδα, κοιτούν την τιμή, ύστερα ενδιαφέρονται
για το περιεχόμενο. Υπάρχει μια χυδαία ασέβεια σε αυτή την διαδικασία, μια βίαιη
αδιακρισία: τα βιβλία είναι φτηνά, δεν αξίζουν το θαυμασμό, τα γδύνουν, ζουλάνε
το σώμα τους, κοιτούν τα δόντια τους κι ύστερα τα πετούν σε ένα καλάθι ή στη
θέση τους πίσω. Δεν αγαπήσαμε ποτέ τα βιβλία, την ανάγνωση αγαπήσαμε,
σκέφτομαι. Δίκαιο κι άδικο όλο ετούτο. Χιλιάδες βιβλία: την αξία τους την
πολλαπλασιάζει το πλήθος ή την υπονομεύει; Η περιδιάβασή μου τελειώνει, αγοράζω
τρία, η μέρα έξω έχει κάτσει βαριά πάνω από την πόλη, σαν στομαχόπονος.
Αχ αυτή η πόλη. Οι υπόγειες διαδρομές της γίνονται μέσα μας.
Τρίτη βράδυ. Το σπίτι μας ετοιμάζεται να πέσει για ύπνο. Κλείνω τα παντζούρια.
Η τελευταία εικόνα της μέρας είναι η ίδια πάντα αυτό τον καιρό: παγωμένη νύχτα,
κάθετη. Ο δρόμος άδειος έξω, δεν κυκλοφορεί κανείς. Μονάχα το πορτοκαλί φως της
λάμπας στην κολόνα σαν πλάγιος προβολέας κοιτάει το σκηνικό. Ναι είναι αυτό ακριβώς:
ένα σκηνικό. Η πόλη αυτή είναι μια θεατρική παράσταση. Στη σκηνή στέκουν
αμίλητοι και ακίνητοι σαν τα στρατιωτάκια των παιδικών μας παιχνιδιών οι
ηθοποιοί. Εσύ έχεις έρθει να παρακολουθήσεις την παράσταση φίλε μου ανυποψίαστος.
Σιγά-σιγά σου προκαλεί απορία, αδημονία, εκνευρισμό αυτή η ανυπαρξία, θαρρείς
πως το σκηνικό του δρόμου είναι πιο ενεργό από τους ανθρώπους, κινείται, μιλάει
με μια μέσα φωνή, οι άνθρωποι θαρρείς πως έγιναν το σκηνικό, το έργο το παίζει
η πόλη, η πόλη είναι ο ρόλος και οι ηθοποιοί. Όπως και να είναι οι περισσότεροι
δεν αντέχουν αυτή την παράσταση κι αποχωρούν οργισμένοι. Εσύ επιμένεις. Κι
αρχίζεις να νικάς σιγά-σιγά. Όλο και κάποιος ηθοποιός στη σκηνή κουνιέται, κουράζεται,
πεινάει, αποχωρεί, πάει για κατούρημα. Είναι ξεκάθαρο σε σένα πια. Το έργο είναι
η μάχη του ηθοποιού με το θεατή, της σκηνής με την πλατεία. Το τέλος ίσως να δείξει
πως εξαρχής εσύ, ο θεατής, ήσουν ο ήρωας του έργου, το έργο είναι ο θεατής που επέμενε να ακούει
και να κοιτάει τη σκηνή να στέκει ακίνητη μια παγωμένη νύχτα του χειμώνα, τις αμέτρητες
παγωμένες νύχτες του χειμώνα, ο χειμώνας είναι μια εποχή, η εποχή μας. Τελικά
ποτέ δεν αγαπήσαμε αυτή την πόλη. Τη ζωή μας σε αυτήν αγαπήσαμε, σκέφτεσαι. Κλείνεις
το φως και πας να ξαπλώσεις.
Καλημέρα! Πολύ ωραίο κείμενο, πολύ συγκινητικό. Και πολύ αληθινό. Όλο αυτό που συντελείται στην πρώτη ιδίως παράγραφο... Κι αν είναι κανείς εκδότης, και μάλιστα μικρός, που χαϊδεύει πολλές φορές τα βιβλία με τα ίδια τα χέρια του πριν τα εκδώσει, και όσο είναι δαχτυλόγραφα απλώς υποψήφια, και καθώς σιγά σιγά μορφοποιούνται αφού έχουν επιλεγεί, σε όλες τις φάσεις, νιώθει πως όλη αυτή η "χυδαία ασέβεια" συντελείται πάνω στο κορμί του... Και εντούτοις συναινεί υποταγμένος, καθώς δεν γνωρίζει ούτε καν αν έχουμε αγαπήσει την ανάγνωση... Μικρό κοινό, μεγάλο θάμα. Αλλά ναι, δεν είμαστε θεατές, ίσως είμαστε οι πρωταγωνιστές. Η ανάγκη, νόμος υπέρτατος... Ρευστοποίηση, αρνητική λέξη, αλλά η ρευστότητα μπορεί να παραπέμπει και σε ένα δημιουργικό "πάντα ρει".
ΑπάντησηΔιαγραφήΤελικά αυτή η κάθετη νύχτα θα μας οριζοντιώνει ώσπου να θέσουμε τις διαγωνίους.
ΑπάντησηΔιαγραφή@Εύη Βουλγαράκη-Πισίνα: καλώς την- κερνάμε βύσσινο γλυκό στους νέους σχολιαστές :)Αθόρυβα τα θαύματα που περιγράφεις...
ΑπάντησηΔιαγραφή@Τσαλαπετεινός: θα τις θέσουμε;
Και τα βιβλία αγαπάμε. Σκέψου πώς μας κατάντησαν το βιβλίο-πολυτέλεια. Μην είσαι τόσο αυστηρός.
ΑπάντησηΔιαγραφήΌσο για την πόλη κάποτε την αγαπήσαμε ώσπου παραδόθηκε όχι χωρίς αιτία κι έγινε από τόπος ζωής τόπος σκληρής επιβίωσης.
Ποια πήρες;
..κι αυτή η σφραγίδα του 1946.. έτσι για να μας θυμίζει κι άλλα σκηνικά κι άλλους πρωταγωνιστές,κι άλλους ήρωες..
ΑπάντησηΔιαγραφήΌμορφο κείμενο Γιώργο!
Ε, γι' αυτό την έβαλα Ντίνα- για το λινκ της ιστορίας :)
ΑπάντησηΔιαγραφή