Δευτέρα 4 Μαΐου 2015

Warsaw Session VII: Koniec


Έχουν περάσει δύο βδομάδες από το τέλος το ταξιδιού. Νομίζω πως πολύ άντεξε αυτή η αίσθηση που σου αφήνουν τα ταξίδια, μια πραγματικότητα εσωτερική που δεν έχει ακόμη εντοπιστεί στο παρόν και στο εδώ, μια λίγο αφηρημένη παράλληλη ανάσα που τρέφεται από τη μνήμη των αισθήσεων. Τις εντυπώσεις από όσα είδες, αντικαθιστούν όσα ένιωσες. Και ίσως αυτό το τελευταίο να είναι το πιο πολύτιμο, αυτό που περισσότερο πρέπει να προστατέψεις σε αυτή τη σκληρή, απαιτητική και λαίμαργη πραγματικότητά σου.

Τις νύχτες, λίγο πριν δεχθεί να σε πάρει ο ύπνος, επιστρέφεις στο παράθυρό σου στο Dworzec Gdansky και για λίγο κοιτάς τους φίλους σου: το Γιώργο να γράφει στο μικρό του σημειωματάριο ένα απόγευμα καθισμένος σε ένα παγκάκι σε ένα πάρκο, τη Σταυρούλα να εκστασιάζεται κάθε φορά που στο δρόμο συναντούσαμε το σήμα που έλεγε “koniec” θυμίζοντάς μας πώς τέλειωνε το παιδικό των παιδικών μας χρόνων, ο Μπόλεκ και ο Λόλεκ. Τη Ρούμπη να υπομένει την αδηφάγα περιέργειά μας να δούμε τα πάντα και να μας φροντίζει. Τη Χάρις που ήθελε να ανέβει στην «αράχνη» σε ένα πάρκο και που κατεβήκαμε από το τραμ μόνο και μόνο για να το κάνουμε. Τη Λίνα που αποζητούσε τη Βαρσοβία για μικρούς στο Μουσείο του Κοπέρνικου γελώντας με τον ενθουσιασμό μας να της πούμε τι είδαμε, τι φάγαμε, πού πήγαμε την πρώτη μέρα που δεν ήταν μαζί μας. Τη Μαριαλένα που έμεινε πίσω αλλά σαν να ήταν μαζί μας. Το πρωινό στην Κρακοβία και τις μουσικές του Γιώργου, τη χαρά μας για την κόκκινη σούπα borsch, τους πίνακες στο μουσείο μοντέρνας τέχνης και στο εθνικό μουσείο, το υπόγειο ιρλανδέζικο εστιατόριο που φάγαμε την πρώτη μέρα, τη βόλτα με το τραμ, τις σέλφι που στέλναμε στη Μαριαλένα, περπατώντας 8.5 χιλιόμετρα στην παλιά πόλη, την πόλη από τον ουρανοξύστη του Στάλιν, το τραίνο που διάβαζε επιστρέφοντας από την Κρακοβία, τις μανόλιες στο κάστρο στην Κρακοβία, το Άουσβιτς. Μα πιο πολύ που ένα βράδυ καθίσαμε στο καναπεδάκι στο μπαλκόνι και πιάσαμε κουβέντα για τον έρωτα και το φόβο. Σαν να ήμασταν μόνοι στον κόσμο εμείς για λίγο. Σαν να μην υπήρχε τίποτε άλλο να πούμε.


Έχουν περάσει δύο βδομάδες από το τέλος του ταξιδιού και προφανώς πρέπει να σταματήσω να μιλώ γι’ αυτό. Κοιτάζω τις φωτογραφίες που τράβηξα και πέφτω πάνω σε μία: ένα ποδήλατο ακουμπισμένο σε μια ταμπέλα που γράφει “piesi”. Ένα διάλειμμα ήταν όλο αυτό. Επιστρέφοντας ένιωσες ένοχος που μπόρεσες να το κάνεις, που δεν έμαθες εν τω μεταξύ για τους πνιγμένους πρόσφυγες στη Λαμπεντούζα και για την πορεία της διαπραγμάτευσης της ελληνικής κυβέρνησης. Ένιωσες ένοχος που ξέφυγες από την αβάσταχτη και παντού παρούσα πίεση της καθημερινότητας της δικής σου, των αγαπημένων σου, όλων τριγύρω. Στην “piesi” της φωτογραφίας διάβασες τη δική σου «πίεση», πριν δεις τελικά πως στα πολωνικά “piesi” σημαίνει απλά «πεζοί»….

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου