Η πρώτη φορά που το είδα πρέπει να ήταν πριν από… 13 χρόνια – μάλλον. Η αντίδραση ήταν παρόμοια με τις επόμενες: παρατεταμένο ξάφνιασμα, αποβλακωμένο ύφος, γκριμάτσα απορίας, μειδίαμα (με αυτή τη σειρά). Το χάσμα προκαλεί αυτές τις αντιδράσεις, για το χάσμα μιλάμε. Αυτό είδα τότε που σας λέω.
Ήμουν φαντάρος στα Γιάννενα, «ψάρι» ολόφρεσκο με αρκετές ποσότητες μοναξιάς. Κάποια στιγμή ακούω έναν τύπο να μουρμουρίζει το «Δημοσθένους Λέξις» («Σαν βγω απ’ αυτή τη φυλακή κανείς δεν θα με περιμένει») και χαρούμενος που επιτέλο

υς θα ανταλλάξω κουβέντα του λέω:
- «ωραίο τραγούδι».
- «Ναι, θεός ο Νότης»
- «ο… Νότης;»
- «Εντάξει το έχει πει και ο Νταλάρας μετά, αλλά σαν το Σφακιανάκη κανείς»
- (Μεταααα-βολή….)
Λίγο καιρό μετά στη μονάδα στη Λήμνο χαρούμενος ανακοίνωσα στην παρέα ότι την Κυριακή θα έρθει η Άλκη Ζέη στο νησί και θα γίνει μια εκδήλωση προς τιμήν της στο θέατρο «Μαρούλα», αν θυμάμαι καλά. Εντάξει δεν περίμενα αλαλαγμούς έξαλλου ενθουσιασμού, αλλά συγγνώμη ούτε ένας δεν ήξερε στη… μορφωμένη ΕΣΣΟ μας τη συγγραφέα.
4 χρόνια μετά ήμασταν στο Λαγονήσι μια παρέα ζευγαριών (ξέρετε

αγκαλίτσες, ερωτούληδες, καυγαδάκια, μουτράκια, μαγκιές, συζητήσεις για νύχια, πόδια, μαλλιά μπλα, μπλα, μπλα…, ποδόσφαιρο, αυτοκίνητα, μηχανές, στρατό μπλα, μπλα, μπλα, πολύ ενδιαφέρον!!!!!) σε ένα σπίτι για ένα Σαββατοκύριακο - γύρω στα είκοσι άτομα. Το ανάλαφρο κλίμα απέκτησε τον ιδιαίτερο αυτό φυλετικό ανταγωνισμό που προκαλεί το TABOO, όταν το παίζουν άντρες με γυναίκες. Κάποια στιγμή κάποια είπε (μάλλον περιγράφοντας τη λέξη κανάλι): «ήταν η ΥΕΝΕΔ». Μία από την παρέα ρώτησε με πειστική απορία: «ποια είναι αυτή;». Σταματήσαμε όλοι, γυρίσαμε να τη δούμε και με παρατεταμένο ξάφνιασμα, αποβλακωμένο ύφος, γκριμάτσα απορίας, μειδίαμα (με αυτή τη σειρά) της εξηγήσαμε. Οι περισσότεροι από εμάς συνειδητοποιήσαμε τότε ότι δεν ήμασταν οι τελευταίοι που γεννήθηκαν σε αυτή τη γη.

Πριν από 3 χρόνια σε μια εταιρία που δούλευαν κάποιοι συνάδελφοι, το ραδιόφωνο, που ήταν μονίμως ανοιχτό, έπαιξε (κατά λάθος;) ένα τραγούδι που τραγουδούσε η Σωτηρία Μπέλλου. Ο διάλογος που ακολούθησε μεταξύ δυο φιλενάδων με μικρή διαφορά ηλικίας είναι ο εξής:
- «επιτέλους και ένα φυσιολογικό τραγούδι»
- «μμμμ»
- «τι φωνή αυτή η γυναίκα!»
- «Ποια;»
- «Η Σωτηρία Μπέλλου»
- «Ποια είναι αυτή;»

Το τελευταίο είναι τελείως φρέσκο, σπαρταριστό. Μια μέλλουσα συνάδελφος προσπαθώντας να καταλογογραφήσει ένα βιβλίο με ρωτάει (δυστυχώς) δυνατά:
- «Ποιος είναι τώρα ο συγγραφέας σε αυτό το βιβλίο: η Νανά ή ο Ζόλας;»
- «……..» ) «βύσσινο, αεροπλάνο, πλατάγιασμα, βύσσινο, αεροπλάνο».
Μου έχουν πει πως είμαι λίγο σνομπ. Νομίζω πως με τα χρόνια και τα… απανωτά χτυπήματα το πράγμα έχει διορθωθεί αισθητά. Εντάξει κάποια πράγματα δεν τα γνωρίζω, δεν με ενδιαφέρουν, τα κοροϊδεύω. Αλλά πλέον δεν διαγράφουν για μένα τους ανθρώπους που αφορούν. Όμως προσπαθώ να καταλάβω ποιος δημιούργησε αυτά τα χάσματα. Να ήταν μονάχα ο χρόνος, ας πούμε πως το χωνεύεις. Έχω όμως την αίσθηση πως όσο περνάει ο καιρός καλλιεργούνται παράλληλοι κόσμοι που δεν συναντιούνται βέβαια πουθενά, που δεν γνωρίζουν καν ο ένας την ύπαρξη του άλλου. Δεν είναι ανάγκη να σου αρέσει η Μπέλλου, φιλενάδα, αλλά να μην την έχεις ακούσει ποτέ; Το Ζολά ποτέ; Ο Γκαίτε ήταν συγγραφέας, όχι μόδιστρος και, ναι, το μικρό του δεν ήταν Φάουστ. Όσο για τον Μπάυρον, άστο τώρα.
Θα στο πω κι αλλιώς: τα χάσματα είναι τείχη χτισμένα προς τα κάτω, προς τα μέσα. Δεν τα περνάς, δεν τα γκρεμίζεις. Μόνο τα γεμίζεις σιγά-σιγά πέφτοντας στο κενό τους.