Σάββατο 13 Φεβρουαρίου 2016

Ό,τι πιο μικρό να ήσουν


Να 'σουνα λέξη, η πιο μικρή να ήσουν, ένα διαζευκτικό "ή" έστω. Σε ένα τραγούδι. Να σε χαϊδέψει η μελωδία και μια αντρική φωνή να σε τραγουδήσει μέσα στη νύχτα. Σε ένα τραγούδι που να πονάει στην αρχή κι ύστερα να μην πονάει, μόνο μέσα στη μέθη του να αψηφάει το θάνατο και να χορεύει δακρυσμένο.

Να 'σουνα ένα αυτοκινητάκι μικρό, ξεχασμένο κάτω από το κρεβάτι. Που το άφησε ένα παιδί. Που τώρα φώλιασε στην αγκαλιά της μάνας του. Και μιλάει ασταμάτητα.

Να 'σουνα δρόμος που πάει στη λήθη.

Αχ!

Τρίτη 9 Φεβρουαρίου 2016

Ποδάρια έξω λοιπόν!


[Αναδημοσίευση κειμένου του "Βιβλιοθηκάριου" στο Hit & Run]*

*
* "(Με αφορμή τη συνέντευξη του Ζιγκμουντ Μπάουμαν στην εφημερίδα EL PAIS, όπου αναφέρεται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης λέγοντας πως «Τα κοινωνικά δίκτυα κάθε άλλο παρά μας μαθαίνουν να κάνουμε διάλογο αφού είναι τόσο εύκολο να αποφύγεις την αντιπαράθεση… Εξάλλου οι περισσότεροι άνθρωποι δεν χρησιμοποιούν τα κοινωνικά δίκτυα για να συνδεθούν πραγματικά, ούτε για να διευρύνουν τους ορίζοντές τους, αλλά, αντίθετα, για να αυτο-περιοριοριστούν σε μία ζώνηάνεσης και ασφάλειας (comfort zone) όπου ο μόνος ήχος που ακούγεται είναι η ηχώ της δικής τους φωνής, το μόνο πράγμα που βλέπουν είναι η αντανάκλαση του ίδιου τους του προσώπου» ζητήσαμε από ανθρώπους ενεργούς στα social media να μας πουν τη γνώμη τους πάνω σε αυτό.)"
*

Νομίζω πως ο παππούς, ο Μπάουμαν, έχει δίκιο. Και είναι λίγο εκνευριστικό αυτό. Υποψιάζομαι δε, πως μάλλον δεν είναι χρήστης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Είναι σαν τους παπούδες τους δικούς μας που μας κοροϊδεύουν όταν βγάζουμε σέλφι, ή όταν καρφωνόμαστε στις οθόνες κινητών, τάμπλετ, λάπτοπ και υπολογιστών, όταν “μας αρέσει” με ρυθμό πολυβόλου στο σκρολλάρισμα ό,τι «ανεβάζουν” οι φίλοι μας. Που μας ρωτούν “γιατί τα κάνετε όλα αυτά”, γιατί “δεν βγαίνετε έξω να μιλήσετε με κανέναν άνθρωπο, να διασκεδάσετε, να φλερτάρετε”;

Στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μπήκα ως μονάδα. Με κάποια πράγματα στο κεφάλι μου που τα νόμιζα “κοινή πεποίθηση”: είμαι ο εκδότης του εαυτού μου, γράφω όσα έχω μέσα μου, σπάω τη σιωπή των παραδοσιακών μέσων για μια σειρά από ζητήματα και οπτικές, απευθύνομαι στη γενιά μου, συγκροτώ μέτωπο. Εν αρχή ήταν τα blog. Μικρές μονάδες με μικρά “εγώ” που άρχισαν δειλά να γίνονται παρέες με ένα αρχικό κίνητρο να “διαβαστούν”. Οι παρέες μεγάλωσαν και τα εγώ επίσης. Κάποιοι έγραψαν βιβλία, κάποιοι «δημοσιογραφούν» κάποιοι σταμάτησαν να γράφουν. Οι επιβραβεύσεις, οι πλάκες, τα πεσίματα και οι τρολλιές πέρασαν από τα σχόλια των μπλογκ στις αναρτήσεις στο facebook. Το facebook έγινε κάπως σαν φαστφουντάδικο, γρήγορα να φάμε προτυποποιημένο φαγητό, σε ευχάριστο χώρο κι ύστερα να φύγουμε. Γρήγορα κατάλαβες πως πιο εύκολα τσιμπάς like με μια φωτογραφία που δείχνει τα ποδάρια σου, παρά με ένα λινκ που ο άλλος, ο «φίλος» δεν θα ανοίξει ποτέ από το κινητό ή το τάμπλετ του για να διαβάσει ένα μακρύ, στοχαστικό ή μη κείμενο. Και ύστερα πήγες στο twitter, σαν να πηγαίνεις γήπεδο ήταν: οι άλλοι παίζουν μπάλα κι εσύ βρίζεις την πουτάνα τη μάνα του διαιτητή. Τρελό ξεκαύλωμα. Σαν μαλακία μάλλον. Θέλω να πω… μια γρήγορη εύκολη ανακούφιση. Που να χωρέσουν χάδια και προκαταρκτικά σε 140 γράμματα; Σε όλα αυτά βάλε και τις συνθήκες γύρω: η οικονομική και πολιτική κρίση, η ανάγκη για αντίλογο, ο Δεκέμβρης του ’08, το Σύνταγμα και οι Αγανακτισμένοι, ο ΣΥΡΙΖΑ και η Αριστερά, το «ΟΧΙ» και η συνθηκολόγηση, η ήττα. Ο αντίλογός μας στην κυριαρχία των ΜΜΕ ήταν η κόλλα που μας έδεσε. Ασκηθήκαμε στον αντίλογο, και είναι κακή αρχή για να πας στο λόγο. Πόσο μάλλον στο διάλογο, τον οποίο δεν επιδιώξαμε ποτέ νομίζω. Ούτε οι απέναντι εξάλλου (δεν τον είχαν ανάγκη, ούτε εξασκήθηκαν ποτέ σε αυτόν έχοντας τα ΜΜΕ στα χέρια τους).

Προφανώς το πρόβλημα είναι δομικό με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Αλλά εκτός από το κλίμα φταίει κι ο γάιδαρος. Δεν ήμασταν παρά ελάχιστες στιγμές «κοινότητα». Όταν το θελήσαμε. Όμως οι στιγμές αυτές ήταν μάλλον μαγικές, ιδίως επειδή βασίστηκαν στην γραφή, την ανάγνωση και το σχολιασμό. Ήταν τέτοιες μέρες το 2011 (7 Φεβρουαρίου). Μια αρχική συζήτηση μεταξύ 7 μπλόγκερ για δι-ιστολογικό αφιέρωμα στο Φόβο, ως εργαλείο της πολιτικής εξουσίας, έγινε αφιέρωμα 116 ανθρώπων που έγραψαν ταυτόχρονα και ανάρτησαν ένα κείμενο με αυτό το θέμα. Ήταν δύσκολο να συνεννοηθούμε, τσακωθήκαμε τις παραμονές, είπαμε λόγια βαριά. Αλλά βγήκαμε όλοι μαζί μπροστά. Να πούμε πως δεν πρέπει να φοβηθούμε, πως πρέπει να αντισταθούμε στο φόβο που παλεύει να μας νικήσει. Δεν είναι η μόνη στιγμή. Μέσα από τα blog γνώρισα ενδιαφέροντες ανθρώπους ή μάλλον ενδιαφέροντα κείμενα. Δεν είναι λίγο αυτό.

Έχω την αίσθηση πως ενώ στην αρχή μιλούσαμε για διαδικτυακές «περσόνες» σήμερα πια μιλάμε γι’ ανθρώπους που ξεγυμνώθηκαν – το αν η γύμνια αποκαλύπτει ομορφιές ή ασχήμιες είναι θέμα περιπτωσιακό κάθε φορά. Πάντως τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι φαινόμενο με χαρακτηριστικά, με αιτίες και αποτελέσματα. Ταχύτητες και ποσότητες, ιδεολογικά σχήματα και συγκυρίες, χρήστες και δημιουργοί ψηφιακού περιεχομένου, διαμορφωτές και καταναλωτές τάσεων, αντιλήψεων, συνηθειών, αναλυτές και αναλυόμενοι… είναι πολλές οι παράμετροι αυτής της ιστορίας που εκτός από περιεχόμενο διακινεί και χρήμα, έχει κεφάλαιο που επενδύει και κερδίζει από όλα αυτά.


Δεν ξέρω. Ίσως να είναι καλύτερα τα καφενεία και οι παρέες, τα κλειδωμένα ημερολόγια και τα φωτογραφικά άλμπουμ στα ντουλάπια της βιβλιοθήκης μας. Ακόμη δεν ξέρω.

Δευτέρα 1 Φεβρουαρίου 2016

Αγκαλιά


Τρωτός. Αυτές τις μέρες είμαι τρωτός. Γυμνός, χωρίς πανοπλίες και μάσκες. Γυμνός αγαπάς πιο αληθινά τους ανθρώπους. Παραμορφώνουν το βλέμμα σου οι πανοπλίες. «Αγαπάς», ήθελα να πω «συγχωρείς», «καταλαβαίνεις»... Οι γυμνοί άνθρωποι είναι ωραίοι, - πάντα το πίστευα αυτό. Είναι ωραίοι χωρίς απαραίτητα να είναι καλοί ή σπουδαίοι, χρήσιμοι, εργατικοί, δίκαιοι ή ανοιχτόκαρδοι. Μονάχα αληθινοί, τραυματισμένοι. Η γύμνια τους είναι ένα τραύμα που χαίνει, η αλήθεια είναι ένα τραύμα εδώ που τα λέμε. Οι τραυματισμένοι άνθρωποι είναι ο καθρέφτης μου, αν θέλω τον κοιτώ, του μιλάω, ομολογώ τη συνενοχή μου με τους καθρέφτες μου. Αθώοι κι ένοχοι, τι σημασία έχει όταν είμαστε νικημένοι; Τους κοιτώ στο δρόμο. Άνθρωποι πολλοί, διαφορετικοί. Ένας ψηλός νέος με μούσι, μια μεσήλικη γυναίκα πολύ χοντρή, ένας λερός άστεγος άντρας, πρέπει να είναι άπλυτος χρόνια, κάθεται σε μία στάση στην Ασκληπιού. Πίσω του είναι μια γυναίκα – δεν είναι στα καλά της (γιατί ποιος είναι;), έχει απλώσει παράξενα αντικείμενα και κορδέλες στους θάμνους γύρω της (εκεί πίσω από το καθισμένο άγαλμα του Παλαμά στην Ακαδημίας) και μιλάει μόνη της – σαν μάγισσα που λέει ξόρκια που διώχνουν το κακό που επιμένει. Είναι κάτι γέροι ένα πρωί της προηγούμενης εβδομάδας, καθισμένοι σε ένα παγκάκι στην Πλατεία Παπαδιαμάντη, τους λούζει ο ήλιος κι εκείνοι συνομιλούν χαμηλόφωνα. Δεκάδες άνθρωποι, ανεβασμένοι σε μηχανάκια, μια κοπέλα που περπατούσε χορτασμένη έρωτα, μια στερημένη από έρωτα δασκάλα που χόρευε συνεχώς, ένας άντρας που χόρευε τους καημούς και τη μοναξιά του και τα ασήκωτα βάρη της ζωής του, μια άλλη γυναίκα που χόρευε μονάχα για τον άντρα της και μια γυναίκα, η δικιά μου γυναίκα, που χορεύει με χέρια ανοιχτά κοιτώντας πάντα ψηλά: καριόλη θεέ κοίταξέ με, χορεύω μαλάκα. Είναι ένα πόδι σε μια παλιά φωτογραφία, ένα χέρι που σε ακουμπάει στον ώμο. Και οι αγκαλιές. Οι αγκαλιές αυτών των ημερών. Που υποδέχονται. Έλα να σε πάρω αγκαλιά, μέσα μου τρέμει η ψυχή μου, ταράζονται οι παιδικές μου βεβαιότητες. Έλα να τη σκεπάσουμε, να τη θερμάνουμε με τη ζωή των σωμάτων μας. Έλα μαζί να χορέψουμε το χορό της απώλειας. Αγκαλιά. Νομίζω πως για να αγκαλιάζεις τον κόσμο πρέπει να είσαι γυμνός. Ανυπεράσπιστος. Χωρίς πανοπλία. Οι πανοπλίες δυσκολεύουν τις αγκαλιές. Η αγκαλιά είναι ο χορός της απώλειας

***
ο πίνακας είναι του Γεώργιου Ρόρρη