Δευτέρα 29 Δεκεμβρίου 2014

Πρόσωπο του 2014: ένα κορίτσι που μαζεύει βιβλία στη Γάζα


Συνήθως η τελευταία ανάρτηση στο «Βιβλιοθηκάριο» κάθε χρονιά είναι μια αυθαίρετη επιλογή του προσώπου που την σηματοδότησε κάπως. Στο παρελθόν ως τέτοιο πρόσωπο έχω επιλέξει την Ανεργία, τον Χαμιντουλάν Νατζαφί, τον ΑχιλλέαΜ., την ΕΡΤ. Δεν είναι αντικειμενική αυτή η… ανάδειξη, απλά φωτίζει κάπως τα γεγονότα που αυτά τα τελευταία χρόνια έχουν σκορπίσει στις ζωές μας σαν κάποια έκρηξη να τα απελευθέρωσε. Το θέμα βέβαια είναι κάθε φορά πόσο συμβάλλουμε εμείς σε αυτά που συμβαίνουν, πόσο συμμετέχουμε στην ιστορία.

Η χρονιά που φεύγει ξεκίνησε τρομακτικά σε προσωπικό επίπεδο, τελειώνει όμως με νίκη και ελπίδα: ο καρκίνος δεν νίκησε έναν άνθρωπο που αγαπώ και σέβομαι πολύ. Ο καρκίνος θέρισε φέτος όμως άλλους ανθρώπους γύρω μου και βασανίζει ακόμη αρκετούς…


Αυτή την ελπίδα που φέγγει κάπως κι από τα προσωπικά βιώματα σηματοδοτεί και η φετινή επιλογή «προσώπου της χρονιάς»: είναι Ιούλιος του 2014, το Ισραήλ βομβαρδίζει τη Γάζα, εκατοντάδες άνθρωποι σκοτώνονται, βομβαρδίζονται σχολεία, πεθαίνουν παιδιά. Ένα κορίτσι από την Παλαιστίνη μετά από ισχυρό βομβαρδισμό επιστρέφει στο κατεστραμμένο σπίτι του και ψάχνει τα βιβλία του στα χαλάσματα. Ένα κορίτσι που δεν μαζεύει λουλούδια από ανθισμένα λιβάδια, αλλά βιβλία από κατεστραμμένα σπίτια είναι ίσως η ελπίδα που περνάει ανάμεσά μας και μας ενθαρρύνει να συνεχίσουμε να ζούμε. Ή έτσι θα ήθελα να είναι.

Δευτέρα 22 Δεκεμβρίου 2014

Το παραμύθι του τραίνου


Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα όμορφο τραίνο. Τα τραίνα ταξιδεύουν – ίσως γι’ αυτό είναι όμορφα. Γνωρίζουν τόπους και το αδιάκοπο πηγαινέλα των επιβατών– η προσδοκία του ταξιδιού κάνει όμορφα τα τραίνα. Και λίγο φαντασμένα ίσως, αφού δεν ξέρουν τι σημαίνει ένα ταξίδι που τελειώνει. Μια μέρα στο σταθμό της μικρής μας πόλης το όμορφο τραίνο συνάντησε έναν νεαρό άντρα. Παραξενεύτηκε λίγο που εκείνος έμεινε στην αποβάθρα, δεν φάνηκε να περιμένει κάποιον επιβάτη, ούτε αποχαιρέτησε κάποιον αγαπημένο – καθώς το τραίνο απομακρυνόταν εκείνος φαινόταν να στέκεται και να το παρακολουθεί. Τη δεύτερη φορά που πέρασε από το σταθμό, ο νεαρός άντρας ήταν πάλι εκεί. Και πάλι δεν επιβιβάστηκε, όμως τώρα πια το τραίνο δεν παραξενεύτηκε. Την Τρίτη φορά ήταν σίγουρο πως θα τον ξανάβλεπε, όπως κι έγινε. Ο χρόνος κυλούσε, οι εποχές άλλαζαν, άνθρωποι έφευγαν κι επέστρεφαν, όμως ο άντρας ήταν πάντα εκεί, στεκόταν στην άκρη του σταθμού, χαμογελούσε όταν το λαμπερό τραίνο σταματούσε και ύστερα έφευγε σκυφτός. Αυτή η συνάντηση έγινε μια συνήθεια και για τους δυο, μια σχέση λίγων λεπτών, χωρίς κουβέντες, χωρίς υποσχέσεις, γεμάτη νοήματα.


Μια μέρα ο άντρας δεν ήταν εκεί. Ούτε την επόμενη. Ούτε ποτέ ξανά. Το τραίνο ξαφνιάστηκε, ύστερα ανησύχησε, στο τέλος πόνεσε. Κι έγινε πιο όμορφο, γιατί η απώλεια ομορφαίνει τα τραίνα. Κι έπαψε να είναι φαντασμένο όταν κατάλαβε πως υπάρχουν και ταξίδια που δεν μπορείς να τα κάνεις.

Πέμπτη 18 Δεκεμβρίου 2014

Διακόσιες βρυσούλες


Είναι Ιανουάριος του 1998. Μπαίνουμε στα λεωφορεία του ΚΤΕΛ καμιά διακοσαριά φαντάροι και από το 6ο Σύνταγμα Πεζικού της Κορίνθου φεύγουμε για τα Γιάννενα, για ειδικότητα. Στολή εξόδου, λουκάνικο, τηλεκάρτες και πολιτικά σακ-βουαγιάζ η μικρή μας περιουσία. Θέση δίπλα στο παράθυρο, στη δεξιά πλευρά και ο δρόμος αρχίζει να ξετυλίγεται. Στα μισά της διαδρομής, στάση για κατούρημα. Γύρω άδειο τοπίο, βαρύς καιρός και ομίχλη. Εγώ δεν θέλω και κάθομαι στη θέση μου. Τα λεωφορεία αδειάζουν. Διακόσιοι φαντάροι σκορπίζουν σε ένα μεγάλο, οργωμένο χωράφι. Ανοίγουν τα πόδια τους και κατουρούν την ίδια στιγμή. Διακόσιες βρυσούλες ποτίζουν τη γη. Ο αχνός του κάτουρου υψώνεται σαν προσευχή. Τινάζουν τον πούτσο τους και κλείνουν τα φερμουάρ. Μια υπέροχα συντονισμένη χορογραφία. Επιστρέφουν σιγά-σιγά. Το λεωφορείο ξεκινά πάλι για τα Γιάννενα.


Έχουν περάσει 17 περίπου χρόνια από τότε. Συνεχίζω να πιστεύω πως είναι η πιο ωραία εικόνα που έχω δει στη ζωή μου.

Κυριακή 14 Δεκεμβρίου 2014

Ο χρονομέτρης


Μια μέρα ένας άνθρωπος αποφάσισε να μετράει το χρόνο με τις σταγόνες της βροχής. Όμως κάποια στιγμή η βροχή σταμάτησε κι εκείνος πέθανε. Ένας άλλος σκέφτηκε πως το χρόνο θα τον μετράει με τα φιλιά της καλής του. Όμως εκείνη κάποτε έπαψε να τον αγαπάει κι εκείνος πέθανε. Ένας άλλος βλέποντας όλα αυτά σκέφτηκε να μην μετράει το χρόνο και πέθανε στη στιγμή.

Ένας άλλος τότε άρχισε να μετράει το χρόνο με τους θανάτους των ανθρώπων. Κι ακόμη ζει.

Τετάρτη 10 Δεκεμβρίου 2014

Στη σιωπή απαντάς, στο θάνατο πώς απαντάς;


Πόσο δύσκολο είναι αλήθεια αυτές τις μέρες οι λέξεις μας να στηθούν δίπλα ή απέναντι στην κορυφαία πράξη του Νίκου Ρωμανού! Οι λέξεις είναι άχρηστες. Είναι οι φωνές και οι σιωπές μας. Λένε αυτό που λέγεται και το ανείπωτο. Πόσο κουρασμένες πρέπει να είναι με αυτή τους την αποστολή! Δεν τους επιτρέπουμε να λοξοδρομήσουν, δεν τις αφήνουμε να διαδηλώσουν στο δρόμο,  να γραφτούν σε τοίχους δημοσίων υπηρεσιών, να μιλήσουν έστω μεταξύ τους όταν τυχαία συναντηθούν. Οι λέξεις ίσως μια μέρα αντιδράσουν και αδειάσουν από μέσα τους όλη αυτή τη σιωπή που τις κατατρώει. Ίσως πάψουν μια μέρα να είναι δοχεία σιωπής. Προς το παρόν τίποτα δεν προσθέτουν (δεν θα έπρεπε καν να τολμούν κάτι τέτοιο) και σε τίποτα δεν μπορούν να αντιπαρατεθούν μαζί του. Ό,τι κι αν πούμε, αυτός απαντάει με τη ζωή του. 

Στη σιωπή απαντάς, στο θάνατο πώς απαντάς;

Σάββατο 6 Δεκεμβρίου 2014

Μένης Κουμανταρέας (1931-2014)

 
Είναι ένα ήσυχο απόγευμα του ΄96 ή του ΄97 σε ένα διαμέρισμα στα προσφυγικά της Αλεξάνδρας. Έχουμε κάνει έρωτα, τα σώματά μας χορτασμένα μπλέκουν το ένα μέσα στο άλλο. Σαν να φωλιάζουν. Μου λέει: σου πήρα ένα βιβλίο. Και θέλω να στο διαβάσω. Αρχίζει. Ακουμπάω στον γυμνό της ώμο και βυθίζομαι στην ανάγνωσή της. Η μέρα έγερνε κι αυτή σιγά σιγά στο πλάι μας. Η πόλη έξω βιαζόταν, για μας ο χρόνος ήταν δικός μας, τον κάναμε ό,τι θέλαμε. Είχε νυχτώσει όταν τελείωσε. Ντυθήκαμε. Βγήκαμε έξω. Στην Αλεξάνδρας "μια γυναίκα κι ένας άντρας". Σηκώνει το χέρι κι ένα ταξί σταματάει. "Καληνύχτα αγάπη μου". "Καληνύχτα" προλαβαίνω να της πω, πριν χαθεί.
 
Έχουν περάσει μάλλον 18 χρόνια από τότε. Άκουσα το πρωί πως ο Κουμανταρέας δολοφονήθηκε. Πήγα στη βιβλιοθήκη, πήρα το βιβλίο. Έχουν κιτρινίσει τα φύλλα του. Κι άρχισα πάλι να το διαβάζω.
 
"Έσμιγαν κάθε βράδυ στις οχτώ. Ο ένας έμπαινε Θησείο, η άλλη Μοναστηράκι. Ο νεαρός φορούσε παντελόνι κοτλέ, πουλόβερ κλειστό ως το λαιμό, και είχε τα μαλλιά του μακριά, άταχτα ριγμένα πίσω. Από το ένα χέρι του κρατούσε τα τσιγάρα του, από το άλλο ένα μάτσο χαρτιά μέσα σε ντοσιεδάκι. Έπιανε την ίδια θέση, γωνιακή, δίπλα στο παράθυρο, αντίθετα στη φορά του τραίνου..."
 
Αντίθετη με τη φορά του τραίνου και η ζωή του, σκέφτομαι...

Τρίτη 2 Δεκεμβρίου 2014

Ελευθερία


Ντύνουμε τις λέξεις μας με στολές πολεμικές, κράνη κι αρβύλες – μέσα τους αχνίζει το γυμνό σώμα της σιωπής φτιαγμένο για χάδια και έρωτα. Όχι για τον πόλεμο. Τα στήθη τους… αχ τα στήθη των λέξεων!

***
ο πίνακας είναι του Γιώργου Μπουρναζάκη

Παρασκευή 28 Νοεμβρίου 2014

Το νέο χανουμάκι


Εβαρέθηκα, δεν θέλω
τέτοια νειότη κι ευμορφιά
Χανουμάκι στο χαρέμι
με χανούμια συντροφιά

Να φύγω θέλω από το χαρέμι
και το Ελληνόπουλο ναύρω
κείνο που αγαπώ.
γιατί μου πήρε την καρδιά
με μια ολόθερμη ματιά
και μ'έκαμε να τρελλαθώ.

Τουρκοχαρέμι να θορώ
κι όλαις στο χαρέμι
τώρα με υποψία με φωνάζουν
χανουμάκι σκεπτικό

***
Το ποίημα είναι από μια αχρονολόγητη έκδοση του Σαλίβερου (πιθανά του 1908-1909) με τίτλο "Η Καστανή, το νέο χανουμάκι και τα νεώτερα τραγούδια"

Τετάρτη 26 Νοεμβρίου 2014

Το μάτι: ιστορία σε μια βιβλιοθήκη


Δούλευα κάποτε στη βιβλιοθήκη μιας καλλιτεχνικής σχολής. Χρήστες της ήταν σπουδαστές οι οποίοι κυρίως ενδιαφέρονταν για εικόνες και λιγότερο για κείμενα, οπότε το υλικό της βιβλιοθήκης, οι υπηρεσίες κι εγώ ο ίδιος ήμασταν εκεί για να καλύψουμε αυτή την ανάγκη.

Μια μέρα στη βιβλιοθήκη μπήκε μια ντροπαλή κι ευγενική κοπέλα που έπρεπε να εικονογραφήσει την «ιστορία του ματιού» του Ζωρζ Μπατάιγ, στο πλαίσιο του μαθήματος της «εικονογράφησης βιβλίου». Η «ιστορία του ματιού» είναι ένα ιδιαίτερα «βέβηλο» και προκλητικό ερωτικό αφήγημα του διάσημου Γάλλου συγγραφέα – ο οποίος ήταν και «συνάδελφός» μου, δούλευε δηλαδή στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας. Η εικονογράφηση επομένως ενός τέτοιου βιβλίου έπρεπε να είναι στο αντίστοιχο πνεύμα. Η κοπέλα δειλά-δειλά μου ζήτησε να τη βοηθήσω, αφού τα σχέδια που είχε παρουσιάσει στον καθηγητή θεωρήθηκαν «αμήχανα», «ήπια», «εξαιρετικά βαρετά και συντηρητικά». «Πρέπει να βρω μια λύση» μου είπε. «Τόσο καιρό χρησιμοποιώ σαν μοντέλο το αγόρι μου, τον ερεθίζω, τον δένω και την κατάλληλη στιγμή πιάνω το μολύβι και αρχίζω να τον σκιτσάρω. Δεν αντέχει άλλο και δεν ξέρω πώς να του πω πως τα σχέδια απορρίφθηκαν και πρέπει να τον πάω σε πιο ακραίες καταστάσεις από την αρχή…». Αφού κατάπια σύντομα την έκπληξή μου, της ζήτησα να έρθει στη βιβλιοθήκη αργά το απόγευμα που θα έκλεινα.


Είχε πια σουρουπώσει όταν η κοπέλα ήρθε. Κλείσαμε τα φώτα της εισόδου, τα παράθυρα και τις πόρτες και κάτσαμε στο γραφείο μου. Αρχίσαμε να σερφάρουμε στο internet ψάχνοντας σαδομαζοχιστικές σελίδες με εικαστικό ενδιαφέρον, υλικό το οποίο κάποια στιγμή βρήκαμε και με ενθουσιασμό αρχίσαμε να τυπώνουμε. Περάσαμε υπέροχα, γελώντας στην αρχή αμήχανα, ύστερα εντελώς απενοχοποιημένοι, και τελικά ανεβάζοντας το μέτρο της αισθητικής μας άποψης επί του θέματος. Αργά τη νύχτα φύγαμε από τη βιβλιοθήκη σαν τους κλέφτες. Η εργασία βαθμολογήθηκε με 10 και στην τελική έκθεση των αποφοίτων «η ιστορία του ματιού» «έβγαζε μάτι» σε περίοπτη θέση με την εξαιρετική της εικονογράφηση!

***
Μια μεγάλη ομάδα βιβλιοθηκονόμων ξεκινούμε αυτές τις μέρες τη συγκέντρωση αστείων, ιδιαίτερων, παράξενων ιστοριών που μας έχουν τύχει στις βιβλιοθήκες. Στόχος μας είναι να εκδώσουμε ένα βιβλίο που θα τις περιέχει. Αυτή η ιστορία είναι μία από αυτές.

Τρίτη 25 Νοεμβρίου 2014

Ένα δρόμο αν θες


Ένα δρόμο αν θες
μπορείς να τον πάρεις
και να φύγεις
ή πάλι να τον βάλεις
σ' ένα ποίημα

Οι δρόμοι στα ποιήματα
είναι αδιέξοδοι

***
ο πίνακας είναι του Μιχάλη Μανουσάκη

Τρίτη 18 Νοεμβρίου 2014

Ο άντρας που αγάπησε τη σιωπή


Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας άνθρωπος. Ένας άντρας που αγάπησε τη σιωπή. Την παντρεύτηκε κι έζησε μαζί της για πάντα. Χωρίς ποτέ ν' ακούσει απ' αυτήν μια επιβεβαίωση πως κι εκείνη τον αγάπησε.

Παρασκευή 14 Νοεμβρίου 2014

Γαμήστε μας!


Εδώ, στο χαρτί ή στα pixels, μόνο η σκιά της καμιά φορά περνάει. Η ζωή εκεί έξω είναι. Εκεί έξω. Ο αέρας απόψε δεν μυρίζει νοτισμένη σιωπή, φθινοπωρινές διαδρομές και σαπισμένα φύλλα. Ο αέρας απόψε σε πνίγει, τα δακρυγόνα σου καίνε την ανάσα, οι «κρότου-λάμψης» σκίζουν τη νύχτα, τη γδύνουν και με τα γκλομπ τη γαμάνε ξανά και ξανά. Και οι νοικοκυραίοι στα σπίτια τους γαμάνε, κλείνουν τα αυτιά, κλείνουν τα μάτια, ασθμαίνουν, πρέπει να αναπαραχθούν. Η χαρά της ζωής δεν είναι η αναπαραγωγή, αλλά η σύγκρουση φίλε μου.

 Όμορφα παιδιά τα παιδιά που τους Νοέμβρηδες βγαίνουν στους δρόμους, μπορείς να ανθίσεις ανάμεσά τους, μπορείς να τα ερωτευθείς. Μιλούν με πάθος για το δίκαιο, ξέρουν το δίκαιο, ξέρουν το άδικο. Είναι όμορφα τα κόκκινα παιδιά σαν φλόγες που ανθίζουν μέσα στη νύχτα – η θαλπωρή τους είναι η αλήθεια. «Γαμήστε τους» φώναζαν οι μπάτσοι χθες το βράδυ την ώρα που τα έδερναν έξω από το Πολυτεχνείο. Και ορμούσαν. Και τα μάτια τους γέμιζαν δάκρυα, και ο λαιμός τους καιγόταν, και κολλούσαν στους τοίχους το ένα δίπλα στο άλλο, σαν συνθήματα.


Γαμήστε μας λοιπόν – τη σπορά σας θα τη γεννήσουμε αύριο! Θα τη λένε σύγκρουση!

Τρίτη 11 Νοεμβρίου 2014

Αντίστροφο παραμύθι

Μια φορά κι έναν καιρό ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. Γιατί μετά τα πράγματα άλλαξαν. Και τα παραμύθια τελείωσαν

Παρασκευή 7 Νοεμβρίου 2014

Τα φυσεκλίκια


Ήταν εκεί όλο το νοσοκομείο: οι χειρούργοι της πτέρυγας, οι νοσηλεύτριες, οι καθαρίστριες, ο πρόεδρος, ο εκπρόσωπος των συνδικαλιστών (που φρόντισε να κάτσει βέβαια δίπλα στον πρόεδρο), μέχρι και οι συγγενείς κάποιων τεθνεώτων και μη ασθενών. Στο πάνελ κάθονταν ήδη ο κος Παρασκευαΐδης, ακαδημαϊκός και παλιός διευθυντής του νοσοκομείου (επί Χούντας) και θείος της Ποιήτριας, η γηραιά πρόεδρος της «Λογοτεχνικής Συντροφιάς του Απόστολου Βαρνάβα», και ο Υπουργός – για την ακρίβεια, πρώην Υπουργός Υγείας κος Θύμιος Πετρόπουλος. Ο τελευταίος μάλιστα χαριεντιζόταν με τη φιλόλογο με έναν απίστευτα αγοραίο τρόπο, κολακεύοντας πειστικότατα το σάψαλο για το «νεαρόν της ηλικίας της». Ο ακαδημαϊκός καθόλη τη διάρκεια της αναμονής γυάλιζε επίμονα τα γυαλιά του, σαν να επιχειρούσε με κάποιο τρόπο να τα κάνει να πάρουν φωτιά.

Η μουσική των Doors συνόδευε αυτό το κάπως αμήχανο και ηλεκτρισμένο πηγαινέλα των παριστάμενων που πρόδιδε μια απειρία με τις ποιητικές και εν γένει λογοτεχνικές παρουσιάσεις. Μια νοσηλεύτρια είχε πάρει και τον γιο της μαζί, που μάταια προσπαθούσε να του αποσπάσει το σκασμό προμηθεύοντάς τον ένα σκασμό κρουασάν και καραμέλες. Ο ηλεκτρολόγος του νοσοκομείου είχε αποσβολωθεί στην καρέκλα του σαν να άκουγε ήδη τις πρώτες αναλύσεις της παρουσίασης,. Προφανώς τον εξέπληξε όλο αυτό το πράγμα και φορούσε το περισπούδαστο ύφος του ανθρώπου που «ξέρει από αυτά». Το τέχνασμα της ποιήτριας είχε πιάσει: όλοι νόμιζαν πως οι προσκλήσεις ήταν σχεδόν εμπιστευτικές, στοιχείο που τους δέσμευσε να μην μπορέσουν να αποφύγουν την παρουσία στο γεγονός. Γρήγορα έγινε αντιληπτό το λάθος που είχαν κάνει, όταν μέσα στο ημίφως από την ψηλή σκάλα του εκδοτικού οίκου άρχισε να κατεβαίνει σαν τη Rita Hayworth η Ποιήτρια – δόκιμη γιατρός και ερωμένη του συνδικαλιστή που κάθισε δίπλα στον πρόεδρο – οι κακές γλώσσες λένε «όχι μόνο». Το πρόσωπό της έδειχνε μια επιτηδευμένη αυτοσυγκράτηση, μια ελαφρά, πολύ ελαφρά ντυμένη αίσθηση θριάμβου. Ήταν επιτέλους το επίκεντρο μιας βραδιάς, για πρώτη φορά θα έδινε την παράστασή της μπροστά σε ένα αδιάφορο για κείνη κοινό, το οποίο είχε δεσμεύσει απόλυτα ωστόσο να την παρακολουθήσει μέχρι το τέλος.

Η ξαφνική σιγή του κοινού την τρόμαξε. Ακουγόταν μόνο το τσαλάκωμα του περιτυλίγματος από τα πατατάκια του γιου της νοσηλεύτριας. Αγνόησε το μη χειροκρότημα και αργά προχώρησε προς το πάνελ, ενώ οι Doors σέρνονταν σαν το φίδι ανάμεσα από τις καρέκλες, τα πόδια, τις τσάντες και τα φουλάρια των παριστάμενων. Κάθισε επιτέλους στο πάνελ την ώρα που ένας δυνατός κρότος απέξω  σηματοδοτούσε την έναρξη της καταιγίδας που θα κρατούσε οριστικά μέσα ακόμη και τους πιο θαρραλέους που ήδη είχαν σκεφτεί να φύγουν. Μαζί με την βροχή ξεκίνησε και η παρουσίαση – άνιση μολαταύτα και για τούτο ενδιαφέρουσα.

Ο ακαδημαϊκός έβαλε τα καλογυαλισμένα του γυαλιά και άρχισε αργά και βασανιστικά να διαβάζει από ένα χειρόγραφό του – μίλησε για τα χρόνια που δούλευε στην κλινική, για το έργο που διετέλεσε και το οποίο τον είχε οδηγήσει στο Μέγαρον της Ακαδημίας, για το έργο των αρχαίων Ελλήνων ιατρών και την προσφορά του ελληνικού πνεύματος στον παγκόσμιο πολιτισμό. Το νανούρισμα του κοινού είχε αρχίσει ήδη να λειτουργεί εντυπωσιακά, όταν προς το τέλος της ομιλίας τα πράγματα ξαφνικά ανακόπηκαν. Ο «θείος» μίλησε για τη μικρή ανηψιά που ερχόταν από παιδί στην κλινική και παρακολουθούσε τους ασθενείς, τα τραύματα και τα χειρουργεία τους, τα άπειρα μπουκαλάκια του φαρμακείου με τα παράξενα υγρά τους. Προς «επίρρωσιν της αναμνήσεως ταύτης» διάβασε και ένα από τα ποιήματα της συλλογής, ένα παράξενο που μιλούσε για έναν γιατρό που όργαζε στη μυρωδιά των χειρουργείων και είχε γίνει ο κορυφαίος γιατρός της χώρας.

Ύστερα πήρε το λόγο η γηραιά κυρία που με αυτό το ενοχλητικό «ε» στο τέλος κάθε λέξης που τελειώνε σε «ς» μίλησε επί μακρώ για το «έργο της λογοτεχνικήςε συντροφιάςε στα πνευματικά πράγματα της πόληςε σε συνθήκεςε βαθειάςε κοινωνικήςε και πολιτικήςε κρίσηςε». Οι πίσω καρέκλες όλη αυτή την ώρα είχαν αρχίσει να φωτίζονται από ένα παράξενο κρύο φως, που μάταια προσπαθούσε να κρύψει την ενασχόληση των καθήμενων με ποικίλες εφαρμογές των κινητών τους τηλεφώνων. Ο γιος της νοσηλεύτριας τη στιγμή που η γηραιά ποιήτρια διάβαζε το ποίημα για το «άφατο, που είναι το άβατο της σιωπής» έκλασε και η δυσάρεστη μυρωδιά ξεκούνησε αρκετούς από τη θέση τους κάνοντάς τους να στρέφονται καχύποτα και διερευνητικά στους διπλανούς τους.

Το λόγο πήρε ύστερα ο κύριος Υπουργός, ο οποίος με τη δυνατή φωνή του έβγαλε απότομα από τη σκοτοδίνη της νύστας όλη την αίθουσα. Τα κινητά κλείσαν, ο γιος της νοσηλεύτριας είχε πια τελειώσει όλα τα μπινελίκια που του είχε πάρει η μάνα του, όλοι καθηλωμένοι άκουγαν πια τον Υπουργό να μιλάει για την ποιήτρια, «την αδερφή ψυχή», την «παλιά του φίλη και συνοδοιπόρο στον πολιτικό βίο». Γρήγορα ο λόγος του στράφηκε στις ποικίλες συνδηλώσεις του ποιητικού σύμπαντος αποτολμώντας θαρραλέες συγκρίσεις με το έργο του μέγιστου Ελύτη και τον υπόγειο και σκοτεινό λυρισμό του Καρυωτάκη, υπό το πρίσμα ενός μεταμοντέρνου φωτισμού που συνδιαλέγεται ισότιμα με την Αισχύλεια εμφατικότητα.

Φαίνεται πως κάποιο αόρατο σύνθημα δόθηκε- έτσι μάλλον εξηγείται το γεγονός πως με το τέλος της ομιλίας του Υπουργού τελείωσε η βροχή. Και άρχισαν όλοι βιαστικά να ετοιμάζονται να φύγουν, «γιατί περιμένει ο σύζυγος στο σπίτι» κι «έχω το παιδί άρρωστο» και «θα με πάρετε μαζί σας γιατί δεν έχω αυτοκίνητο;» και «ποιος πάει χειρουργείο αύριο;» και «πολύ ενδιαφέρουσα παρουσίαση δεν βρίσκετε;». Σε λίγα λεπτά η αίθουσα είχε αδειάσει, όχι εντελώς, αφού είχαν μείνει μόνο ο πρόεδρος και ο συνδικαλιστής, μόνοι, αφήνοντας την εμβρόντητη Ποιήτρια να διαβάσει με ραγισμένη φωνή το τελευταίο ποίημα της βραδιάς, «τα φυσεκλίκια».


Βγήκαμε στο νοτισμένο δρόμο, οι καφετέριες είχαν πάλι γεμίσει κόσμο, το φθινοπωριάτικο βραδάκι ήταν τόσο αναζωογονητικό και ευχάριστο. Μια διάχυτη μυρωδιά φούντας ταξίδευε στην πλατεία, μαλακώνοντας κι άλλο τη διάθεσή μας. «Ρε σεις δεν πάμε για κανά ποτάκι;» πρότεινε κάποιος. «Άντε ρε, πάμε να σχολιάσουμε και την Ποίηση» απάντησε κάποιος άλλος. Και γελώντας όλοι κατευθυνθήκαμε προς τον «Ιππόκαμπο».

Τετάρτη 5 Νοεμβρίου 2014

Έλα να παίξουμε


Αυτό το κείμενο θα ξεκινούσε με μια πρόσκληση. Θα έλεγα ας πούμε: "έλα να παίξουμε. Όπως κάναμε παιδιά. Τα κρύα βράδια του χειμώνα στην Κόρινθο. Με τα αυτοκινητάκια και τους στρατιώτες μας. Ο κόσμος να γίνει πάλι τα κρόσια μιας πολυθρόνας και τα αναποδογυρισμένα σκαμνάκια που σέρναμε καβάλα στο πάτωμα και οι μαξιλάρες και τα χαλιά..."

Γι΄ αυτό το ταξίδι στο παρελθόν δεν έχω βγάλει όμως εισιτήρια. Για κάποιο λόγο αναβάλλω πάντα τα ταξίδια μου. Λιποταξία τα νιώθω. Δεν είναι πολύ σπουδαίο και ενδιαφέρον να είσαι ενήλικος νομίζω, ή τουλάχιστον είναι λιγότερο ευχάριστο από το να είσαι παιδί. Κυρίως γιατί...
Γράφω αυτό το κείμενο στο τραπέζι της κουζίνας ενώ τα παιδιά παίζουν κυνηγητό στο σπίτι. Δεν μπορώ να συγκεντρωθώ μες στις φωνές τους κι εκνευρίζομαι, φωνάζω "ησυχία! Προσπαθώ να γράψω κάτι". Σταματούν ξαφνιασμένα κι έρχονται να δουν τι γράφω και τα διώχνω να φύγουν, να με αφήσουν λίγο. Φεύγουν. Ύστερα από λίγο έρχεται η μικρή. "Μπαμπά να ζωγραφίσω δίπλα σου;" Και αρχίζει να γεμίζει τα χαρτιά της χρώματα μουρμουρίζοντας τραγούδια και μένω να την κοιτώ νικημένος. Επιχειρώ λοιπόν να φύγω για την παιδική μου ηλικία όταν δίπλα μου την έχω να γεμίζει χρώματα τα λευκά της χαρτιά; Και τι ζωγραφιές μπορώ να κάνω πια εγώ με τα γραμματάκια αυτά και τις λέξεις μου και τις σιωπές μου που ξεχειλίζουν κάτι νύχτες σαν κι αυτές τις χειμωνιάτικες;
Λοιπόν σκεφτόμουν πως μερικές φορές νιώθω πολύ κουρασμένος που δεν μπορώ να αλλάξω τον κόσμο. Με απελπίζουν οι κλειδωμένοι άνθρωποι γύρω μου που κάτι εποχές σαν κι αυτές ασκούνται στην "αυτοβελτίωση" (η αυτοβελτίωση είναι μια μορφή αυτοϊκανοποίησης ήθελα να πω προ καιρού σε μια φίλη). Δουλεύουν να αλλάξουν τον εαυτό τους, όχι τον κόσμο. Και ύστερα ξεχνιούνται στο μέσα κόσμο τους.
Το θέμα είναι τι κάνουμε τώρα εμείς. Σταματάμε προφανώς για λίγο, για να παρακολουθήσουμε την κόρη μας να ζωγραφίζει και τον γιο μας να παίζει με στρατιωτάκια. Και ξεχνιόμαστε σε αυτή τη δημιουργική αμεριμνησία.

Πέμπτη 30 Οκτωβρίου 2014

Λίγα λόγια για το "Βιβλιοθηκάριο" της "Αυγής"" και τις προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ για τον πολιτισμό


Τα τελευταία δύο χρόνια η Αυγή της Κυριακής φιλοξενούσε το «Βιβλιοθηκάριο», μία στήλη σχολιασμού για ζητήματα πολιτικής του πολιτισμού και ειδικότερα του βιβλίου και των βιβλιοθηκών. Εδώ και λίγες εβδομάδες η στήλη αυτή έπαψε να υπάρχει γιατί επιχειρήθηκε λογοκρισία σε ένα κείμενο. Ενόχλησε συγκεκριμένα μία αναφορά στο Τμήμα Πολιτισμού του ΣΥΡΙΖΑ. Ο «Βιβλιοθηκάριος» έκλεισε τον κύκλο του στη Αυγή.

Ως στήλη υπήρξε μια ενδιαφέρουσα εμπειρία για μένα: από το προσωπικό blog στην εφημερίδα, από δεκαπενθήμερη σε εβδομαδιαία βάση, συνήθισα να γράφω για βιβλία και βιβλιοθήκες. Ξεκίνησε μια πορεία που άλλοτε με ευχέρεια και άλλοτε δύσκολα εμπνεόταν από τις συγκυρίες και επιχειρούσε να μιλήσει για βιβλιοθήκες, να ερεθίσει και να προβληματίσει τους (αριστερούς) αναγνώστες της εφημερίδας, να μιλήσει με τρόπο πρωτότυπο ή καμιά φορά προκλητικό για θέματα που σχετίζονται με την ελευθερία της γνώσης ή να «απαντήσει» στις στρεβλώσεις που δημιουργεί ο εναγκαλισμός των βιβλιοθηκών από ιδιωτικά χορηγικά ιδρύματα και να προκαλέσει ερωτήματα ή αντίλογο. Το να μιλάς σε αριστερούς για βιβλιοθήκες είναι σαν να μιλάς σε δεξιούς για βιβλιοθήκες. Δεν διαφοροποιούνται κάπως στη σχέση τους με αυτές ή στην άποψη και την εικόνα που έχουν γι’ αυτό το θεσμό. Ακόμη και αν ως αριστεροί τοποθετούνται εξαρχής υπέρ της ελευθερίας της γνώσης. Η σχέση μας με τις βιβλιοθήκες είναι η σχέση των βιβλιοθηκών με εμάς. Το έλλειμμα δυσχεραίνει την επικοινωνία.

Το κομματικό έντυπο, εν προκειμένω του ΣΥΡΙΖΑ, επιτρέπει μια κοινή βάση πολιτικών αρχών μεταξύ συντάκτη και αναγνωστών και επιπλέον έχει την ενδιαφέρουσα πρόκληση να επιδράς και να συμβάλλεις στη διαμόρφωση απόψεων στην πολιτιστική πολιτική της λεγόμενης κυβερνώσας πλέον Αριστεράς. Εξάλλου στην «Αυγή» δεν έγραψα ως έμμισθος συντάκτης, αλλά ως μέλος του ΣΥΡΙΖΑ και ως συνεργάτης. Τα κομματικά έντυπα έχουν και τις δυσκολίες τους βέβαια, τις αγκυλώσεις, τον παραγοντίστικο ιδρυματισμό τους. Δεν μου ζητήθηκε ποτέ να γράψω για κάτι, υπήρξαν ωστόσο φορές που «διορθώθηκαν» σημεία με τη συναίνεσή μου ή που δεν βγήκαν κείμενα. Κάποια στιγμή έγραψα πως το βιβλίο του Κουφοντίνα πρέπει να μπει στις βιβλιοθήκες, όχι γιατί το αξιολογώ με οποιοδήποτε τρόπο, αλλά γιατί αποτελεί χρήσιμη πηγή για όσους θα ασχοληθούν με την ιστορία της τρομοκρατίας ή των επαναστατικών οργανώσεων στην Ελλάδα. Στις βιβλιοθήκες δεν αξιολογούμε τα βιβλία και τις πηγές με βάση τις προσωπικές μας απόψεις, ιδεολογίες και αντιλήψεις. Συστατικό στοιχείο της δουλειάς μας είναι η διαλεκτική σχέση του υλικού που επεξεργαζόμαστε και διαθέτουμε σε όποιον το ζητήσει. Την ίδια εποχή η λεγόμενη «μονταζιέρα» ήταν ο μπαμπούλας «που δεν πρέπει να προκαλέσουμε». Το άρθρο «κόπηκε». Νομίζω πως μπορείς να δεχτείς μια τέτοια παρέμβαση όσο ο Τύπος είναι για σένα ένα πεδίο προς διερεύνηση, με κανόνες που η πολιτική συγκυρία θα επιβάλει.

Δεν είναι ότι έμαθα τους «κανόνες». Είναι πως καταρχάς συνήθισα στην απαίτηση μιας τακτικής, εβδομαδιαίας γραφής που πάντα σκέφτεται και υπολογίζει το δημόσιο χαρακτήρα της, αλλά υπηρετεί και την ευκαιρία να μιλήσει για τις βιβλιοθήκες – αδιαμεσολάβητη ευκαιρία που σπάνια μας δίνεται. Αυτό όμως που έμαθα είναι πως πέραν του ποιοτικού (θεμιτού) ελέγχου της ύλης, υπάρχει και ο πολιτικός έλεγχος, όπως τον αντιλαμβάνεται αυτός που έχει την εξουσία να τον ορίζει. Τα προσωπικά προτεκτοράτα στήνονται πάνω στην ανοχή που υπάρχει σε αυτό τον «έλεγχο» και εφαρμόζουν την εξουσία τους εκεί που τους παίρνει.

Όλη αυτή η στρέβλωση δεν θα με αφορούσε αν δεν συγκρουόταν με τις αρχές μου και με την εν γένει πολιτική μου συμπεριφορά. Οπότε το κόψιμο ενός κειμένου που ασκεί κριτική στις δομές του κόμματος ήταν για μένα ένα όριο, μια ενέργεια που αν την κατάπινα θα επέτρεπα σε άλλους να ορίζουν ακόμη και την κομματική μου συμπεριφορά. Δεν αναγνωρίζω σε κανέναν αργηγίσκο της Αυγής να υποδεικνύει την κομματική μου έκφραση. Το θέμα είναι αν η εκτός των άλλων αγενής υπόδειξη «το κείμενο δεν βγαίνει, γράψε άλλο», «τα παιχνίδια σου με την Επιτροπή Πολιτισμού να τα κάνεις στην Επιτροπή, όχι στην εφημερίδα» είναι άποψη της αρχισυντάκτριας του πολιτιστικού της εφημερίδας ή είναι και άποψη της Αυγής. Οπότε δόθηκε ο χρόνος να αποδειχτεί ή να αναιρεθεί το δεύτερο. Εν τω μεταξύ το «κομμένο κείμενο» βγήκε στο blog και έκανε μια εντυπωσιακή πορεία ανάγνωσης και αναπαραγωγής (σε κάποιες περιπτώσεις με εμφανείς κανιβαλικές πολιτικές σκοπιμότητες από όσους το διακίνησαν). Με δυο λόγια η προσπάθεια λογοκρισίας έπεσε σε χαοτικό κενό, το κείμενο διαβάστηκε από πολύ περισσότερους από όσους θα διαβαζόταν αν δημοσιευόταν κανονικά.

Η πορεία του κειμένου και οι αντιδράσεις που υπήρξαν από την καταγγελλόμενη λογοκρισία ήταν προφανώς πολλές, κάτι που συντέλεσε στο να δεχτώ τηλεφώνημα από τη διεύθυνση της εφημερίδας που θορυβημένη από τον πολιτικό σχολιασμό επιχείρησε να ερμηνεύσει την ενέργεια και να δώσει μια διέξοδο: το άρθρο θα δημοσιευόταν επώνυμα και τα «πράγματα θα έπαιρναν πια την πορεία τους». Όπως περίπου έγινε. Γιατί τα πράγματα δεν «πήραν την πορεία τους». Πριν λίγες μέρες έμαθα πια πως η στήλη κόβεται και πως κάποιος συνάδελφος βιβλιοθηκονόμος (με γνώση όσων έχουν εν τω μεταξύ γίνει) θα συντηρεί ανώνυμα μία στήλη «περί βιβλιοθηκών» στην «Αυγή». Το αριστερό ήθος της αυτοκριτικής προφανώς δεν ίσχυσε, το λάθος «διορθώθηκε», αλλά ο εγωισμός κυριάρχησε. Την Κυριακή στη θέση που για δυο χρόνια καταλάμβανε ο «βιβλιοθηκάριος» στην «Αυγή» υπήρχε πλέον μια νέα στήλη «περί βιβλιοθηκών».

Αυτό εδώ το κείμενο δεν θα γραφόταν ίσως, αν δεν δεχόμουν ερωτήσεις και απορίες για την «επανεμφάνιση» της στήλης στην Αυγή. Όχι λοιπόν: η νέα στήλη για τις βιβλιοθήκες δεν είναι «ο βιβλιοθηκάριος», δεν γράφεται από μένα. Γράφεται από κάποιον που λογικά θα αποδεχτεί τον πολιτικό έλεγχο έτσι όπως τον εννοούν άνθρωποι με εξουσία στην εφημερίδα, ξέρει σαφώς με ποιους όρους μπαίνει, αφού ξέρει με ποιους όρους βγήκε ο προηγούμενος από αυτόν.

Η «Αυγή» δεν είναι μόνο η παθολογία που με αφορά. Θα ήταν άδικο να γενικεύσω το προσωπικό βίωμα, ή όψιμα να χαρακτηρίσω συλλήβδην το φύλλο λόγω μιας πρακτικής που εφαρμόστηκε σε μένα. Στην πορεία του ΣΥΡΙΖΑ για την εξουσία τέτοια φαινόμενα όμως προβληματίζουν. Όπως επίσης και η παρουσία των φαινόμενων που έθιξε το επίμαχο άρθρο, η αντίληψη του Κόμματος για τις κομματικές του δομές τη μεταβατική αυτή περίοδο, αλλά και η αντίληψή του για τον πολιτισμό.


 Δύο μέρες μετά το κόψιμο του άρθρου κυκλοφόρησε το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ για τον πολιτισμό ή μάλλον «οι προτάσεις του». Το πρόγραμμα που έγινε «προτάσεις» γρήγορα δέχτηκε ανηλεή πόλεμο και κριτική τόσο από τους «απέναντι» (αναμενόμενο) όσο και από τους «δικούς μας». Ενδεικτική είναι η συνοπτική και αμείλικτη κριτική του Νίκου Ξυδάκη στο Κόκκινο ή το άρθρο της Έλενας Πατρικίου στην Εφημερίδα των Συντακτών. Η «Αυγή» και η αρχισυντάκτριά της επί των πολιτιστικών ανέλαβε να απαντήσει στην κριτική των «απέναντι» - άχαρο πράγμα να υπερασπίζεσαι εμφανώς προβληματικές θέσεις, πόσο μάλλον αν έχεις συμβάλει κι εσύ σε αυτές. Οι «προτάσεις» μας είναι ένα ξύλινο, άνισο, ανέμπνευστο συμπίλημα κειμένων με αρχική έκταση αρκετών δεκάδων σελίδων που η αυθαίρετη κοπτοραπτική μετέτρεψε σε μικρής έκτασης προτάσεις. Κανένα απλό μέλος της Επιτροπής Πολιτισμού και των υποεπιτροπών της δεν γνώριζε το περιεχόμενο και το χρόνο δημοσιοποίησης του προγράμματός μας. Κανείς έστω δεν είχε δει το προϊόν της κοπτοραπτικής, έστω για να διορθώσει τις παρανοήσεις και τα λάθη, που τελικά μας εξέθεσαν.

Δόθηκε και εδώ χρόνος, προκειμένου να φανούν οι αντιδράσεις στο εσωτερικό της επιτροπής, όμως κανείς δεν αντέδρασε. Όταν το θέμα τέθηκε από μένα σε ηλεκτρονική επικοινωνία με τα μέλη αντιλήφθηκα γιατί: σχεδόν όλοι δεν είχαν αντιληφθεί τη δημοσίευση του προγράμματος. Από τα μέλη της υπο-επιτροπής βιβλίου ζητήθηκε σύγκλιση προκειμένου να συζητηθεί το θέμα. Από αναβολή σε αναβολή οι εβδομάδες πέρασαν και η επιτροπή δεν συνεδρίασε. Συνεδρίασε όμως το «συντονιστικό» των υπο-επιτροπών, το οποίο αποφάσισε να «διορθώσει» το λάθος.

Θεωρώ πως οι συλλογικότητες είναι ο πλέον ισχυρός και διαρκής πόλος παραγωγής πολιτικής και περίμενα τη χθεσινή συνεδρίαση της Επιτροπής Βιβλίου του ΣΥΡΙΖΑ, στην οποία ανήκω, προκειμένου να ασκήσω την κριτική μου, να διερευνήσω τις ευθύνες και να προτείνω όσα θεωρώ πως θα αποκαταστήσουν το λάθος που έγινε. Ο δημόσιος λόγος δεν οφείλει να υποκαθιστά το λόγο και τις διαδικασίες του συλλογικού ελέγχου (βλ. πολιτική ηθική της δημόσιας τοποθέτησης της Έλενας Πατρικίου). Η διαδικασία αυτή ολοκληρώθηκε χθες, οπότε μπορώ τώρα και «δημόσια» να πω τη γνώμη μου. Κυρίως γιατί θεωρώ πως ο ιδρυματισμός του κομματικού σωλήνα δεν αντιλαμβάνεται ούτε το μέγεθος και την ουσία της κριτικής που δέχεται, ούτε τις απαιτήσεις της πολιτικής και ιστορικής συγκυρίας. Κυριαρχεί νομίζω μια ηττοπαθής αντίληψη ρεαλισμού σε όσα «θα κάνουμε» ως κυβέρνηση: θα αποκαταστήσουμε πολλά από όσα γκρέμισαν οι προηγούμενοι. Όσα μπορούμε. Επομένως δεν μπορούμε να μιλάμε για σχολικές βιβλιοθήκες αφού λεφτά δεν υπάρχουν. Πώς εννοούμε όμως την αλλαγή των χαρακτηριστικών της παιδείας, πώς οραματιζόμαστε την παιδεία χωρίς βιβλιοθήκες;

Προσπαθώ να πείσω τους συντρόφους μου πως η επίμονη και επαναλαμβανόμενη αναφορά στις βιβλιοθήκες δεν είναι «συντεχνίλα» ή γραφική εμμονή. Πως οι βιβλιοθήκες είναι γερό εργαλείο για την πολιτική μας για τον πολιτισμό, την έρευνα και την παιδεία, εργαλείο που και άλλοι χρησιμοποίησαν και χρησιμοποιούν σε όλο τον κόσμο. Ο τρόπος για να πείσω είναι ο δημόσιος λόγος (πχ «ο βιβλιοθηκάριος» της Αυγής) και οι κομματικές διαδικασίες, δηλαδή ο λόγος που δημιουργεί γόνιμο περιβάλλον υποδοχής και ο λόγος που μεθοδικά επιχειρεί να θέσει τα ζητήματα εκεί που λαμβάνονται αποφάσεις.


Η αναγκαία μάλλον αυτοαναφορικότητα αυτού του κειμένου ελπίζω πως δεν θα επαναληφθεί. Έπρεπε όμως να ειπωθούν κάποια πράγματα. Πιστεύω πως οι προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ για τον πολιτισμό είναι ένα σκουπίδι που πρέπει να πεταχτεί στον αντίστοιχο κάδο. Κυρίως γιατί δεν πέτυχαν να συντονιστούν σε ένα ενιαίο πνεύμα που θα συνταιριάζει το οραματικό πλαίσιο των βασικών αρχών με την αποκατάσταση των χαμένων κεκτημένων, αλλά και το σχεδιασμό υλοποίησης των αξόνων της πολιτιστικής πολιτικής μας. Νομίζω πως πρέπει θαρρετά να ξεκινήσουμε από την αρχή και να καλέσουμε την κοινωνία, τους πολίτες, τις συλλογικότητες και όσους έχουν θεσμικές θέσεις στον πολιτισμό (ακόμη και αυτούς) σε μια σειρά «συνεδρίων του ΣΥΡΙΖΑ για τον πολιτισμό», να τους ακούσουμε, να διαμορφώσουμε ένα διάλογο, να τους δεχτούμε στο σχεδιασμό μας και να καταγράψουμε τα αποτελέσματα αυτής της διαβούλευσης. Ως τότε μπορούμε να διακηρύξουμε τις βασικές δεσμευτικές αρχές που θα υπερασπιστεί και θα υπηρετήσει η πολιτιστική μας πολιτική. Νομίζω ας πούμε πως είναι σπουδαίο να πεις πως δεσμεύεσαι για την ελεύθερη και δωρεάν πρόσβαση όλων στη γνώση…

Πέμπτη 23 Οκτωβρίου 2014

Ο μάγος που έχασε το μαγικό ραβδί του


Είμαι ένας μάγος – για δες:
Γίνομαι δέντρο – σηκώνω
τα χέρια ψηλά και ανθίζω σαν ικεσία
Γίνομαι λίμνη – τα μάτια μου
δακρύζουν, στην όχθη της κάθεσαι εσύ
Γίνομαι πουλί –οι λέξεις μου
αποδημούν την επόμενη μέρα

Είμαι ένας μάγος

που έχασε το μαγικό ραβδί του

Τρίτη 14 Οκτωβρίου 2014

Το ρολόι


Διάλογος στην κουζίνα με την πεντάχρονη κόρη μου (εκείνη ζωγραφίζει κι εγώ προσπαθώ να φτιάξω κείμενο στο πορτοκαλί μου τετράδιο- περισσεύω μέσα μου και πρέπει να ξεχειλίσω):
Στέλλα: τι γράφεις;
Εγώ: κάποια πράγματα που σκέφτομαι...
Στέλλα: Για ποιον τα γράφεις;
Εγώ:....
Στέλλα: για ποιον;
Εγώ: ... ε... δεν ξέρω... έλα ντε...
Στέλλα: Για τον εαυτό σου; Μπράβο σου!

*********************************************************************************

Εκείνοι επιμένουν για το αντίθετο
όμως εγώ ξέρω καλά
πως κάτι μέσα μου έχει χαλάσει

Και δείχνω πάντα την ίδια ώρα

Παρασκευή 10 Οκτωβρίου 2014

Χειροπιαστά οράματα

[Άρθρο που η "Αυγή" τελικά δημοσίευσε την Τετάρτη 8/10/2014]


«Ο λόγος της Αριστεράς για τις βιβλιοθήκες, ακόμα και ο πιο ριζοσπαστικός, έχει ένα κενό: να δώσει χειροπιαστά τα οράματα. Να δώσει κοινωνικά παραδείγματα που η ίδια έχει προκαλέσει με τους αγώνες της. Και αυτό δεν είναι εύκολο…»

Αυτό είναι ένα μήνυμα που μπορείς να λάβεις σαν απάντηση στη δημόσια συζήτηση που επιχειρείς να κάνεις γύρω από τα ζητήματα της πολιτιστικής πολιτικής και συγκεκριμένα της πολιτικής βιβλιοθηκών. Και είναι δύσκολο να διαφωνήσεις με τον αποστολέα του, αφού κι εσύ το ξέρεις πως η συζήτηση, ακόμη και η συζήτηση, γίνεται με όρους περιπτωσιακούς και αποσπασματικούς. Είναι γεγονός πως λείπει από τη δημόσια σφαίρα ένας «χώρος» αριστερής σκέψης και συνεργασίας για τον πολιτισμό, ένα περιοδικό που όχι μόνο θα απαντάει στις δεξιές και νεοφιλελεύθερες ρητορικές, αλλά θα συγκροτεί και ένα οραματικό πλαίσιο για τον πολιτισμό που θέλει η Αριστερά να υπηρετήσει και να σχεδιάσει. Πόσο μάλλον η λεγόμενη «κυβερνώσα». Λείπουν η συνεργασία και οι επεξεργασίες, λείπει ο συντεταγμένος κριτικός λόγος στα ιδεολογήματα που περιφέρονται στα κανάλια αναπαραγωγής της κυβερνώσας δεξιάς. Λείπουν οι απαντήσεις στις στρεβλώσεις που δημιουργεί η επικοινωνιακά πανίσχυρη κυριαρχία των ιδιωτικών ιδρυμάτων .

Γίνονται πράγματα βέβαια. Γίνονται ζυμώσεις, αναπτύσσονται ενδιαφέρουσες συζητήσεις, υπάρχει κινητικότητα. Είναι σημαντικός για παράδειγμα ο προβληματισμός που κατατίθεται στο «εσωτερικό» της Ανοιχτής Πόλης για τον πολιτισμό ή οι επεξεργασίες που γίνονται από τις νέες (αριστερές) δημοτικές αρχές, όλα αυτά είναι μια πραγματικότητα. Δεν είναι όμως συνολική και διασπείρει τις προσπάθειες. Δείγμα αυτής της αδόμητης κατάστασης είναι ότι μετά το θάνατο του Σωτήρη Σιώκου το Μάρτιο του 2014 το Τμήμα Πολιτισμού του ΣΥΡΙΖΑ παραμένει ακέφαλο, ή έστω χωρίς συντονιστή. Δύσκολα θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι αυτό δεν αποτελεί ένδειξη ενός προβλήματος είτε στην κομματική αντίληψη για τα ζητήματα του πολιτισμού, είτε στην κομματική αντίληψη για το ρόλο των κομματικών δομών. Πόσο μάλλον που κατά πώς φαίνεται πλησιάζει η ώρα να υλοποιήσουμε τα οράματά μας.

Οι βιβλιοθήκες είναι ανοιχτόμυαλοι οργανισμοί, προοδευτικοί. Δομικό τους συστατικό είναι η ελευθερία της σκέψης και της έκφρασης, η ελεύθερη πρόσβαση στη γνώση. Τα παραδείγματα που δίνουν με την ύπαρξη και το ρόλο τους αυτό, ακόμη και με τις αδύναμες πολιτικές που εφαρμόζονται γι’ αυτές όλα αυτά τα χρόνια, είναι χειροπιαστά οράματα. Που έχουν όμως την ανάγκη κεντρικού σχεδιασμού, οικονομικής και πολιτικής υποστήριξης. Θα μπορούσαν να γίνουν με ευχέρεια το προνομιακό πιλοτικό πρόγραμμα αριστερής πολιτικής πολιτισμού. Εξάλλου και οι νεοφιλελεύθεροι αυτό το χώρο έκαναν όχημα για τις αντίστοιχες πολιτικές τους. Χρωστάμε πάντως μια ευρεία συζήτηση για τον πολιτισμό, όχι μια χαοτική έκθεση ιδεών, αλλά ένα γερό σχέδιο που θα το πλουτίσει η εμπειρία και η θέληση του λαού.

Πέμπτη 9 Οκτωβρίου 2014

Η ιστορία ενός χαμόγελου


Ήταν μια άσχημη γυναίκα. Μια φορά κι έναν καιρό ήταν δηλαδή, όπως λένε τα παραμύθια. Όλο λένε τα παραμύθια πως "μια φορά ετούτο" και "μια φορά το άλλο". Αυτή η ιστορία όμως δεν είναι παραμύθι, κι ας έγινε μια φορά κι έναν καιρό. Αγάπησε λοιπόν έναν όμορφο άντρα. Εκείνος σε μια στιγμή παράφορης ευτυχίας ή ίσως μέθης, της χάρισε ένα χαμόγελο, ένα πραγματικά σαρκώδες, κόκκινο και λαμπερό χαμόγελο. Κι εκείνη πίστεψε πως ήταν δικό της, το πρώτο της ζωής της χαμόγελο. Και το μόνο.

Μέχρι που γέρασε η άσχημη γυναίκα φύλαγε πάντα μέσα της το πολύτιμό της χαμόγελο. Το περιποιούνταν και το φρόντιζε ξοδεύοντας λίγη-λίγη την τρυφερότητα που σιγά-σιγά της τελείωνε. Το γυάλιζε και το ξανάβαζε στη θέση του και ύστερα κάτι πρωινά του Οκτώβρη καθόταν και το κοιτούσε ώρες από το παράθυρο να περνάει στα πρόσωπα των νεαρών αντρών αυτής της πόλης.

Τη βρήκαν μέρες μετά το θάνατό της - εξάλλου δεν ζούσε πια κανένας δικός της να τη νοιαστεί. Οι αστυνομικοί είπαν πως κρατούσε στα χέρια της ένα βιβλίο με παραμύθια.

***
ο πίνακας είναι του Fernando Botero

Πέμπτη 2 Οκτωβρίου 2014

Χειροπιαστά οράματα

[Άρθρο που η "Αυγή" αρνήθηκε να δημοσιεύσει στη στήλη του "Βιβλιοθηκάριου" την Κυριακή 28/9/2014]*


«Ο λόγος της Αριστεράς για τις βιβλιοθήκες, ακόμα και ο πιο ριζοσπαστικός, έχει ένα κενό: να δώσει χειροπιαστά τα οράματα. Να δώσει κοινωνικά παραδείγματα που η ίδια έχει προκαλέσει με τους αγώνες της. Και αυτό δεν είναι εύκολο…»

Αυτό είναι ένα μήνυμα που μπορείς να λάβεις σαν απάντηση στη δημόσια συζήτηση που επιχειρείς να κάνεις γύρω από τα ζητήματα της πολιτιστικής πολιτικής και συγκεκριμένα της πολιτικής βιβλιοθηκών. Και είναι δύσκολο να διαφωνήσεις με τον αποστολέα του, αφού κι εσύ το ξέρεις πως η συζήτηση, ακόμη και η συζήτηση, γίνεται με όρους περιπτωσιακούς και αποσπασματικούς. Είναι γεγονός πως λείπει από τη δημόσια σφαίρα ένας «χώρος» αριστερής σκέψης και συνεργασίας για τον πολιτισμό, ένα περιοδικό που όχι μόνο θα απαντάει στις δεξιές και νεοφιλελεύθερες ρητορικές, αλλά θα συγκροτεί και ένα οραματικό πλαίσιο για τον πολιτισμό που θέλει η Αριστερά να υπηρετήσει και να σχεδιάσει. Πόσο μάλλον η λεγόμενη «κυβερνώσα». Λείπουν η συνεργασία και οι επεξεργασίες, λείπει ο συντεταγμένος κριτικός λόγος στα ιδεολογήματα που περιφέρονται στα κανάλια αναπαραγωγής της κυβερνώσας δεξιάς. Λείπουν οι απαντήσεις στις στρεβλώσεις που δημιουργεί η επικοινωνιακά πανίσχυρη κυριαρχία των ιδιωτικών ιδρυμάτων .

Γίνονται πράγματα βέβαια. Γίνονται ζυμώσεις, αναπτύσσονται ενδιαφέρουσες συζητήσεις, υπάρχει κινητικότητα. Είναι σημαντικός για παράδειγμα ο προβληματισμός που κατατίθεται στο «εσωτερικό» της Ανοιχτής Πόλης για τον πολιτισμό ή οι επεξεργασίες που γίνονται από τις νέες (αριστερές) δημοτικές αρχές, όλα αυτά είναι μια πραγματικότητα. Δεν είναι όμως συνολική και διασπείρει τις προσπάθειες. Δείγμα αυτής της αδόμητης κατάστασης είναι ότι μετά το θάνατο του Σωτήρη Σιώκου το Μάρτιο του 2014 το Τμήμα Πολιτισμού του ΣΥΡΙΖΑ παραμένει ακέφαλο, ή έστω χωρίς συντονιστή. Δύσκολα θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι αυτό δεν αποτελεί ένδειξη ενός προβλήματος είτε στην κομματική αντίληψη για τα ζητήματα του πολιτισμού, είτε στην κομματική αντίληψη για το ρόλο των κομματικών δομών. Πόσο μάλλον που κατά πώς φαίνεται πλησιάζει η ώρα να υλοποιήσουμε τα οράματά μας.

Οι βιβλιοθήκες είναι ανοιχτόμυαλοι οργανισμοί, προοδευτικοί. Δομικό τους συστατικό είναι η ελευθερία της σκέψης και της έκφρασης, η ελεύθερη πρόσβαση στη γνώση. Τα παραδείγματα που δίνουν με την ύπαρξη και το ρόλο τους αυτό, ακόμη και με τις αδύναμες πολιτικές που εφαρμόζονται γι’ αυτές όλα αυτά τα χρόνια, είναι χειροπιαστά οράματα. Που έχουν όμως την ανάγκη κεντρικού σχεδιασμού, οικονομικής και πολιτικής υποστήριξης. Θα μπορούσαν να γίνουν με ευχέρεια το προνομιακό πιλοτικό πρόγραμμα αριστερής πολιτικής πολιτισμού. Εξάλλου και οι νεοφιλελεύθεροι αυτό το χώρο έκαναν όχημα για τις αντίστοιχες πολιτικές τους. Χρωστάμε πάντως μια ευρεία συζήτηση για τον πολιτισμό, όχι μια χαοτική έκθεση ιδεών, αλλά ένα γερό σχέδιο που θα το πλουτίσει η εμπειρία και η θέληση του λαού.

*επομένως o "Βιβλιοθηκάριος" διακόπτει τη διετή συνεργασία του με την εφημερίδα.

Δευτέρα 29 Σεπτεμβρίου 2014

Μικρό παραμύθι


Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας άντρας. Αυτά που ποθούσε η ψυχή του δεν τα 'φερνε η ζωή. Έτσι ένα βράδυ του Σεπτέμβρη κάθισε κι έγραψε μια ιστορία, μπήκε μέσα της και χάθηκε για πάντα.

Παρασκευή 26 Σεπτεμβρίου 2014

Το πουρμπουάρ


Καμιά φορά νιώθω σαν σκουπίδι που το παρασέρνει το ρυάκι της βροχής μια μέρα του Σεπτέμβρη. Από τις τελευταίες, που το έχεις πια χωνέψει πως το καλοκαίρι δεν γυρίζει πίσω. Ένα σκουπίδι με σκέψεις παράδοξες. Ας πούμε, επιστρέφοντας πριν λίγες μέρες αναρωτιόμουν ποια ιδέα θα είχαμε για τον εαυτό μας αν δεν υπήρχαν καθρέπτες και  το είδωλό μας δεν ήταν παρά μια φευγαλέα σκιά, άλλοτε μικρή στο κάθετο σφυροκόπημα του ήλιου και άλλοτε θεόρατη στων τοίχων τα πεδία (τις νύχτες που οι δρόμοι μάς οδηγούν στα αδιέξοδά τους), άλλοτε κρύα σαν το σίδερο και άλλοτε φλεγόμενη σαν τον έρωτα. Αν βλέποντας τη σκιά μας πριν βγούμε έξω λέγαμε «είσαι ωραίος σήμερα».

Μια άλλη μέρα σκέφτηκα πως κάποιες γενικές δεν είναι καθόλου γενικές – ας πούμε, οι κτητικές. Και μια άλλη, πως ξέρω ανθρώπους που όταν τελειώνουν την ανάγνωση ενός βιβλίου, αφήνουν πίσω τους λευκές σελίδες. Στη βιβλιοθήκη παρακολουθώ καμιά φορά τους αναγνώστες να μελετούν και σκέφτομαι πως ο τρόπος που κάποιος διαβάζει είναι και ο τρόπος που γαμάει: άλλος αργά και γλυκά χαϊδεύοντας τις λέξεις, άλλος σκυμμένος πάνω τους θέλοντας ίσως να είναι ο μοναδικός που θα τις καταλάβει, άλλος βιαστικός και αγχωμένος γυρνώντας βάναυσα τις σελίδες σαν να τις εκδικείται.

Τέτοια σκουπιδάκια σκέψεις μαζεύονται πολλά. Μια καλοκαιρινή σκέψη είναι πως τα φύκια που ‘βρισκα στην παραλία είναι σαν φράσεις μισές, μπερδεμένες, υπαινικτικές, ματαιωμένες. Τα έχει ξεβράσει εκεί η θάλασσα. Τα μαζεύω με προσοχή, τα κλείνω σε ένα τετράδιο και τα αφήνω εκεί. Να γίνουν ποίημα. Υπάρχουν και σκέψεις επίμονες, που όσο και αν προσπάθησαν, δεν κατέληξαν κάπου. Θα έχεις προσέξει κι εσύ τους ζητιάνους στο δρόμο που έχουν ένα χαρτόνι μπροστά τους που λέει πως πεινάνε, δεν έχουν σπίτι ή έχουν παιδιά και ζητάνε λίγα χρήματα να ζήσουν. Και ύστερα γράφουν στο τέλος «ευχαριστό». Κάποιο νόημα θα έχει αυτή η ανορθογραφία, για κάποιο λόγο τα χαρτόνια των ζητιάνων είναι γραμμένα όλα με το ίδιο λάθος.

...
Κάθομαι μέσα μου καμιά φορά και ξεκουράζομαι. Παραγγέλλω καφέ κι ανάβω τσιγάρο. Μπορεί να σφυρίξω και έναν σκοπό, όπως κάνουν τα πουλιά που στέκονται δίπλα μας κάποια στιγμή σε ένα κλαδί και κελαηδούν. Και ύστερα από λίγο σηκώνομαι και φεύγω. Συνήθως αφήνω και πουρμπουάρ στο τραπέζι. Καλή ώρα…

***
ο πίνακας είναι του Νίκου Χουλιαρά

Τετάρτη 24 Σεπτεμβρίου 2014

Ένα ρεπεράζ στις βιβλιοθήκες


Το "ρεπεράζ" είναι η αναζήτηση των χώρων που κάνει ένας σκηνοθέτης για να ετοιμάσει τα γυρίσματά του. Είναι δηλαδή η ανίχνευση όσων μας περιβάλλουν , όλων όσων αποτελούν το φόντο της παρουσίας και της δράσης μας. Το "ρεπεράζ" είναι όμως και η εκπομπή του Παναγιώτη Φραντζή στο "Μεταδεύτερο", το αυτοδιαχειριζόμενο διαδικτυακό ραδιόφωνο κάθε Σάββατο από τις 14.00 ως τις 16.00. Σε αυτή την εκπομπή το προηγούμενο Σάββατο έγινε μια ενδιαφέρουσα ανίχνευση για τις βιβλιοθήκες, την ανάγνωση και το ρόλο των χορηγών και των ιδρυμάτων στον πολιτισμό, στην οποία συμμετείχαμε τρεις βιβλιοθηκονόμοι: η Ειρήνη Δαφέρμου (συνάδελφος και φίλη από το Πάντειο Πανεπιστήμιο), εγώ και ο Παναγιώτης - που είναι απόφοιτος του τμήματος της Κέρκυρας. 

Στην αρχή οι... ερασιτέχνες της παρέας ήμασταν λίγο αμήχανοι και τρακαρισμένοι. Το γεγονός όμως πως ο φιλόξενος "εκπομπάρχης" μάς κράτησε ολόκληρο το δίωρο μαζί του σημαίνει πως μάλλον είχαμε πράγματα να πούμε. Τα μοιράζομαι και από 'δω μαζί σας, γιατί πολύ την απόλαυσα αυτή την κουβέντα και τις συναντήσεις που είχαν οι προβληματισμοί μας.


Δευτέρα 22 Σεπτεμβρίου 2014

Η «νέα βιβλιοθήκη» (ΙΙ)

[Αναδημοσίευση του άρθρου του "Βιβλιοθηκάριου" στην "Αυγή της Κυριακής" 21/9/2014]


Αναρωτιόμαστε αν πρόοδος είναι ό,τι καινούριο υπάρχει στον τρόπο που κάνουμε ή αντιλαμβανόμαστε τα πράγματα. Συχνά μας λένε πως αυτό είναι η πρόοδος, πως η τεχνολογία είναι η πρόοδος, η απαγκίστρωση από ιδεολογήματα του παρελθόντος είναι η πρόοδος, πως «ό,τι γυαλίζει είναι χρυσός.». Πρέπει λοιπόν να απαντήσουμε πως πρόοδος είναι ό,τι βελτιώνει την απόδοση των σκοπών μας, ό,τι υπηρετεί καλύτερα το στόχο των προσπαθειών μας.

Είναι συχνές οι στρεβλώσεις τα τελευταία χρόνια στον τομέα των θεσμικών ζητημάτων του πολιτισμού μας. Εμφανίζονται ως «πρόοδος» πράγματα που πίσω από το εντυπωσιακό περιτύλιγμά τους κρύβουν οικονονομικό, πολιτικό και κοινωνικό σχεδιασμό. Η στρέβλωση είναι μεγαλύτερη σε εμάς που δεν πετύχαμε όλα αυτά τα χρόνια ένα γερό θεσμό, τον οποίο έστω θα ταλαιπωρούμε, αλλά κατά κανόνα αυτοσχεδιάζαμε πετυχαίνοντας ενίοτε εντυπωσιακά αποτελέσματα. Ένας τέτοιος κόσμος είναι οι ελληνικές βιβλιοθήκες.


Η «νέα βιβλιοθήκη» του Almere ή η δικιά μας «νέα εθνική βιβλιοθήκη» του Ιδρύματος Νιάρχου είναι ιδεολογικοποιημένοι τίτλοι που επιχειρούν να έρθουν σε ρήξη με το παρελθόν ανασκευάζοντας και τους σκοπούς που αυτό υπηρετούσε (λειψά και μίζερα στην περίπτωση τη δικιά μας). Η «νέα βιβλιοθήκη» βαφτίζεται στους κανόνες της αγοράς, επιχειρηματολογεί με τη διαφήμιση και τα σημαινόμενά της, πολιτικολογεί συστημικά απαξιώνοντας το κράτος και αδιαφορεί για τις μειονότητες.


Θέλουμε κόσμο στις βιβλιοθήκες, αλλά τον θέλουμε να διαβάζει και να ανακαλύπτει τον κόσμο της γνώσης και της σκέψης. Για να το πετύχουμε αυτό πρέπει να δουλέψουμε πάνω στην ανάγκη της ανάγνωσης, πρέπει να καλλιεργήσουμε τη σκέψη, πρέπει να μάθουμε στην αναζήτηση. Δεν πρέπει να χρησιμοποιήσουμε διαφημιστικά τρικ για να τους βάλουμε σε αυτές, δεν πρέπει να τους εξαπατήσουμε αλλοιώνοντας τους στόχους μας. Στόχος δεν είναι να πούμε πόσοι μπήκαν, προκειμένου να πείσουμε τις εκφυλισμένες ηγεσίες μας για την ανάγκη σταθερής και γενναίας χρηματοδότησης. Δεν θέλουμε τις βιβλιοθήκες σημεία διαφήμισης, δεν θέλουμε τις βιβλιοθήκες βήμα πρόσβασης της αγοράς στη γνώση και τη σκέψη, δεν θέλουμε την αγορά και τους πολιτικούς της ταγούς να καθορίζουν το περιεχόμενο και την προσβασιμότητα στις βιβλιοθήκες, δεν θέλουμε ματωμένους χορηγούς σε επιτοίχιες πλάκες. Δεν τους θέλουμε γιατί επιπλέον ξέρουμε πως θα περάσουν πάνω από το σώμα μας, που απελπισμένα τους παραδώσαμε, και θα φύγουν. Λίγη πρόσκαιρη κλεμμένη δόξα θα έχει μείνει, και τα μυαλά δεν θα έχουν αλλάξει. Πρέπει να πείσουμε τις πολιτικές ηγεσίες που καβαλάνε την εξουσία πως η επένδυση στις βιβλιοθήκες από το κράτος είναι σταθερή και μόνιμη επένδυση στη μόρφωση και την καλλιέργεια του λαού μας. Πρέπει εμείς οι ίδιοι να καβαλήσουμε την αποστολή μας, τον πνευματικό και κοινωνικό μας ρόλο.

Πέμπτη 18 Σεπτεμβρίου 2014

Ένα χειρόγραφο απόγευμα του Σεπτέμβρη


Ένας πιτσιρίκος παίζει στην παραλία
Πετροβολάει τη θάλασσα
την κυνηγάει και την αγκαλιάζει
Ορμάει στο αφρισμένο ξέσπασμά της
αλαλάζοντας
Σηκώνονται αντίκρυ του τα κύματα
κι αυτός γελάει

Ένας πιτσιρίκος παίζει με τα κύματα
δεν είμαι εγώ
Εγώ παρακολουθώ ανήσυχος τη νύχτα
που σηκώνεται κι απλώνει
γύρω

Τρίτη 16 Σεπτεμβρίου 2014

Γυμνός από σώμα


Είμαι μέσα στο σώμα μου
και δεν θέλω να βγω
Αν για λίγο το αφήσω
για να πάω μέχρι εκεί
φοβάμαι μην φύγει
και μείνω μόνος
Γυμνός από σώμα

***
ο πίνακας είναι του Εδουάρδου Σακαγιάν

Δευτέρα 15 Σεπτεμβρίου 2014

Η "νέα βιβλιοθήκη" (Ι)


Μια προαιώνια πάλη στις ανθρώπινες κοινωνίες είναι αυτή ανάμεσα στη βούληση και το χρήμα. Στον πόλεμο αυτό αποσκιρτήσεις υπάρχουν και από τη μία και από την άλλη πλευρά, στήνονται ενίοτε και άλλοτε γκρεμίζονται γέφυρες ανάμεσα στις δύο όχθες. Όταν δεν επιδιώκεται η κυριαρχία του ενός στον άλλο, αρκετοί εργάζονται για τη «συνεργασία» των δύο δυνάμεων. Αυτό σαν γενική αρχή δεν μας ενδιαφέρει τόσο να το αναπτύξουμε, όσο να το εξειδικεύσουμε στις βιβλιοθήκες, που είναι το βασικό αποθετήριο της ανθρώπινης βούλησης άμεσα και πάντα εξαρτώμενο από το χρήμα και τους κατόχους του. Στις καλύτερες περιόδους της ιστορίας των βιβλιοθηκών το χρήμα αποσκοπούσε στην ανάπτυξη των βιβλιοθηκών ως μοχλού ανάπτυξης της βούλησης. Υπάρχουν ωστόσο και περίοδοι που δια του οικονομικού ελέγχου των βιβλιοθηκών επιχειρούνταν και ο πολιτικός έλεγχος της βούλησης.

Η «Nieuwe Bibliotheek» είναι η λαϊκή βιβλιοθήκη της πόλης του Almere στην Ολλανδία. Πρόσφατα για να αντιμετωπίσει την σταδιακή μείωση του κοινού της ή/και να αυξήσει τους χρήστες των υπηρεσιών της προχώρησε σε κάποιες καθοριστικές ανατροπές. Επανασχεδιάστηκε με βάση τις ανάγκες των χρηστών της, όπως αυτές εκφράστηκαν σε έρευνες αγοράς. Αναταξιθέτησε το υλικό της με τη λογική του βιβλιοπωλείου, ανέδειξε τα εξώφυλλα των βιβλίων που θα αιχμαλωτίσουν το ενδιαφέρον του περαστικού, εκπαίδευσε το προσωπικό της στο marketing και την εξυπηρέτηση πελατών, προώθησε την εργονομία της συνεργατικότητας των πελατών της,  επιχείρησε με τη διαμόρφωση των χώρων της να «αιχμαλωτίσει» το χρήστη της περισσότερο χρόνο εντός της, εγκατέστησε στο χώρο της κονσόλες για ηλεκτρονικά παιχνίδια, στο καφέ της υπάρχει πάντα κάποιο μουσικό πρόγραμμα, η βιβλιοθήκη έγινε από θαμπή, λαμπερή. Η λαϊκή βιβλιοθήκη του Almere είχε 1.140.000 επισκέψεις το 2013. Το Almere είναι μια νέα πόλη, το πρώτο σπίτι της οποίας χτίστηκε το 1976. Σήμερα έχει 196.000 κατοίκους.


Η ανατροπή αν και δεν έγινε χωρίς διαφωνίες, είναι ένα χαρακτηριστικό ενδεικτικό παράδειγμα των νέων τάσεων που προβάλλονται στα διεθνή βιβλιοθηκονομικά συνέδρια και διαφημίζονται στα ειδικά περιοδικά του χώρου. Στην Ελλάδα είχαμε πρόσφατα την ευκαιρία να ακούσουμε έναν Ολλανδό πάλι συνάδελφό μας να επιχειρηματολογεί γιατί πρέπει να μπουν ηλεκτρονικά παιχνίδια στις βιβλιοθήκες για να αυξήσουμε την επισκεψιμότητά τους. Τι έγινε λοιπόν; Μήπως δεν θέλουμε να ξεθολώσουν οι βιβλιοθήκες; Μήπως ως άλλοι Στάτλερ γκρινιάζουμε στη μίζερη γωνιά μας αντιδρώντας στην πρόοδο; Δυστυχώς τις εποχές των οραμάτων στην παγκόσμια βιβλιοθηκονομική κουβέντα πλέον ακολουθούν οι εποχές της ευρηματικότητας προκειμένου οι βιβλιοθήκες να επιβιώσουν της οικονομικής κρίσης, της έκρηξης της τεχνολογίας και της κάμψης της πολιτικής βούλησης. Πρέπει να αναπτύξουμε συνέργειες με τον ιδιωτικό τομέα, να αποδεχτούμε τη «φωτισμένη» δεσποτεία των Ιδρυμάτων και των χορηγών, να συνεργαστούμε με την Αγορά και τους κανόνες της. Είναι λοιπόν έτσι τα πράγματα; Η συνέχεια και απάντηση την ερχόμενη Κυριακή.

Τρίτη 9 Σεπτεμβρίου 2014

Καρτ-ποστάλ στον Οδυσσέα (που γνώρισα στα Πούλιθρα)


Μικρέ Οδυσσέα,

επέτρεψέ μου να σε λέω «μικρό», αφού είσαι μόνο 4 χρόνων εξάλλου, ενώ εγώ 40. Τούτο δεν σημαίνει τίποτε άλλο από τρυφερότητα. Νομίζω πως το μέγεθός σου σού επιτρέπει να βλέπεις τα πράγματα μεγάλα, σαφώς πολύ μεγαλύτερα από μένα. Μείναμε λοιπόν σε διπλανά δωμάτια στις διακοπές μας και ο αποχωρισμός μας ήταν δύσκολος όταν ήρθε η ώρα. Πιο δύσκολος από τη γειτνίαση, τα ωράρια και τις διαθέσεις μας που δεν ταυτίζονταν. Είπες μουτρωμένος πως δεν θες να φεύγουν οι άνθρωποι από τον κόσμο σου. Μην νομίζεις πως δεν μας πονάει όλους το ίδιο αυτό το φευγιό, εννοώ μικρούς και μεγάλους. Η διαφορά μας είναι πως εμείς θεωρούμε φυσιολογική και διαχειρίσιμη την απώλεια ενώ εσύ όχι. Ωστόσο εσύ μπορείς πιο εύκολα να ξεχνάς ή να στρέφεις αλλού το ενδιαφέρον σου, ενώ εμείς μένουμε συνήθως κολλημένοι στη σκιά της απουσίας. Μαθαίνουμε να ζούμε με αυτήν. Καμιά φορά συνηθίζουμε να φεύγουμε.

Έτσι καθώς γλιστράει το καλοκαίρι μέσα από τα χέρια μας και αφήνουμε πίσω την ελευθερία του, επιστρέφοντας στους ρόλους και τις υποχρεώσεις, σκέφτομαι στενόχωρα πράγματα μικρέ μου φίλε. Σκέφτομαι ας πούμε πως ολοένα και περισσότερο έχω την αίσθηση πως αγοράζω την ελευθερία μου, ή μάλλον πως επιβάλλεται να πληρώσω γι’ αυτήν. Πρέπει να δουλεύω όλο το χρόνο για λίγες μέρες στο γαλάζιο της θάλασσας, αγοράζω την υγεία μου, την επιβίωση και την ευτυχία μου, τους φίλους, τα πράγματα που αγαπώ να κάνω. Αγοράζω τις βουτιές των παιδιών μου από τους ώμους μου, τα σπασμένα αστέρια ψηλά στο οροπέδιο, το ψάρεμα με ένα ποτήρι, τα τραγούδια και τις ιστορίες των φίλων μου, κατοικημένες και ακατοίκητες σελίδες, αγοράζω ακόμη και την ανατολή του ήλιου που ξαπλωμένος ανάσκελα με ανοιχτά τα χέρια και τα πόδια γυμνός στη φλούδα της θάλασσας αναμετριέμαι με το πρώτο γαλάζιο της μέρας εκεί ψηλά στο θόλο. Για όλα πληρώνω, ξοδεύομαι, δίνω πολλά για τα λίγα που μπορώ ελεύθερα και ανέμελα να χαίρομαι. Και είμαι τυχερός και γι’ αυτά. Επίσης πρέπει εκτός από όλα αυτά να ζω και να δρω συλλογικά, να συμμετέχω στην πολιτική, στα κινήματα, στην προσπάθεια των λίγων να αλλάξει επιτέλους ο κόσμος για όλους. Κι εκεί πρέπει να δίνω και ελπίδα εκτός από τη δουλειά μου, πρέπει να απαντάω στην αμφισβήτηση των φοβισμένων, να προσπαθώ να κερδίσω τη συμμετοχή σαν να μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο, να προσδιορίζομαι, να εξελίσσομαι.


Κουρασμένος λοιπόν επιστρέφω μικρέ μου γείτονα στην καθημερινότητά μου. Κουρασμένος γιατί η ξεκούραση πάντα μου θυμίζει με τι κούραση την αγοράζω. Βλέπεις λοιπόν πως σ’ εμάς τους μεγάλους τα πράγματα είναι σύνθετα: η απώλεια είναι και ήττα σε έναν διαρκή πόλεμο. Κερδίζουμε στην καλύτερη περίπτωση μάχες σε έναν πόλεμο εξαρχής χαμένο. Παραλογισμοί ενηλίκων. Πάντως, ξέρεις τι θα μου λείψει πιο πολύ; Που εκεί στα Πούλιθρα το βράδυ καθόμουν στη βεράντα αργά τη νύχτα και άκουγα τα χαρούπια να πέφτουν με το φύσημα του ανέμου κάτω από τις χαρουπιές, σαν τριξίματα από ρωγμές ονείρων, σαν ξύλινοι κρότοι, σαν να περπατάνε μαριονέτες μέσα στη νύχτα. Ξέρεις, αυτά τα θλιβερά ανθρωπάκια που τα κουνάνε αόρατα σκοινιά, που κάποιοι άλλοι από ψηλά ορίζουν τις κινήσεις τους, την πορεία τους στον κόσμο, τη ζωή.

*** το γλυπτό είναι του Jason E. McPhillips

Δευτέρα 8 Σεπτεμβρίου 2014

La Faim

[Αναδημοσίευση του άρθρου του "Βιβλιοθηκάριου" στην "Αυγή της Κυριακής" 7/9/2014]


«Μεταμορφώθηκα  κι έγινα τρύπα, κενό, και όλοι οι κόποι, όλες μου οι προσπάθειες στόχο είχαν να καταργήσουν να γεμίσουν, να αποστομώσουν αυτό το κενό που δεν έπαυε να μου ζητά». Είναι μια από τις φράσεις του Ίμρε Κέρτες, του κορυφαίου Ούγγρου συγγραφέα, στο βιβλίο του «το μυθιστόρημα ενός ανθρώπου δίχως πεπρωμένο» (Καστανιώτης, 2010. μετ. Γιώτα Λαγουδάκου). Περιγράφει τις σκέψεις και την αγωνία του έγκλειστου στο στρατόπεδο συγκέντρωσης να νικήσει το κυρίαρχο μαρτύριο του εγκλεισμού του, την πείνα.

«… ζούμε σε μια αγωνία διαρκούς πείνας που προκαλεί ναυτία…. Πρέπει να προσπαθήσουμε να κυριαρχήσουμε στην πραγματική πείνα, την άμεση, να τη δαμάσουμε, με την ιδέα της πείνας που πρόκειται να ακολουθήσει, της εικονικής τώρα ακόμη, αλλά που ξεσκίζει τα σωθικά…». Ο Ισπανός συγγραφέας Χορχέ Σεμπρούν στο βιβλίο του «Ο νεκρός που μας χρειάζεται» (Εξάντας, 2003. μετ. Οντέτ Βαρών-Βασάρ) τεμαχίζει την πείνα του στο Μπούχενβαλντ σε εφήμερες πείνες που δεν θα τον μετατρέψουν σε «μουσουλμάνο», όρο που αποδίδει στη στρατοπεδική ορολογία τον παραιτημένο πια έγκλειστο, το άψυχο και άβουλο σώμα που μένει γονατισμένο στη γη περιμένοντας το θάνατο.

Στο ευφυές και διεισδυτικό μοναδικό του μυθιστόρημα «το ανθρώπινο είδος» (Εστία, 2008, μετ. Τερέζα Βεκιαρέλλη, Σάρα Μπενβενίστε) ο Γάλλος  Ρομπέρ Αντέλμ έρχεται και επανέρχεται στο αίσθημα της πείνας στο ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης. Τυχεροί όσοι γειτονεύουν με έναν μελλοθάνατο: «αν πεθάνει χωρίς να δώσει το ψωμί, κάποιος θα βρεθεί πρώτος και θα το πάρει. Αλλά συνήθως θα το έχουν δει κι άλλοι, και τότε θα ξεσπάσει ένας σύντομος καυγάς, χαμηλόφωνα, γιατί το αχυρόστρωμα όπου κείται ο νεκρός δεν είναι μακριά.
-        Ήταν φίλος μου. Το ψωμί μου ανήκει…».

Η πείνα ήταν μέσο ελέγχου και εξουσίας στο ναζιστικό σύστημα των στρατοπέδων. Δεν ήταν μοιρασμένη «ισότιμα» στους έγκλειστους και αυτό ήταν επίσης σχεδιασμένο. Οι έγκλειστοι που συμμετείχαν στο σύστημα εξουσίας των SS (κυρίως ποινικοί) πεινούσαν λιγότερο, έκλεβαν το φαγητό των υπολοίπων, ήταν «όμορφοι», έμοιαζαν κανονικοί. Η ταξική διαστρωμάτωση ήταν απόλυτη και η πείνα κατανεμημένη ανάλογα. Αυτό είναι πιο φανερό εκεί, από όσο στην κοινωνία έξω – και ας είναι εξίσου δεδομένο εκεί.

Μοιάζει βεβήλωση στη μνήμη των θυμάτων, όμως τα βιβλία είναι τραίνα που συναντιούνται στους σταθμούς των αναγνωστικών ταξιδιών μας. Έρχεται στο νου σου η «πείνα» του Κνουτ Χάμσουν, το κορυφαίο έργο του «αμαρτωλού» (λόγω του συγχρωτισμού του με το φασισμό) Νορβηγού συγγραφέα. Τη διάβασες μικρός. Πρώτη φορά πείνασες διαβάζοντας για την πείνα. Και όλα ετούτα τα έφερε μια μέρα που τυχαία στη βιβλιοθήκη καταλογογράφησες την πρώτη γαλλική μετάφρασή της του 1895. Σκέφτηκες πως η πείνα θα διαφεντεύει τον κόσμο όσο θα υπάρχουν συστήματα εξουσίας και ύστερα συνέχισες τη δουλειά σου.

Δευτέρα 1 Σεπτεμβρίου 2014

Ο έλεγχος

[Αναδημοσίευση του άρθρου του "Βιβλιοθηκάριου' στην "Αυγή της Κυριακής" 31/8/2014]


Η πρόοδος πάντα παρακολουθούνταν από έναν έλεγχο, και η διαγωγή μετρούνταν από αυτόν. Ο έλεγχος μοιάζει να είναι έτσι ένα αναγκαίο συστατικό της εκπαίδευσης, τόσο ουσιαστικό που κάποιες φορές τείνει να είναι κυρίαρχο σε αυτήν. Δεν είναι μόνο πως η πρόοδος και η διαγωγή συνδέονται θεσμικά με την εκπαίδευση, τείνουν να θεωρούνται αποτέλεσμα ή σκοπός της, ίσως και η μόνη προϋπόθεση της διαγωγής και της προόδου να είναι η εκπαίδευση υπ’ αυτήν την έννοια. Είναι επίσης πως πρόοδος χωρίς έλεγχο δεν νοείται και διαγωγή χωρίς καταγραφή της επίσης.

Όλα ετούτα θα μπορούσαν να βασανίσουν σαν ζητήματα έναν ανεπηρέαστο από την εμπειρία παρατηρητή, έναν άνθρωπο που δεν γαλουχήθηκε στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα και δεν ποτίστηκε από τις αγκυλώσεις του. Πριν αρκετές δεκαετίες οι «έλεγχοι διαγωγής και προόδου» τυπώνονταν από τα τυπογραφεία και κυκλοφορούσαν στο εμπόριο προκειμένου να συνοδεύουν την αποτίμηση της αξίας των μαθητών στα σχολεία. Είναι ένα σπάνιο έντυπο να το βρει κανείς σε βιβλιοθήκη, γιατί κυρίαρχη είναι η χρηστική του αξία και η ατομική αποτύπωση της εφήμερης ούτως ή άλλως προόδου. Είναι επομένως σημαντικό υλικό, αφού είναι σπάνιο, και μπορεί κανείς να το συναντήσει καμιά φορά σε δωρεές συλλογών που γίνονται σε βιβλιοθήκες. Πιο συχνά θα βρεθούν τέτοιοι έλεγχοι ελληνικών εκπαιδευτηρίων των αρχών του 20ου αιώνα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, στην Πόλη και τη Σμύρνη, τυπωμένοι από τον Χρηστίδη, το Ζιβίδη, το Θεοχάρη. Θα είναι έλεγχοι των «ελληνικών εκπαιδευτηρίων της Ελληνικής Ορθοδόξου Κοινότητος Διπλοκιονίου», ή του «εν Σταυροδρομίω Κεντρικού Παρθεναγωγείου της Ελληνικής Ορθοδόξου Κοινότητος» ή ίσως των «Εκπαιδευτηρίων Βαφεοχωρίου». Κι εσύ ξεφυλλίζοντάς τους, ανατέμνοντας το σώμα τους και το περιεχόμενό του για να τους καταγράψεις στη βιβλιοθήκη, θα βρεις ατόφια την έκδοση, χωρίς τις αξιολογήσεις των δασκάλων, χωρίς την όποια ταυτότητα του όποιου αξιολογούμενου μαθητή. Μόνο τη φόρμα που υποδεικνύει τον τρόπο του ελέγχου: στοιχεία διαγωγής είναι ο εκκλησιασμός, η επιμέλεια, η τάξις, η καθαριότης, η κοσμιότης, οι τρόποι συμπεριφοράς, η εν τω οίκω διαγωγή… Και στοιχεία μάθησης τα θρησκευτικά, τα ελληνικά, τα μαθηματικά, τα ιστορικά, η γεωγραφία, η φυσιογνωσία, τα τουρκικά, τα γαλλικά, τα εμπορικά, η καλλιγραφία, η ιχνογραφία, η ωδική, η απαγγελία ποιημάτων. η γυμναστική, τα χειροτεχνήματα, η κοπτική και η οικιακή οικονομία…


Θα δοκιμάσεις πάλι εκείνη τη σκέψη για το εφήμερο των μαθητών και των δασκάλων, των σχολείων, των κοινοτήτων και των πόλεων. Μόνο ο έλεγχος της διαγωγής και της προόδου θα αντέχει φαίνεται στο χρόνο – ίσως γιατί είναι επικίνδυνη χωρίς έλεγχο η διαγωγή και η πρόοδος.

Δευτέρα 25 Αυγούστου 2014

Ένα κενό τετράδιο

[Αναδημοσίευση του άρθρου του "Βιβλιοθηκάριου" στην "Αυγή της Κυριακής" 24/8/2014]


Ο βιβλιοθηκάριος είναι ένας δυστυχής κατάδικος της τάξης – επιχειρεί μάταια, αλλά με επιμονή να οργανώσει το χάος. Είναι καταδικασμένος να μάχεται τη σκόνη και τη λήθη. Η μάχη βέβαια είναι προκαθορισμένη. Υπάρχουν φορές που στα χέρια του έρχονται πράγματα που δοκιμάζουν την πραγματογνωσία του και που τον βάζουν σε ποικίλα διλήμματα: από την μια πλευρά είναι η διατήρηση στο χρόνο, από την άλλη τα κριτήρια γι’ αυτήν.

Στο πλαίσιο της δωρεάς μιας συλλογής σε μια βιβλιοθήκη θα βρει καμιά φορά τέτοιο υλικό – και με την εμμονή του στην ταξινόμηση θα βασανιστεί ο δύστυχος τι να το κάνει, πού να το ταξιθετήσει, πώς θα υπερβεί τις προσωπικές του αντιλήψεις ώστε να μην είναι αυτές που θα καθορίσουν τη διατήρηση στο χρόνο και την προσβασιμότητα στην περιεχόμενη πληροφορία του μέσου. Κάποιες φορές δεν υπάρχει καν περιεχόμενο.

Μπορεί να βρει λοιπόν ένα σημειωματάριο των αρχών του αιώνα, το οποίο δυστυχώς για εκείνον δεν έχει τίποτα χειρόγραφο εντός του, ένα άδειο τετράδιο με μόνο βάρος και αξία το ότι άνηκε σε κάποιον και έχει μεγάλη ηλικία ως αντικείμενο. Δεν μπορεί να το επιστρέψει, δεν υπάρχει κάποιος πια που να του ανήκει. Δεν έχει λόγο να το κρατήσει, κανένας κανόνας δεν θα του πει τι να κάνει, κανείς δεν θα ενδιαφερθεί να διαβάσει τις λευκές του σελίδες. Ο τύπος της δουλειά του είναι με το μέρος του. Όμως η τριβή με το χρόνο τον έχει κάνει συμβιβαστικό.

Θα σκεφθεί ίσως «ένα ωραίο παλιό σημειωματάριο», θα δοκιμάσει την ιδέα να το κρατήσει για προσωπική του χρήση, όμως πώς μπορεί να διακορέψει αυτός την παρθενία ενός τετραδίου που επίμονα κράτησε τόσες δεκαετίες; Ποια αντάξια αξία μπορεί να έχει αυτό που θα γράψει σε ένα ηλικιωμένο τετράδιο; Ακόμη και αν αυτό που θα γράψει εκεί είναι ένα αριστούργημα, τα χειρόγραφα είναι μια μεταβατική ηλικία για ένα κείμενο – η αναπαραγωγή και η ανάγνωση έχουν αξία. Επομένως θα χρησιμοποιήσει εφήμερα ένα δοκιμασμένο στο χρόνο τετράδιο – θα ευτελίσει την όποια αιωνιότητά του, όπως ευτελίζουμε καμιά φορά ένα σώμα περνώντας από μέσα του την αφόρητη ερωτική μας έξαψη. Ποιος του έδωσε το δικαίωμα να θεωρεί χωρίς περιεχόμενο τις λευκές του σελίδες; Μήπως το κενό δεν είναι πλήρες από νοήματα; Δεν λείπουν οι λευκές σελίδες γύρω του αν θέλει να τις αποικίσει με τις όποιες σκέψεις του. Ξέρει επίσης καλά ότι ακόμη και έτσι αμόλυντο αν το κρατήσει σε ένα συρτάρι δικό του, σε κάποιο ράφι, σε κάποιο πατάρι, σε κάποιο κουτί, απλά θα μεταφέρει το δίλημμα σε κάποιον άλλο και άλλα χρόνια μετά. Όλα «μέσα θε να μπούνε», όλα σε μια βιβλιοθήκη καταλήγουν.

Τελικά θα αποφασίσει πως στην τάξη που βάζει στο χρόνο και στις ιδέες, δεν χωράει ένα λευκό τετράδιο 80 χρόνων, δεν ταξιθετούνται οι λευκές του σελίδες, ούτε είναι αναζητήσιμες. Και θα εμπιστευτεί αυτός, ο άρχοντας της τάξης, στο τυχαίο και στο χάος την απόφαση: απλά θα ακουμπήσει σε ένα ράφι της βιβλιοθήκης το σημειωματάριο. Δεν θα το οικειοποιηθεί, δεν θα το πετάξει, δεν θα το περιγράψει.