Πέμπτη 21 Δεκεμβρίου 2017

Χριστουγεννιάτικο παραμύθι αφιερωμένο στο γιο μου


Μια φορά κι ένα καιρό ζούσε ένα αγόρι. Ήταν Χριστούγεννα, φύτρωναν δέντρα στα σαλόνια των σπιτιών κι ελπίδες στις ψυχές των ανθρώπων, τα σπίτια μοσχοβολούσαν, έμποροι και παπάδες ήταν σε μεγάλες φούριες. Το αγόρι του παραμυθιού ετοιμαζόταν να βγει από το παραμύθι – ήταν έφηβος πια, παιδί δηλαδή και άντρας μαζί. Έγραψε γράμμα στον Άγιο Βασίλη λοιπόν ζητώντας του ένα δώρο, και το έκρυψε  σε ένα μικρούτσικο καλτσάκι που ήταν κρεμασμένο στο δέντρο. Κι ο Άγιος, που γράφει αυτό το παραμύθι, άνοιξε το χαρτάκι και τα μάτια του γεμίσαν δάκρυα. Τα γράμματα ορισμένες φορές είναι εκρήξεις και πλημμύρες και σεισμοί. Κι άλλοτε πάλι αεράκι που σβήνει των ανθρώπων τα λάθη ή χάδι που καταπραΰνει των ανθρώπων τα πάθη.


Έγραψε λοιπόν ο πιτσιρίκος: «Άγιε Βασίλη ίσως είναι η τελευταία φορά που σου γράφω γράμμα. Δεν είμαι πια μικρό παιδί». Ήθελα να του πω να προσέχει το «ίσως» του, είναι πολύτιμο, να μην το χάσει. Αυτό το παραμύθι δεν θα έχει τέλος. Έτσι αποφάσισε ο παραμυθάς. Γούστο του, καπέλο του!

***
ο πίνακας είναι του Egon Schiele

Τρίτη 19 Δεκεμβρίου 2017

5η καρτ-ποστάλ στο Νίκο


Αγαπητέ Νίκο,

μερικές φορές εντός μου εμφανίζονται ρωγμές κι αφήνουν να βγει ή να μπει το φως ή το σκοτάδι των πραγμάτων, των σχέσεων, των σκέψεων. Μπερδεύομαι όταν συμβαίνει αυτό, άτσαλα συνδέω πράγματα, επανατοποθετώ τον κόσμο σε μια δική μου κανονικότητα - διόλου συμβατή με την κανονική κανονικότητα.

Έχουμε καιρό να μιλήσουμε, το ξέρεις όμως πως κι αυτή η καρτ-ποστάλ δεν είναι κανονική συνομιλία. Είναι βέβαια αυτό που συνήθως ήταν παλιά μια καρτ-ποστάλ, ένα περίπου "είμαι εδώ", "υγιαίνω, το αυτό επιθυμώ και δι' υμάς".

Χθες το βράδυ φίλε σε σκέφτηκα, σε θυμήθηκα. Άκουγα την Εαρινή Συμφωνία του Ρίτσου μελοποιημένη από το Μαρκόπουλο, αυτό το "άξιζε να υπάρξουμε για να συναντηθούμε" (απλώνουμε τα χέρια στον ήλιο και τραγουδάμε). Κι άνοιξε μέσα μου μια ρωγμή, που προφανώς ήθελε να ανοίξει. Να δες: λέει κάπου "Αγαπούμε τη γη, τους ανθρώπους και τα ζώα, τα ερπετά, τον ουρανό και τα έντομα" κι εγώ ξαναθυμήθηκα τα λόγια του κου Γουέμπ στη Μικρή μας πόλη του Θόρντον Γουάϊλντερ, που λέει "όμως εδώ πρέπει να σας πω πως έχουμε κι εμείς ορισμένα πράγματα που τα χαιρόμαστε με το δικό μας τρόπο. Μας αρέσει ο ήλιος όταν βγαίνει το πρωί απ' τα βουνά. Κι όλοι μας προσέχουμε τα πουλιά, τα παρακολουθούμε πολύ. Και τα δέντρα και τα λουλούδια". Κι είναι παράξενο, γιατί έβαλα το τραγούδι να παίξει και να ξαναπαίξει και για κάποιο λόγο θυμήθηκα το "My lady d'Arbnaville" του Cat Stevens και σκέφτηκα πως αυτά τα τραγούδια συνδέονται με κάποιον τρόπο, πως τα ηχοχρώματα κάπως μπερδεύονται, πως μέσα στο ένα ακούς το άλλο. 

Είχες σηκώσει λοιπόν κάποια στιγμή στο blog σου ένα βίντεο μιας χειμωνιάτικης ή ανοιξιάτικης (πάντως όχι καλοκαιρινής) θάλασσας αφηνιασμένης,  ξαναμμένης αφήνοντάς μας να την παρακολουθούμε για κάποια λεπτά με τα δικά σου μάτια κι ήταν τότε σαν να μπαίναμε εμείς στις ρωγμές σου. Είναι ωραίες οι ρωγμές των ανθρώπων. Γι' αυτό σε θυμήθηκα πάλι φίλε. Αναπολώντας τις ρωγμές σου.

Γεια σου φίλε!

Γιώργος


Παρασκευή 15 Δεκεμβρίου 2017

Το παραμύθι του Φιδιού, του Λύκου και της Γυναίκας


Πριν αρχίσουν τα παραμύθια ζούσε ένας νέος άντρας. Η ορμή του έφτιαχνε τον κόσμο και σήκωνε τον ήλιο ψηλά στον ουρανό, ξυπνούσε τα λουλούδια και τα πουλιά, κι όταν η κούραση του λίγωνε τα μέλη, ο ήλιος έπαιρνε να γέρνει στην άκρη του ορίζοντα.  Κι ερχόταν η νύχτα να του πλύνει το κορμί με τα όνειρά της και να χαϊδέψει την ψυχή του με τα πάθη της.

Μια μέρα ο άντρας συνάντησε στο χωράφι του το Φίδι – τότε το φίδι είχε πόδια και χέρια, σαν άνθρωπος ήταν κανονικός, μα το φαρμάκι του ήταν τα λόγια που είπε: "Ακόμη κι αν είσαι ένα κόκκινο μήλο, που ο καθένας λαχταράει να δαγκώσει, μια μέρα θα σκορπίσεις στο χώμα, μαραζωμένος, θα ταΐσεις τα σκουλήκια". Ο νέος άντρας δάκρυσε και το δάκρυ του έγινε ποταμάκι κι έφυγε μακρυά.

Την επόμενη μέρα ο άντρας συνάντησε στην πόλη το Λύκο – τα δόντια του δεν ήταν ακόμη κοφτερά, μα ήταν τα λόγια του:
"Ακόμη κι αν είσαι ένα λευκό προβατάκι που χοροπηδά στα χωράφια μου, μια μέρα ο μαύρος καβαλάρης χωρίς σκιά θα σου κόψει το λαιμό και κόκκινο θα βάψει το στέρνο σου". 
Ο νέος άντρας δάκρυσε και το δάκρυ του έγινε λίμνη που κούρνιασε ανάμεσα στα βουνά.

Την Τρίτη μέρα ο άντρας βρήκε στο κρεβάτι του ξαπλωμένη τη Γυναίκα – τα χείλη της ήταν κόκκινα, τα στήθια της ανθισμένα.
"Ακόμη κι αν παλέψαμε τη νύχτα και τα κορμιά μας ενωθήκαν, τα μήλα μου ποτέ δεν θα τα πάρεις γιατί είμαι ο μαύρος καβαλάρης χωρίς σκιά", του είπε.
Κι o άντρας ένιωσε μόνος, απόλυτα μόνος στον κόσμο και δάκρυσε και το δάκρυ του έγινε παραμύθι.

***
ο πίνακας είναι του Matthijs Röling

Δευτέρα 11 Δεκεμβρίου 2017

Το κορίτσι μέσα στο κουτί


Μια φορά ήταν ένα κορίτσι που ζούσε μέσα σε ένα κουτί. Δεν γεννήθηκε εκεί, μόνο μια μέρα που ήταν παιδί, το είδε, μπήκε μέσα του κι έκτοτε δεν βγήκε ποτέ. Τα χρόνια περνούσαν και το κορίτσι θα μεγάλωνε, όμως δεν την είδαμε για να ξέρουμε αν είχε γίνει μια όμορφη ή άσχημη γυναίκα κι εδώ που τα λέμε και οι άνθρωποι που τη θυμόνταν μικρή, πια είχαν ξεχάσει τη μορφή της. Όλοι έλεγαν «το κορίτσι μέσα στο κουτί». Κανείς δεν σκέφτηκε ποτέ να δει αν όντως μέσα στο κουτί ζούσε το κορίτσι, δεν αναρωτήθηκε αν τελικά μπήκε κάποτε εκεί ή πότε έφυγε, αν ζει ή πέθανε. Μόνο κάποια στιγμή είπαν πως πέρασαν εκατοντάδες χρόνια και πως θα έχει πια πεθάνει. Ε και την έθαψαν με μια σεμνή τελετή στο νεκροταφείο της μικρής μας πόλης.

*** 
ο πίνακας είναι του Nuri Iyem

Πέμπτη 7 Δεκεμβρίου 2017

Το παραμύθι του εισιτηρίου


Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας άντρας που ξυπνούσε το πρωί, έφευγε για τη δουλειά του, επέστρεφε στο σπίτι του το μεσημέρι και στα παιδιά του και ζούσε μια ζωή λίγο-πολύ συμβατική. Αν και ανήσυχη. Σε όλη αυτή την πορεία του στους χώρους και τους δρόμους της καθημερινότητας, αλλά και στο χρόνο που σιγά-σιγά περνούσε, είχε μαζί του ένα εισιτήριο. Που δεν του χρησίμευε ωστόσο σε αυτό το πηγαινέλα. Άλλαζε τσάντες κάθε τόσο, πετούσε σκουπιδάκια που είχαν ξεμείνει σε εσοχές και θήκες, τσαλακωμένα, βρώμικα, βασανισμένα, που δεν είχαν κάποια αξία ή χρησιμότητα πια, που κάποια τεμπελιά δεν τα είχε οδηγήσει έγκαιρα στην απόρριψη. Όμως το εισιτήριο ευλαβικά σχεδόν το μετέφερε από τσάντα σε τσάντα. Όχι γιατί σε κάποιο ταξίδι προσέβλεπε με μια αδυσώπητη επιθυμία. Όχι, τίποτα τέτοιο. Αλλά γιατί του θύμιζε ένα ταξίδι – όχι το προφανές: ένα ταξίδι που έκανε στη Βαρσοβία πριν λίγα χρόνια.


Υπάρχουν εισιτήρια και από ταξίδια που δεν κάναμε, και από λέξεις που δεν είπαμε και από στόματα που δεν μας χαμογέλασαν. Αυτά τα εισιτήρια μένουν εντός μας. Μέχρι που κάποιο χέρι κάποια στιγμή θα τα πετάξει γιατί καμία αξία ή χρησιμότητα δεν θα ‘χουν πια.

Πέμπτη 30 Νοεμβρίου 2017

Η Παγκόσμια Πρωτεύουσα του Βιβλίου ως επικοινωνιακό βαρελότο;

[Αναδημοσίευση άρθρου του "Βιβλιοθηκάριου" στην Εφημερίδα των Συντακτών στις 18/11/2017]


Αυτές τις μέρες αρχίζει σιγά σιγά να ξεφυλλίζεται στον δημόσιο χώρο ένα ιδιότυπο βιβλίο. Το εξώφυλλό του λέει «Αθήνα - Παγκόσμια Πρωτεύουσα του Βιβλίου», όμως εμείς ακόμη δεν ξέρουμε τον συγγραφέα ή τον εκδότη του, αλλά και για τον τίτλο του ακόμη δεν είμαστε σίγουροι. Και για το περιεχόμενο, μόνο γενικόλογες εξαγγελίες γνωρίζουμε. Αλλά και κάποιες ανησυχητικές λεπτομέρειες…

Η Αθήνα θα είναι από τον ερχόμενο Απρίλιο και για έναν χρόνο η 18η Παγκόσμια Πρωτεύουσα του Βιβλίου. Αυτό απoφάσισε η UNESCO έπειτα από την αξιολόγηση της πρότασης του δήμου της Αθήνας και την αξιόλογη δουλειά της αντιπροέδρου (τότε) του ΟΠΑΝΔΑ, Αβας Χαλκιαδάκη.

Η ανάληψη ξάφνιασε προφανώς τον δήμο, ο οποίος κατέφυγε για τον σχεδιασμό των δράσεων σε μια δοκιμασμένη λύση: απευθύνθηκε στον Γιάννη Τροχόπουλο, τον αποπεμφθέντα τρόπον τινά από το Ιδρυμα Νιάρχου (θα θυμάστε εκείνες τις άστοχες δηλώσεις του σε εκδήλωση της Τραπέζης της Ελλάδος – «δεν είμαι σίγουρος ότι η (Εθνική) Βιβλιοθήκη θα μπορέσει να μπει και να λειτουργήσει, ούτε μπορώ να σας το διαβεβαιώσω. Αλλά δεν θα μου είναι δυσάρεστο αν δεν μπορέσει να λειτουργήσει»).

Η διοργάνωση αμέσως προκάλεσε το ενδιαφέρον των ανθρώπων του βιβλίου στη χώρα μας και παρά την «πικρή» προϋπηρεσία σε φαραωνικές διοργανώσεις, όλοι υποδέχτηκαν την είδηση με θέρμη, διάθεση συμμετοχής και ιδέες. Η οικονομική κρίση έχει δοκιμάσει φρικτά και τον χώρο του βιβλίου αυτά τα χρόνια και τους ανθρώπους του. Τι θα περίμενε λοιπόν κανείς από την «Αθήνα – Παγκόσμια Πρωτεύουσα του Βιβλίου»;

Καταρχάς την ανάδειξη της βιβλιακής ιστορίας μας, με τα τοπικά και διεθνή χαρακτηριστικά της. Η έκθεση του τοπικού στοιχείου στο διεθνές κοινό είναι μια εξωστρεφής κίνηση. Θα μπορούσε κανείς να περιμένει και το αντίστροφο, το διεθνές δηλαδή να κάνει στάση στην Αθήνα, η Αθήνα να γίνεται σταθμός για τα βιβλία του κόσμου.

Κρίσιμο στοιχείο της διοργάνωσης είναι επίσης η Αθήνα να επιδιώξει να γίνει πρέσβης και της υπόλοιπης Ελλάδας. Να μιλήσει στην παγκόσμια κοινότητα για λογαριασμό συνολικά του ελληνικού βιβλιακού πολιτισμού. Συναφές επίσης, ο τόπος της διοργάνωσης να μην είναι μόνο ο δήμος της Αθήνας, αλλά και οι περιφερειακοί δήμοι του λεκανοπεδίου ή και άλλοι δήμοι της χώρας.

Εν τέλει, ποιοι θα δουλέψουν για όλα αυτά, ποιοι καλούνται να συμβάλουν με ιδέες, ανθρώπους, υλικό, δράσεις, υποδομές και χρήμα; Ποια θα είναι η συμμετοχή βιβλιοθηκών, εκδοτικών οίκων, συγγραφέων, εικονογράφων, μεταφραστών, βιβλιοδετών, βιβλιοπωλείων, παλαιοβιβλιοπωλείων, πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, σχολείων και δασκάλων, καλλιτεχνικών φορέων, μουσείων, επιμελητηρίων στον σχεδιασμό και την υλοποίηση της διοργάνωσης;

Από τους διοργανωτές μιας τέτοιας διοργάνωσης θα περίμενε κανείς κοινωνική αγωνία, οραματικό πλαίσιο και αίσθημα ευθύνης. Η Αθήνα του 2018 είναι η Αθήνα της Κρίσης, πρωτεύουσα πρώτα μιας χρεοκοπημένης χώρας και ύστερα του βιβλίου. Πώς εργαλειοποιούνται τα στοιχεία για τη χαμηλή φιλαναγνωσία των Ελλήνων, την υποχρηματοδότηση των βιβλιοθηκών, τις ζημιές και τα χρέη της εκδοτικής παραγωγής στον σχεδιασμό της διοργάνωσης;

Ποια κοινωνικά ζητήματα συνδέονται με τα βιβλία και τους ανθρώπους τους στην παγκόσμια πρωτεύουσα της κρίσης; Η φτώχεια, ο ρατσισμός, η ανεργία, οι μετανάστες, τα ΜΜΕ και ο ρόλος τους, η σεξουαλικότητα, το περιβάλλον, τα ανθρώπινα δικαιώματα;

Τι έχει γίνει λοιπόν μέχρι τώρα; Σχεδόν κανείς δεν ξέρει. Οι βιβλιοθήκες της Αθήνας, πλην της Δημοτικής, δεν έχουν κληθεί να συμμετάσχουν. Οι εκδότες απορούν όταν τους ρωτάς και οι συγγραφείς το ίδιο. Ποιος σχεδιάζει λοιπόν όσα θα γίνουν και με ποιους θα παρουσιάσει στον διεθνή χώρο την Παγκόσμια Πρωτεύουσα του Βιβλίου;


Από ό,τι φαίνεται, το κλειδί το έχει στα χέρια του κυρίως ο… μοναχικός Γιάννης Τροχόπουλος. Αυτός ξέρει, αυτός εισηγείται, αυτός οργανώνει και αυτός θα μοιράσει το χρήμα σε όσους θα συνεργαστούν μαζί του. Ποια θα είναι η Παγκόσμια Πρωτεύουσα;

Η «Παγκόσμια Πρωτεύουσα του Βιβλίου» θα είναι λοιπόν πέντε αφιερώματα: μελοποιημένη ποίηση (έξι εκδηλώσεις λόγου και μουσικής), η προσφυγιά και η μετανάστευση μέσα από τη λογοτεχνία (παρουσίαση έργων), ιστορία της Αθήνας (συζητήσεις, έκθεση βιβλίων και καρτ-ποστάλ, προβολή ντοκιμαντέρ), η ελληνική ιστορία στη λογοτεχνία (συζητήσεις, έκθεση βιβλίων) και οι περιηγητές στην Αθήνα του χθες (αναγνώσεις κειμένων).

Θα είναι επίσης πέντε εκθέσεις: ιαπωνικών χαρακτικών, καλλιγραφίας και χαρακτικών, τέχνης και τυπογραφίας, έκθεση βιβλίων του Αλέξη Ακριθάκη, έκθεση χειρόγραφων επιστολών από και προς τη γνωστή λαογράφο Αγγελική Χατζημιχάλη. Η «Παγκόσμια Πρωτεύουσα του Βιβλίου» θα είναι επίσης μια συναυλία με μελοποιημένα ποιήματα του Λόρκα και τρία προγράμματα «δημιουργικής μάθησης ενηλίκων» (δραματοποίηση αποσπασμάτων λογοτεχνικών έργων, χορωδιακές εκδηλώσεις μελοποιημένης ποίησης, δημιουργική γραφή).

Οι χώροι που θα φιλοξενήσουν τις δράσεις είναι η Δημοτική Βιβλιοθήκη της Αθήνας, η Δημοτική Πινακοθήκη, το Μουσείο Λαϊκής Τέχνης και Παράδοσης, χώροι αποκλειστικής χρήσης και ιδιοκτησίας του Δήμου Αθηναίων.

Οι εκδηλώσεις αυτές θα κοστίσουν στον δήμο της Αθήνας 620.000 ευρώ. Τα πέντε αφιερώματα, οι πέντε εκθέσεις, η συναυλία και τα «προγράμματα δημιουργικής μάθησης» θα στοιχίσουν συνολικά 128.000 ευρώ. 72.000 ευρώ έχει κόστος ο «συντονισμός και η οργάνωση των διαδικασιών για την εκπόνηση των δράσεων» (;) και 300.000 ευρώ η επικοινωνία για τις δράσεις. 120.000 ευρώ είναι ο ΦΠΑ.

Για όσους θα έψαχναν κάτι αντίστοιχο με τον τίτλο της διοργάνωσης, τις τυμπανοκρουσίες της ανάληψης, τη φήμη των οργανωτών, δυστυχώς το ταξίδι τελειώνει εδώ. Αυτή θα είναι η Αθήνα ως Παγκόσμια Πρωτεύουσα του Βιβλίου και ίσως κάποιες επιπλέον παράλληλες δράσεις Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων, χρηματοδοτούμενες από το Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος για λογαριασμό των «Ανοιχτών Σχολείων» (το πρόγραμμα που συντονίζει και εισηγείται η αντιδήμαρχος για το Παιδί, Μαρία Ηλιοπούλου).

Τι μπορεί να συμπεράνει κανείς από όσα σχεδιάζονται, κυκλοφορούν σε οργανισμούς, Περιφέρεια και υπουργεία και σύντομα θα ανακοινωθούν; Καταρχάς διαπιστώνουμε παντελή απουσία του χώρου του βιβλίου, τόσο στον σχεδιασμό όσο και στην οργάνωση των δράσεων: πουθενά οι εκδότες, οι βιβλιοθήκες, οι συγγραφείς, οι εικονογράφοι, οι μεταφραστές, τα βιβλιοπωλεία. Επειτα, είναι αποκαλυπτική και διαυγής η αντίληψη της διοργάνωσης κυρίαρχα ως ένα επικοινωνιακό πυροτέχνημα (όχι ιδιαίτερα εντυπωσιακό εδώ που τα λέμε), παρά ως ένα ουσιαστικό εγχώριο ή διεθνές αποτύπωμα στον χώρο του βιβλίου.

Η διοργάνωση θα δαπανήσει για τις δράσεις της μόνο το 25% των χρημάτων από τον προβλεπόμενο προϋπολογισμό. 14% για κάτι που μάλλον ερμηνεύεται ως οργανωτικό κόστος και 61% για επικοινωνία. Οι Αθηναίοι δημότες δηλαδή θα χρεωθούν 300.000 ευρώ για να τους πει ο δήμος της Αθήνας τι θα τους δείξει… Ακόμη κι έτσι έχει ενδιαφέρον πόσοι θα φάνε ψωμί ή παντεσπάνι από τη διακίνηση αυτού του χρήματος: εργαζόμενοι, καλλιτέχνες και δημιουργοί ή τελικά φιλικές εταιρείες επικοινωνίας (ή προπαγάνδας αν θέλετε);


Από την ανάλυση όσων σχεδιάζονται μπορεί κανείς να εξαγάγει και άλλα συμπεράσματα ή να αναπτύξει εύλογες απορίες: η διοργάνωση δεν θα απλωθεί σε όλες τις γειτονιές της Αθήνας, παρά μόνο σε αυτές όπου υπάρχουν δημοτικά κτίρια (η 5η Δημοτική Κοινότητα δεν θα φιλοξενήσει καμία).

Η διοργάνωση δεν θα ασχοληθεί «με τη διάδοση της ανάγνωσης, με τη διευκόλυνση της πρόσβασης στη γνώση και την πληροφορία, την επέκταση του δικτύου των βιβλιοθηκών, τη μετάφραση Ελλήνων συγγραφέων στο εξωτερικό, την τουριστική ανάπτυξη της Αθήνας, την αύξηση του συνεδριακού τουρισμού και τελικά την ανάδειξη της Αθήνας σε προορισμό σύγχρονου πολιτισμού», όπως είχε υποσχεθεί πέρυσι ο Γιώργος Καμίνης παρουσιάζοντας την ελληνική πρόταση για την Παγκόσμια Πρωτεύουσα του Βιβλίου.

Σε όσα σχεδιάζονται δεν συμμετέχουν ή δεν ρωτήθηκαν ή δεν κλήθηκαν οι βιβλιοθήκες της Αθήνας. Αβλεψία ή άποψη από τον Γιάννη Τροχόπουλο; Ούτε καν η Εθνική Βιβλιοθήκη! Ακόμη κι αν κάποιοι εκδότες ρωτήθηκαν αν θα έβαζαν τις παρουσιάσεις και τις εκδηλώσεις τους την ερχόμενη χρονιά κάτω από τη μαρκίζα ή το «καπέλο» της Παγκόσμιας Πρωτεύουσας Βιβλίου, το αρνήθηκαν, αφού αυτό δεν αποτελεί επ’ ουδενί συνεργασία. Ο βιβλιακός πολιτισμός που θα αναδειχθεί (…) την ερχόμενη χρονιά είναι μονάχα ο κόσμος της λογοτεχνίας;

Πού είναι οι επιστήμες; Πού είναι τα πανεπιστήμια και τα ερευνητικά κέντρα; Στις… πασέ συναυλίες μελοποιημένης ποίησης προφανώς δεν χωρούν το ψηφιακό βιβλίο, ο κοινωνικός χώρος της ανάγνωσης, η ενεργοποίηση της κοινωνίας των πολιτών (και όχι των ΜΚΟ), η προσβασιμότητα στη γνώση και τα μέσα της, τα συνέδρια βιβλιοθηκών ή συγγραφέων. Σε όσα σχεδιάζονται, τέλος, δεν μιλάμε για υποδομές, αλλά για δράσεις, δεν μιλάμε για βάσεις, αλλά για αέρα που γρήγορα θα σκορπίσει.

Αν όσα σχεδιάζονται και έπεσαν στην αντίληψή μας είναι και όσα τελικά θα υλοποιηθούν την ερχόμενη χρονιά, είναι πολύ πιθανό (αν όχι απόλυτα βέβαιο) πως θα μιλάμε για μια ερασιτεχνική, σκανδαλώδη και παρακατιανή διοργάνωση που μετέτρεψε μια καλή ιδέα, μια χρήσιμη ευκαιρία, σε one man show αξίας 620.000 ευρώ (με ΦΠΑ)!

Τρίτη 21 Νοεμβρίου 2017

Το παραμύθι του προσώπου στον καθρέφτη


Ένα πρωί ένας άνθρωπος σηκώθηκε από το κρεβάτι του για να πάει στη δουλειά του. Μισοκοιμισμένος ντύθηκε, έδεσε τα κορδόνια των παπουτσιών του και πήγε στο μπάνιο να πλυθεί. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Για λίγο στάθηκε σαν να επιβεβαίωνε πως είναι αυτός που βλέπει απέναντί του ή έστω το είδωλό του. Σκέφτηκε πως τα μάτια του ίσως είχαν χάσει τη σπίθα που θυμόταν, τα μαλλιά έμοιαζαν κάπως σαν πρόχειρα βαμμένα σε παιδική ζωγραφιά, άσπρες γραμμές πρόβαλαν ανάμεσα στις μαύρες. Έσκυψε το κεφάλι σαν ηττημένος, άπλωσε βιαστικά το παγωμένο νερό πάνω του και σκουπίστηκε με την πετσέτα που κρεμόταν στο πλάι. Έκλεισε τα φώτα, κλείδωσε την πόρτα και βγήκε στους δρόμους του κόσμου. Αφήνοντας πίσω το πρόσωπό του, όπως έκανε χρόνια τώρα.


***
το πορτραίτο είναι της Käthe Kollwitz

Πέμπτη 9 Νοεμβρίου 2017

Με λένε Έμιλυ!


Καιρό τώρα ζω στη μικρή σας πόλη. Στον έρωτα στο θάνατο, στις αποχρώσεις μιας περίπου τελετουργικής καθημερινότητας με τις βιασύνες και τις αγωνίες της, τις ελπίδες και τις αποτυχίες της, με νέους που μπαίνουν ενθουσιώδεις κι αψίκοροι και παλιούς που αποσύρονται σοφοί, χωρίς πνοή όταν έχει «σπουδαίο φεγγάρι». Στη μέση μιας συνέλευσης του συλλόγου γονέων φωνάζω «πού είναι το κορίτσι μου; Πού είναι το κορίτσι μου που έχει τα γενέθλιά του;» κι ύστερα προβάρω ένα νυφικό ή σέρνω την αγελάδα μου τη Μπέσυ στην Πανεπιστημίου και το γονατάκι μου δεν λέει ψέματα ποτέ, κερνάω παγωτά το κορίτσι μου και τρέχω να φέρω λεφτά για να πληρώσω τον κύριο Μόργκαν κι επιστρέφω ακριβώς σε δέκα χρόνια, ούτε μέρα παραπάνω. Ο ρόλος μου θα έπρεπε να είναι… θα ήθελα να είμαι ο Διευθυντής Σκηνής: με μια ειρωνική τρυφερότητα, μια απόκοσμη αποστασιοποίηση να περιγράφω τους πόθους και τα πάθη σας, να εναλλάσσω τις σκηνές της ζωής σας ορίζοντας και τα σκηνικά της (γι’ αυτούς που πιστεύουν πως πρέπει να υπάρχουν σκηνικά). Ένας θεός πιο φιλεύσπλαχνος, που αγαπάει την άγνοιά σας, διόλου διδακτικός ή θυμωμένος, με μια διακριτική μελαγχολία κι αναπόληση. Κι ύστερα, εκεί στο τέλος να σας καληνυχτίζω γιατί είναι 11 η ώρα στο Γκρόβερς Κόρνερς κι είδατε δυο ώρες μπροστά σας να περνάει η ζωή κι ο θάνατός σας κι αύριο θα δώσουμε άλλη μία παράσταση.

Όμως στ’ αλήθεια… είμαι η Έμιλυ. Σηκώνομαι απότομα στη βιβλιοθήκη που δουλεύω και σηκώνω τα χέρια, φέρνω ένα γύρω σαν να χορεύω στη Μελωδία της Ευτυχίας, αγκαλιάζω τον κόσμο, το φως, τα βουνά και ρωτάω τους ενοχλημένους αναγνώστες που διαβάζουν σκυφτοί: «Μπορώ να γυρίσω και να ξαναζήσω όλες αυτές τις μέρες. Γιατί όχι;» Ε μητέρα;

[Αν σ’ ενοχλεί που παίζω έτσι αυτή τη σκηνή, δεν με νοιάζει. Μπαίνω και βγαίνω γλυκιά μου από μέσα μου, τρυπάω το σώμα μου, πλακώνω στις μπουνιές την ψυχή μου, με πρησμένα μάτια σε κοιτάζω και σε βλέπω, εγώ βλέπω και πιο μέσα, στη φοβισμένη και δειλή και μίζερη σκοτεινιά σου. Ενώ εσύ δεν βλέπεις τίποτα. Τυφλή στ’ αυτιά, στα μάτια, στο μυαλό.]

Γι’ αυτό και είμαι η Έμιλυ: για την ορμή της ζωής. Κομμένη αρτηρία είμαι που βάφει κόκκινο τον ορίζοντα και πλημμυρίζει το βλέμμα των ανθρώπων κόκκινα δάκρυα, κόκκινες λέξεις, κόκκινες σιωπές.

Σήμερα το πρωί βγήκα στο δρόμο, στην οδό Σιτάκης – η χθεσινή βροχή είχε πλύνει τον κόσμο κι ένας ήλιος λαμπρός, πεντακάθαρος απλωνόταν σιγά-σιγά παντού. Πρόβαρα τα λόγια της πρώτης σκηνής. Ο κύριος Γουέμπ, παίζω τον κύριο Γουέμπ, απευθύνεται στο κοινό και τους λέει:


«Όχι κυρία μου, δεν έχουμε και πολύ καλλιέργεια του ωραίου, όμως εδώ ίσως πρέπει να σας πω, ότι έχουμε και ‘μεις πράγματα που χαιρόμαστε με τον τρόπο μας. Μας αρέσει ο ήλιος όταν βγαίνει το πρωί από τα βουνά και όλοι μας προσέχουμε τα πουλιά, τα παρακολουθούμε πολύ, όπως και τα δέντρα και τα λουλούδια. Και προσέχουμε και τις εποχές της φύσης! Ναι, αυτά τα ξέρουμε και τα χαιρόμαστε όλοι. Όμως για τα άλλα, έχετε δίκιο κυρία μου! Λίγα πράγματα.»

Παρασκευή 27 Οκτωβρίου 2017

Το παραμύθι της μικρής μας πόλης


Ήταν μια γυναίκα που περπατούσε στη μικρή μας πόλη. Όλοι μας ξέραμε πως δεν ήταν μόνη της. Μέσα της περπατούσαν δεκάδες άλλοι άνθρωποι, δεν πήγαιναν όλοι μαζί της, κάποιοι απλά περνούσαν από μέσα της προς διάφορες κατευθύνσεις, άλλοι στέκονταν ψάχνοντας προσανατολισμό, σκοπό, λόγο, άνθρωποι που αρνούνταν να αλλάξουν θέση, να φύγουν ή να επιστρέψουν, νεκροί ή ερωτευμένοι. Ένας ολόκληρος κόσμος εντός της, συχνά αναρωτιόμασταν πώς μπορούσε να σηκώνει το βάρος του.


Μια μέρα η γυναίκα που περπατούσε στη μικρή μας πόλη πέθανε. Κι όλος αυτός ο κόσμος που ήταν μέσα της, βγήκε έξω στο φως. Άνθρωποι σαν κι εμάς, νεκροί κι ερωτευμένοι και αργόσχολοι και βιαστικοί, παιδιά, γριές κι εργαζόμενοι. Κι η πόλη μας μεγάλωσε ξαφνικά κι η κίνηση εντός της αυξήθηκε. Άνθρωποι που έφευγαν, άλλοι που έρχονταν και κάποιοι που στέκονταν. Καμιά φορά σκέφτομαι πως η πόλη μας είναι το σώμα μιας γυναίκας, μέσα της περπατούμε. Προς διάφορες κατευθύνσεις.

***
Το σχέδιο είναι του Paul Delvaux

Τετάρτη 25 Οκτωβρίου 2017

Το παραμύθι του άντρα της βροχής


Μια νύχτα που έβρεχε, από τον ουρανό έπεσε ένας άντρας. Τον είδαμε από τα παράθυρα των σπιτιών μας να περπατάει γυμνός στους δρόμους. Και την άλλη μέρα να κοιμάται του καλού καιρού στο πάρκο, σ’ ένα παγκάκι. Κάποιος του έδωσε δυο ρούχα να φορέσει, όχι για να μην κρυώνει, αλλά για να καλύψει τη γύμνια του. Αφού δεν είχε όνομα κι ούτε προφανώς τον ενδιέφερε να έχει (πάντως κανείς μας δεν τον ρώτησε) τον είπαμε «ο άντρας της βροχής».


Όποτε βρέχει τις νύχτες, εκείνος περπατάει στους δρόμους, όμως ούτε γυμνός είναι, ούτε ανώνυμος πια. Κι εμείς κοιμόμαστε ήσυχοι στα κρεβάτια μας, αφού μόνο ό,τι δεν κρύβεται ή δεν έχει όνομα μπορεί να μας κρατήσει ξύπνιους.

***
το σχέδιο είναι του Pablo Picasso 

Δευτέρα 23 Οκτωβρίου 2017

Το παραμύθι των παραμυθιών και των ονείρων


Κάποτε τα παραμύθια κουράστηκαν να παραμυθιάζουν τους ανθρώπους. Δεν είναι πως δεν είχαν όρεξη πια να πουν ιστορίες, ν’ αφηγηθούν μάχες του πολέμου και του έρωτα, δοκιμασίες και κατορθώματα. Όχι δεν είναι κάτι τέτοιο. Είναι που δεν άντεχαν πια τον πόνο και την αγωνία, που δεν άντεχαν πια να σπέρνουν, να φροντίζουν, να καλλιεργούν, να κλαδεύουν, να ποτίζουν και τελικά να θερίζουν ελπίδα για τις ψυχές των ανθρώπων. Ο πόνος των ανθρώπων ήταν αχόρταγος και τα παραμύθια είχαν πια εξαντληθεί, δούλευαν ασταμάτητα, αυξάνοντας μέρα με τη μέρα την παραγωγή τους. Ώσπου μια μέρα έπεσαν λιπόθυμα κάτω.


Όταν τα παραμύθια σταματούν, εκκινούν τα όνειρα. Μετά το τέλος των παραμυθιών τα όνειρα έφυγαν από τον ύπνο των ανθρώπων, δραπέτευσαν από το υποσυνείδητο κι ορμητικά ξεχύθηκαν στα λόγια και τις σκέψεις τους, κι ο κόσμος πήρε πάλι μπροστά κι αναστάτωση μεγάλη έγινε κι όλοι άρχισαν να σπέρνουν την ελπίδα, γιατί τα όνειρα δεν έχουν τέλος, έχουν μονάχα αρχή. Κι η ελπίδα ξανάρθε στις ψυχές των ανθρώπων και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα!

***
ο πίνακας είναι του Max Ernst

Πέμπτη 19 Οκτωβρίου 2017

Δεν θέλω να είμαι



Πριν από χρόνια ξύπνησα ένα πρωί. Έμενα τότε στα προσφυγικά της Αλεξάνδρας, το κρεβάτι μου ήταν δίπλα στο παράθυρο και πάντα κοιμόμουν με ανοιχτά τα παντζούρια. Το φως του ήλιου έμπαινε το πρωί μέσα στο σπίτι χαϊδεύοντας σιγά-σιγά το κρεβάτι, το χαλί, τα βιβλία και τα ρούχα μου κι όλα ξυπνούσαν. Πρέπει να έβγαινα από κάποιο υπέροχο όνειρο γιατί με το που άνοιξα τα μάτια μου ένιωσα μια παράδοξα έντονη ευτυχία που ήμουν ζωντανός. Ξαπλωμένος στο πλάι κοιτούσα τα δάχτυλα του χεριού μου να λούζονται στο φως και ήμουν χαρούμενος, τα κουνούσα και με εντυπωσίαζε το θαύμα της ζωής κι η ομορφιά τους. Νομίζω πως δεν έχω νιώσει πάλι τόση ευτυχία.

Ανακαλώ καμιά φορά αυτή τη μνήμη γιατί μου θυμίζει πώς αξιολογώ εγώ τη ζωή, τι θεωρώ σημαντικό, τι πραγματικά θέλω από αυτήν. Καθώς ξοδεύομαι σε ένα διαρκές και αδιάκοπο και αγχωτικό πηγαινέλα με ανθρώπους και ρόλους και υποχρεώσεις, άλλοτε με τεντώνουν επικίνδυνα και άλλοτε με καλοπιάνουν με μικρές χαρές, νομίζω πως επιταχύνω το χρόνο – που ούτως ή άλλως είναι μετρημένος, συγκεκριμένος, αμετάκλητος. Ξέρω πως για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολλή και πως οι εποχές μας συντηρούν απλά το πνεύμα της επανάστασης και δεν δουλεύουν γι’ αυτήν (όσο αναγκαία και αν είναι). Ουσιαστικά περιφρονώ τους ανθρώπους της απραξίας και θαυμάζω τους ανθρώπους της δράσης – αν και πια ξέρω πως οι τελευταίοι δεν είναι καλύτεροι από τους άλλους, είναι απλά χαλασμένοι, σαν τους ποιητές και αυτοί: φτιαγμένοι και καταδικασμένοι να δρουν. Η δράση είναι αδυσώπητος αγώνας, σε δοκιμάζει, σε θέλγει, σε νικάει, σε ενθαρρύνει, σου χαρίζει το σώμα της αλλά όχι την ψυχή της. Προτιμώ την ποίηση – αν μπορούσα να την κάνω δική μου νομίζω πως θα ξανάνιωνα την ευτυχία εκείνου του πρωινού. Γιατί η ποίηση είναι ο κόσμος που ονειρευτήκαμε και φτιάξαμε, αν υπάρχει είναι ένα θέμα που κανέναν (πόσο μάλλον εμάς) δεν ενδιαφέρει. Η τέχνη είναι νομίζω τρυφερή και βίαιη μαζί. Η δράση είναι μόνο βίαιη, και η απραξία σοφή, δεν θέλω να είμαι ούτε βίαιος ούτε σοφός.

Μου αρέσουν τα παραμύθια. Για την τρυφερή και βίαιη ειρωνεία τους μου αρέσουν, που νοιάζεται για τους αγώνες των ανθρώπων χαρίζοντας τη νίκη πάντα στο καλό, αλλά που στο τέλος με αυτό το «ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα» κλείνει το μάτι στο αναπόφευκτο παιχνιδιάρικα.

***
Ernst Ludwig Kirchner

Τετάρτη 11 Οκτωβρίου 2017

Το παραμύθι του άντρα που διάβαζε


Μια φορά ένας άντρας αγόρασε ένα τετράδιο με λευκές σελίδες. Οι άνθρωποι θεώρησαν πως το χρειαζόταν για να γράψει κάτι εκεί ο ίδιος ή τα παιδιά του. Την επόμενη μέρα τον είδαν να κάθεται στη βεράντα του σπιτιού του και να το διαβάζει. Από το πρωί ως το βράδυ. Και παραξενεύτηκαν ακόμη περισσότερο την επόμενη μέρα που τον είδαν πάλι να διαβάζει τις λευκές σελίδες – κάποιος τον ρώτησε και ο άνθρωπός μας του είπε πως οι λευκές σελίδες δεν είναι άδειες, ούτε οι γραμμένες γεμάτες. Οι μέρες πέρασαν και οι άνθρωποι συνήθισαν να τον βλέπουν εκεί. Μετά από καιρό κάποιος τον ρώτησε «μα πάντα το ίδιο θα διαβάζεις;»

***
ο πίνακας είναι του Gonzalo Cienfuegos

Δευτέρα 2 Οκτωβρίου 2017

Πλένοντας τα πιάτα της Κυριακής


Ξέρεις ξέρω πόσο πολύ ξοδεύω για το λίγο – δεν είναι η πρώτη φορά που αναρωτιέμαι αν αξίζει. Δεν βοηθάει κι ο καιρός. Ποτέ δεν με βοήθησε. Αυτά τα κρύα απογεύματα, τα συννεφιασμένα, είναι η ανάσα μου που δυσκολεύεται. Αν δεν ήμουν άνθρωπος, θα ήμουν ένα τέτοιο απόγευμα. Χωρίς πολύ κόσμο, μόνο με λίγους διαβάτες στους δρόμους, σκυμμένους προς τα μέσα τους και με αυτό το κάτι που πάντα περισσεύει ή πάντα λείπει – ποτέ δεν μπόρεσα να διαχωρίσω αυτές τις δύο καταστάσεις, ίσως γιατί ό,τι περισσεύει από κάπου λείπει. Αυτό το ξόδεμα λοιπόν στα «δημόσια πράγματα» δεν είναι ελπιδοφόρο, αναγκαίο ίσως, αλλά ελπιδοφόρο όχι. Πολύ το λίγο των ανθρώπων αυτή την εποχή και δεν ξέρω ποιος κάνει ταμείο με αυτό που λείπει. Πάντως όχι εγώ.

Χθες το απόγευμα σκεφτόμουν πλένοντας τα πιάτα της Κυριακής πόσο θα ήθελα να ταξιδέψω στη Χιλή. Να υπάρχει τελικά η άλλη άκρη της γης, είναι μια μπάλα δεμένη στα πόδια μας αυτός ο πλανήτης ή μήπως φτάνοντας στην άκρη του ωκεανού θα χαθούμε στην άβυσσο; Θα ‘θελα να πιω κρασί στους δρόμους του Σαντιάγο, να με γράψει κάποιος στον τοίχο μιας λαϊκής γειτονιάς, ας πούμε να μείνω εκεί σαν ένα σύνθημα ή σαν ποίημα του Νερούντα «θέλω να κάνω μαζί σου αυτό που κάνει κι η άνοιξη στις κερασιές». Κατοικούμε στους τόπους των βιβλίων που αγαπήσαμε, όμως πόσο θα ήθελα να τους δω, να μυρίσω τις μυρωδιές τους, να γευτώ τις γεύσεις τους, να ερωτευτώ τους ανθρώπους τους, να ‘μαι εγώ το λίγο κι εκείνοι το πολύ μέσα στο οποίο θα χαθώ ψάχνοντας. Να ‘μαι εγώ αυτό που λείπει κι εκείνοι αυτό που περισσεύει.


Ακόμη κι η γραφή γυρίζει γύρω από τον εαυτό της, δεν τολμά να δραπετεύσει, να φύγει χωρίς επιστροφή. Οι σκέψεις σαν το κύμα επαναλαμβάνονται, χτυπούν την ίδια παραλία ξανά και ξανά, σαν να μην ξέρουν πως θα το κάνουν αιώνια, σαν να μην θυμούνται πως πάντα αυτό έκαναν. Βαρετή αυτή η επιμονή.

***
ο πίνακας είναι του Gonzalo Cienfuegos

Πέμπτη 28 Σεπτεμβρίου 2017

Το παραμύθι της αυτοκτονίας



Μια φορά κι έναν καιρό, σαν και τον αποψινό, ήταν ένα φθινοπωρινό απόγευμα. Ένας άντρας βρισκόταν μέσα στο σπίτι του και η ψυχή του τον βάραινε. Πήγε λοιπόν στο δωμάτιο του γιου του, άνοιξε την ντουλάπα, έβγαλε από 'κει ένα κουτί με στρατιωτάκια και τα έστησε στο πάτωμα. Να τον σημαδεύουν τα έστησε, άλλα όρθια μα γυρτά προς τα εμπρός με τα τουφέκια τους προτεταμένα και άλλα πρηνηδόν, δεκάδες όμορφες στολές και σιωπηλά παραγγέλματα. Κι όταν το πάτωμα γέμισε στρατιώτες, κάθισε απέναντί τους, έδεσε τα μάτια του με ένα πανί, έκανε ένα τσιγάρο και δολοφονήθηκε.

Οι άνθρωποι είπαν πως αυτοκτόνησε, αλλά εμείς ξέρουμε ποιοι το σκότωσαν.


***
Το χαρακτικό είναι του Ernst Ludwig Kirchner

Τρίτη 19 Σεπτεμβρίου 2017

το παραμύθι της παντόφλας


Μια φορά κι έναν καιρό μια γυναίκα γερνούσε μέσα σε ένα σπίτι. Και το σπίτι γερνούσε μαζί της, η βροχή κι ο αέρας δοκίμαζαν την αντοχή των υλικών τους, ο χρόνος που περνούσε  από 'κει έπαιρνε μαζί του σοβάδες και γέλια και χανόταν στου δρόμου την άκρη και τα αδιέξοδα. Τα αδιέξοδα είναι ο μόνος σίγουρος προορισμός που μπορείς να φτάσεις. Όταν ένας άνθρωπος ή ένα σπίτι γερνούν, οι σκιές μεγαλώνουν, γίνονται φαντάσματα και εφιάλτες.

Μια μέρα η γυναίκα πέθανε. Το σπίτι της ρήμαξε. Αν έμπαινες, θα έβρισκες σκόρπια αντικείμενα του σπιτιού πεταμένα στο πάτωμα, άνευ αξίας. Όσα είχαν μια κάποια τιμή τα είχαν πάρει όσοι μπούκαραν στο σπίτι μετά το θάνατό της. Μου άρεσε να μπαίνω κι εγώ, έβρισκα κοντά στο ξεχαρβαλωμένο κρεβάτι της μια βρώμικη πια, πάνινη, μαλακιά παντόφλα και σκεφτόμουν πως κάποιο βήμα θα είχε μείνει εκεί πέρα μετέωρο. Μια δυνατή βροχή ύστερα από καιρό γκρέμισε τη σκεπή, δεν ξαναμπήκα στο σπίτι.


Τώρα πια γερνάω κι εγώ στο δικό μου σπίτι. Κι αυτό μαζί μου. Τα βράδια καμιά φορά μιλάω με τα φαντάσματα, κι αυτά που μου λένε σας τα γράφω στις ιστορίες μου. Προτιμώ να περπατάω ξυπόλητος, για να μην μείνει εκείνη την ώρα κανένα βήμα μετέωρο.

***
ο πίνακας είναι της Χριστίνας Δημητριάδη

Πέμπτη 14 Σεπτεμβρίου 2017

Το παραμύθι της κοιμισμένης γυναίκας



Κάποτε, στην άκρη του καιρού, μια γυναίκα καθόταν σε μια κουνιστή πολυθρόνα. Την είχε πάρει ο ύπνος, στα χέρια της κρατούσε ένα βιβλίο, τα μάτια της ήταν κλειστά κι ένα χαμόγελο σχεδόν ανεπαίσθητο ζωγραφιζόταν στο πρόσωπό της. Μέσα στο όνειρό της ένας γυμνός άνδρας ήρθεπρος το μέρος της, την πήρε από το χέρι και για ώρα περπατούσαν σε ένα λιβάδι γεμάτο παπαρούνες, ο ήλιος του απογεύματος χάιδευε στοργικά το περίγραμμα των σωμάτων τους, ένα πουλί γλυκά κελαηδούσε. Το τραγούδι του πετούσε στον αέρα, μαστίγωνε την ησυχία των νεκρών, έδινε ρυθμό στις πεταλούδες και τρύπωνε στα λαγούμια των ποντικών του αγρού που σε ένα παλιό παραμύθι μάζεψαν μια μέρα δυο αλλαξιές ρούχα και κίνησαν για τη μεγάλη πόλη, να πάνε επίσκεψη στους συγγενείς τους που έμεναν εκεί. Οι ποντικοί της πόλης ζουν στους υπονόμους που καταλήγουν στη θάλασσα, εκεί ξερνάνε τις βρωμιές των ανθρώπων αυτά τα τεράστια σκουλήκια. Τα σκουλήκια ροκανίζουν το χρόνο αθόρυβα – σε λίγο θα φτάσουμε στην άκρη του καιρού. Χωρίς να το πάρουμε χαμπάρι καλά-καλά.

***
ο πίνακας είναι του Ernst Ludwig Kirchner

Πέμπτη 7 Σεπτεμβρίου 2017

Ο χάρτης του βασιλιά


Μια φορά ζούσε σε μια πολιτεία ένας άνθρωπος που έφτιαχνε χάρτες, αυτή ήταν η δουλειά του: έφτιαχνε χάρτες του κόσμου γιατί οι άνθρωποι ήθελαν να ξέρουν πώς είναι ο κόσμος που ζουν και οι χάρτες είναι μια κάποια αποτύπωση του κόσμου. Κι επειδή ήταν πολύ καλός στη δουλειά του κι ευσυνείδητος χαρτογράφος, οι χάρτες του άλλαζαν μορφή, θέμα, προσανατολισμό και σχήμα για κάθε άνθρωπο που τους κοιτούσε. Άλλοι έφευγαν από το μαγαζί του κρατώντας έναν καθρέφτη (αφού ο κόσμος γι’ αυτούς ήταν μονάχα ο εαυτός τους), άλλοι με τις ηπείρους στην καθορισμένη θέση - πάνω το βόρειο ημισφαίριο, κάτω το νότιο – (γιατί γι’ αυτούς ο κόσμος έχει μια αδιαμφισβήτητη στιβαρότητα), άλλοι με τον κόσμο ανάποδα (γιατί γι’ αυτούς δεν υπάρχει «ίσιος» κόσμος) κι άλλοι που δεν αναγνωρίζουν τον κόσμο που ζουν, έφευγαν με μια υδρόγειο σφαίρα με παράξενες, φανταστικές ηπείρους, κόκκινες θάλασσες και μυθικά τέρατα.

Μια μέρα ο βασιλιάς της πολιτείας κάλεσε στο παλάτι του το χαρτογράφο, και του είπε πως η φήμη του είναι μεγάλη και πως δεν είναι δυνατόν αυτός να μην έχει ένα χάρτη ιδιαίτερο, μοναδικό, άξιο του αξιώματός του, φτιαγμένο από τα χέρια του υπηκόου του και πως περιμένει από εκείνον να του φτιάξει ένα σπουδαίο χάρτη του βασιλείου του. Του έδωσε μάλιστα γι’ αυτόν σακιά χρυσά νομίσματα και πολύτιμους λίθους κι ένα μεγάλο κόκκινο ρουμπίνι.


Οι άνθρωποι της πολιτείας είδαν το χαρτογράφο να βγαίνει προβληματισμένος από το παλάτι και να μονολογεί πώς αυτός ο χάρτης θα ήταν ο πιο διαφορετικός από όλους τους άλλους. Την επόμενη μέρα έκλεισε το μαγαζί του, όσοι περνούσαν απέξω παραξενεύτηκαν βλέποντάς το χωρίς ζωή και κίνηση κι ανάσα καμιά. Τα χρόνια πέρασαν, κανείς δεν ξανάδε το χαρτογράφο, το σπίτι του ρήμαξε, το γκρέμισε η βροχή κι ο χειμώνας και οι άνθρωποι ξέχασαν, κι ο βασιλιάς θύμωσε που σκόρπισε τόσο πλούτο άσκοπα. Ύστερα ήρθαν νέοι χαρτογράφοι στην πόλη, οι χάρτες τους ήταν ολόιδιοι για κάθε άνθρωπο. Ο κόσμος πήρε τη μόνιμη θέση του πια στους χάρτες χωρίς να πάψει ωστόσο ποτέ να αλλάζει. Αυτός ο κόσμος ήταν πια ο χάρτης του βασιλιά.

***
ο πίνακας είναι του Μιχάλη Μανουσάκη

Δευτέρα 28 Αυγούστου 2017

Το παραμύθι του θεού



Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας πρίγκηπας που ζούσε φυλακισμένος σε έναν πύργο ψηλό. Οι φωνές των ανθρώπων και τα βλέμματα που ανταλλάσσουν στον πόθο και τον πόνο τους δεν έφταναν εκεί πάνω, και με τα χρόνια όλοι λησμόνησαν την παρουσία του - γιατί όποιον δεν ποθείς κι όποιον δεν σκοτώνεις, σαν νεκρό τον αφήνεις πίσω σου και συνεχίζεις. Στη γαλάζια μοναξιά του ο πρίγκηπας έμαθε με τον καιρό να μιλά τη γλώσσα των πουλιών. Όταν η ψυχή του τον βάραινε, τιτίβιζε, κι οι φτερωτοί του φίλοι ακουμπούσαν στο παράθυρό του και του 'λεγαν τα νέα της πολιτείας: πολέμους, γάμους, θησαυρούς, έρωτες, γεννήσεις και θανάτους. Κι εκείνος τους χάριζε ρώγες σταφύλι και τους αποχαιρετούσε. Κι ύστερα καθόταν σκυφτός σε ένα ξύλινο τραπέζι γεμάτο χαρτιά κι έφτιαχνε ιστορίες και παραμύθια με όσα του είχαν πει. Κι όταν τελείωνε, τσαλάκωνε και πετούσε τα χαρτιά από το παράθυρο κι εκείνα πριν πέσουν στη γη γίνονταν πουλιά που φτερούγιζαν πάνω από την πολιτεία και κρυφάκουγαν τα πάθη των ανθρώπων.

***
Ο πίνακας είναι του Stanislaw Eleszkiewicz.

Παρασκευή 25 Αυγούστου 2017

Το παραμύθι της κανονικής μέρας


Ζούσε μια φορά ένας μαθητής. Ξύπνησε μια μέρα όπως όλες τις άλλες, έφαγε ένα κανονικό πρωινό λογοφέρνοντας με τη μικρή του αδερφή για τη θέση στο τραπέζι, φίλησε τη μητέρα του, χτένισε τη χωρίστρα του κοιτάζοντας διερευνητικά το είδωλό του στον καθρέπτη του μπάνιου, έβαλε την τσάντα του στον ώμο – σίγουρα κάποιο τετράδιο είχε ξεχάσει να πάρει μαζί του πάλι. Κι έφυγε για το σχολείο του. Τη δεύτερη ώρα, των μαθηματικών, έγραψε στον πίνακα της τάξης:
"1 + 1 = πεταλούδα." 

(Η ζωή είναι τόσο παράξενη!)

***
Το χαρακτικό είναι του Francisco Amighetti 

Δευτέρα 21 Αυγούστου 2017

Το παραμύθι του πουλιού της νύχτας


Κάποτε ήταν ένα πουλί διαφορετικό από τα άλλα. Εκείνα έπαιζαν, έτρωγαν και τραγουδούσαν τη μέρα και όταν ο ήλιος έσβηνε το φως του, κούρνιαζαν όλα μαζί στις φυλλωσιές των δέντρων. Αυτό στεκόταν μόνο του τις νύχτες στους στύλους του ρεύματος και στα παλούκια του φράχτη και τραγουδούσε το λυπημένο τραγούδι του. Όμως δεν το άκουγε κανείς, όλοι κοιμόνταν - όταν δεν ακούει κανείς το τραγούδι σου η νύχτα μεγαλώνει. Μια φορά το πουλί της νύχτας βρήκε σε ένα δρόμο ένα παιδί , ο πόλεμος ήταν το στρώμα του και η πείνα το μαξιλάρι του. Στάθηκε πλάι του και την κατάλληλη στιγμή τρύπωσε στα ταραγμένα όνειρά του. Με τον καιρό το έμαθε να πετά. Και τώρα πια τα βράδια έχει παρέα.

***
ο πίνακας είναι του Christian Rohlfs

Δευτέρα 7 Αυγούστου 2017

Το παραμύθι του κήπου


Κάποτε ήταν ένας κήπος λίγο έξω από τη μικρή μας πόλη. Ανάμεσα σε ελιές και πορτοκαλιές και μια μεγάλη καρυδιά που μάζευε μέσα της τα πουλιά, μάθαινε τα μυστικά τους κι ύστερα τα άφηνε να φύγουν. Παιδιά έπαιζαν μέσα σε αυτόν τον κήπο, έφτιαχναν τούρτες από λάσπη και τις στόλιζαν με μικρά αγριολούλουδα και οργάνωναν μεγαλοπρεπείς τελετές κηδεύοντας πουλιά και ζουζούνια. Τα χρόνια πέρασαν και τα παιδιά μεγάλωσαν και η πόλη μεγάλωσε και περικύκλωσε τον κήπο, τον αγκάλιασε, τον έσφιξε δυνατά πάνω της, όχι από αγάπη – οι πόλεις δεν αγκαλιάζουν από αγάπη. Τα πουλιά δεν ήρθαν πάλι και η καρυδιά ξεράθηκε. Κανείς δεν έμαθε ποτέ τα μυστικά των πουλιών.

***
ο πίνακας είναι του Christian Rohlfs

Τετάρτη 2 Αυγούστου 2017

Το παραμύθι της αθανασίας


Μια φορά ήταν ένας συγγραφέας που πέθανε. Λένε πως συνήθως οι άνθρωποι είναι θνητοί, αλλά τα έργα τους αθάνατα. Αμέσως μετά το θάνατό του, άρχισαν τα βιβλία του ένα-ένα να χάνουν μυστηριωδώς το περιεχόμενό τους, έφευγαν οι λέξεις - σύντομα ούτε ο τίτλος δεν υπήρχε στη σελίδα τους. Μόνο οι σημειώσεις των αναγνωστών, κάποιο σχόλιο, η υπογράμμιση μιας αόρατης πια φράσης έδειχναν πως κάποτε αυτές οι άδειες σελίδες κατοικούνταν από άυλες μορφές και τρομερές ιστορίες.

Τα χρόνια πέρασαν, αλλά οι άνθρωποι δεν ξέχασαν, κι επιδείκνυαν πάντοτε τα άδεια βιβλία (που με τον καιρό είχαν αποκτήσει μεγάλη αξία) στους σύγχρονούς τους, λέγοντας πως η αθανασία κατοικεί στο αόρατο.

***
το χαρακτικό είναι του Christian Rohlfs

Δευτέρα 31 Ιουλίου 2017

Το παραμύθι του τέρατος


Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα φοβερό κακό τέρας. Οι άνθρωποι το φοβόνταν γιατί τους έτρωγε και κατέστρεφε τις σοδειές και τις περιουσίες τους και καμιά φορά ερχόταν στα όνειρά τους, έβγαινε αγριεμένο μέσα από λίμνες σε ρομαντικές βαρκάδες, ή ξεπηδούσε από παιδικά κουτια ή έσβηνε το βλέμμα ενός αγαπημένου, όπως το κάρβουνο που κρυώνει πεθαίνοντας και γίνεται στάχτη. Το κακό τέρας κανείς δεν το αγαπούσε. Κανείς δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ να διαφωνήσει αν η κακία του το έκανε μισητό ή αν το μίσος των ανθρώπων για τα τέρατα το έκανε κακό.

Ώσπου μια μέρα αγάπησε το τέρας ένας παραμυθάς. Η καρδιά του φλογιζόταν στη θέα του, τα μάτια του λίμνες γεμάτες νερό το κοιτούσαν με πόθο. Κι όταν ακόμη δεν το έβλεπε, τόσο πολύ το ποθούσε που το έβαζε στα παραμύθια του να υπάρχει. Μια μέρα το τέρας συνάντησε τον παραμυθά. Και τον έφαγε. Γιατί το τέρας είναι κακό.

Πέμπτη 13 Ιουλίου 2017

Το παραμύθι του Νάρκισσου


Μια φορά ήταν ένας άνθρωπος που όταν έβγαινε δεν πήγαινε πολύ μακριά. Περπατούσε γύρω-γύρω από τον εαυτό του και σε κοντινή απόσταση, ώστε αν συμβεί κάτι επικίνδυνο να προλάβει να μπει μέσα του να κρυφτεί. Μια μέρα, εκεί που περπατούσε, δίψασε κι έσκυψε σε ένα ποταμάκι να πιει νερό κι είδε να καθρεφτίζεται στην επιφάνεια ένας κακός λύκος με κοφτερά δόντια και κόκκινα μάτια που αμέσως τον άρπαξε και τον έφαγε.


Από τότε δεν ξαναβγήκε από μέσα του.

***
ο πίνακας είναι του Markus Lüpertz

Δευτέρα 10 Ιουλίου 2017

Το παραμύθι του δράκου


Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα παιδί που πέθανε πριν γεράσει. Το μόνο που πρόλαβε να κάνει στη ζωή του είναι οι απίστευτα πολλές ώρες του παιχνιδιού με μικρούς στρατιώτες που περισσότερο πολεμούσαν για το δίκιο, παρά ερωτεύονταν. Έφτιαξε κάστρα πιο μικρά από το μπόι του και τα αυτοκίνητα που κινούσε με το χέρι του τα πήγε ταξίδια μέχρι την κουζίνα στο τέλος του διαδρόμου. Κι ύστερα κοιμήθηκε και ονειρεύτηκε δράκους και ξύπνησε φοβισμένος και οι δράκοι τον έκαψαν με τη φωτιά που βγήκε από τα σωθικά τους. Και η ζωή τελείωσε εκεί.


Όλοι οι άλλοι γύρω του που έζησαν πολλά χρόνια (κάποιοι κάποια στιγμή βαρέθηκαν ακόμη και τη ζωή τους) είχαν ένα θάνατο λίγο-πολύ κοινό και διόλου σπουδαίο. Κανείς από αυτούς δεν θα μπορούσε να πει πως τους σκότωσε ένας δράκος που βγήκε από το όνειρό τους.

***
ο πίνακας είναι του Max Beckmann

Παρασκευή 7 Ιουλίου 2017

Καλοκαιρινό παραμύθι


Μια φορά κι έναν καιρό ήταν δυο νέοι, ήταν μεσημέρι του καλοκαιριού, οι γρίλιες από το κλεισμένο παντζούρι τεμάχιζαν σε λωρίδες τα γυμνά τους σώματα που ιδρωκοπούσαν πεταμένα σε ένα φουρτουνιασμένο κρεβάτι μπλεγμένα χέρια, μηροί, πρόσωπα σαν σε πεδίο μάχης έγειρε τον φίλησε κι αποκοιμήθηκε.

Κι αν δεν υπήρξε παρά μόνο μία τελεία σε αυτό το κείμενο είναι γιατί η ζωή μόνο μια τελεία αναγνωρίζει.

***
ο πίνακας είναι του Max Beckmann

Δευτέρα 3 Ιουλίου 2017

Το παραμύθι με τις κότες


Μια φορά ήταν ένα κοτέτσι. Που είχε κότες. Οι κότες ζούσαν ευτυχισμένες εκεί, κρυμμένες από τη σαρκοβόρα δίψα των αλεπούδων και των λύκων. Οι άνθρωποι τις έτρεφαν καθημερινά με σπόρια καλαμποκιού, τις πάχαιναν και τις περιποιούνταν. Η κυρά Βούλα κάθε πρωί και απόγευμα, λίγο πριν κοιμηθούν, τους έβαζε νερό σε ένα μεγάλο δοχείο. Το καλοκαίρι τις δρόσιζε και το μεσημεράκι – ειδικά τις πολύ ζεστές μέρες. Το βράδυ τις κλείδωνε σε ένα σπιτάκι – για να τις προστατέψει βέβαια. Αν υπήρχε κάτι στενάχωρο στη ζωή τους ήταν που ολοένα κάποιο χέρι τους αφαιρούσε τα αυγά από τη φωλιά, αφήνοντας όμως πάντα ένα, που με τον καιρό κατάλαβαν πως δεν ήταν αληθινό. Αλλά ακόμη κι αυτό το προσφόλι τους ήταν αρκετό – μπορούσαν να υποκρίνονται πως αγνοούν τη φύση του. Με τον καιρό ξέχασαν το ρόλο του – και η μεγαλύτερη παραφωνία συνηθίζεται, αν θέλεις. Απολάμβαναν τις ορμές του κόκορα χωρίς τις αντίστοιχες υποχρεώσεις να ζεσταίνουν τον καρπό του και να φροντίζουν τα μικρά του. Ζούσαν μια ευτυχισμένη, μετρημένη ζωή.


Μια μέρα μπήκε στο κοτέτσι η κυρά Βούλα με ένα μαχαίρι και έσφαξε τις κότες. Όλες φορέσαν ένα κόκκινο φόρεμα και γδύθηκαν τα πλουμιστά φτερά τους. Το μαχαίρι είναι το τίμημα των προστατευμένων.

***
ο πίνακας είναι του Michelangelo Merisi da Caravaggio

Πέμπτη 29 Ιουνίου 2017

Το παραμύθι του σπιτιού από λέξεις


Μια φορά κι έναν καιρό ένας ποιητής έφτιαξε ένα σπίτι με λέξεις, που είχε μαζέψει χρόνια ολόκληρα αλητεύοντας στα πάθη των ανθρώπων και στους εφιάλτες τους. Οι λέξεις είναι το μόνο οικοδομικό υλικό που αναγνωρίζουν οι ποιητές. Ήθελε να έχει μια σκεπή όταν βρέχει, κι ένα κρεβάτι να κοιμηθεί όταν η νύχτα έσβηνε της μέρας τα έργα. Ήθελε κι αυτός ένα σπίτι, όπως όλοι οι άνθρωποι. Για να κρύβεται. Το σπίτι είχε πόρτες και παράθυρα, κουρτίνες, ντουζιέρες, ντουλάπες, τραπέζι και ψυγείο από λέξεις φτιαγμένα. Ακόμη και το κουτάλι που χρησιμοποιούσε στη σούπα του ήταν μια φράση που γέμιζε από λέξεις, τις οδηγούσε στο στόμα του κι εκείνος τις κατάπινε. Όταν όλα τελειώσαν, στο σπίτι του έμεινε έγκλειστος πια για χρόνια. Κανείς δεν έμαθε ποτέ γι' αυτόν, ούτε διάβασε κάποιο καινούριο ποίημά του. Γιατί το σπίτι είναι ο τάφος του ποιητή - το ταξίδι του στις λέξεις τελειώνει. Κι έζησε αυτός καλά κι εμείς καλύτερα!

Ο θάνατος είναι ένα μπουκάλι που γέμισε, ένας ποιητής που δεν μαζεύει λέξεις, ένας έφηβος που σταμάτησε να παίζει.

***
ο πίνακας είναι του Γιώργου Ρόρρη

Τετάρτη 28 Ιουνίου 2017

Γκραβούρες σε παιδικά βιβλία


Είναι η 82η έκδοση ενός γαλλικού βιβλίου, εκδόθηκε το 1922 από τον Armand Colin. Μια Ελληνίδα μαθήτρια το χρησιμοποίησε για να ασκηθεί στη γλώσσα, μελετώντας μικρά αφηγηματικά κείμενα. Θα καταλάβαινες τη χρήση και από τις μουντζούρες που έχει κάνει στις τελευταίες σελίδες - δεν έχεις δει βιβλίο με εκπαιδευτική χρήση των τελευταίων 2 αιώνων που να μην έχει βανδαλιστεί κάπως (ή έστω "εμπλουτιστεί αισθητικά") από τους μαθητές που το χρησιμοποίησαν... 

Το βιβλίο είναι του Γάλλου φιλόσοφου και ποιητή Ζαν Μαρί Γκυγιώ (Jean-Marie Guyau), ο τίτλος του είναι "L'annee preparatoire de lecture courante". Πρόκειται για ένα εγχειρίδιο που με εντολή του γαλλικού Υπουργείου Παιδείας διανεμήθηκε σε όλες τις σχολικές βιβλιοθήκες της εποχής και σε κάποια γαλλικά σχολεία χρησιμοποιήθηκε ως σχολικό. Ο Γκυγιώ θεωρείται από τους προδρόμους της κοινωνιολογίας της τέχνης και από κάποιους αποκαλείται "ο Νίτσε της Γαλλίας". 

Δεν είναι όλα αυτά τα στοιχεία ο λόγος ή ο στόχος αυτού του κειμένου. Είναι η εικονογράφηση του βιβλίου: 300 μικρές γκραβούρες (5x3 cm κατά μέσο όρο ή και μικρότερες) στις 214 σελίδες του! Μια πανδαισία εικόνων για ένα "σχολικό" βιβλίο των τελών του 19ου αιώνα (πρωτοεκδόθηκε το 1875). Οι περισσότεροι από εμάς έχουμε μικρή σχέση με τις γκραβούρες στα βιβλία, είναι λίγα αυτά που διαβάσαμε και τις περιείχαν. Ίσως μόνο αυτά του Ιουλίου Βερν, οι Έλληνες εκδότες ακόμη περιέχουν τις αρχικές γκραβούρες στις επανεκδόσεις που κάνουν. Σε κάποιες περιπτώσεις και κάποιοι κλασσικοί, κάποιος Ουγκώ, Ζολά ή Μπαλζάκ. Δεν είναι μόνο η αισθητική φροντίδα ενός βιβλίου, αντιλαμβάνεσαι πως για τα παιδιά της εποχής η εικόνα ήταν ένα πολύτιμο και σπάνιο παράθυρο στον κόσμο, μια πανίσχυρη ώθηση στη φαντασία, μια καλλιτεχνική προπαίδεια (ίσως και η μόνη). Φαντάζεσαι τη σπουδή και τον κόπο του χαράκτη (στη συγκεκριμένη έκδοση δεν ήταν μονάχα ένας), δεν είναι λίγες 300 εικόνες, όσο απλές και "λαϊκές " και αν είναι. Αντιλαμβάνεσαι με τον πιο απτό τρόπο δευτερεύοντα στοιχεία της εποχής: τα ρούχα, τις συνήθειες, την αρχιτεκτονική, τον τρόπο ζωής, την κοινωνική συμπεριφορά. Μαζί με όλα αυτά, αυτό που θαυμάζεις είναι η ομορφιά των λιτών μέσων, η δύναμη μέσα στην οικονομία, το μέγα μέσα στο μικρό. Γιατί πρωταρχικά αυτό είναι η χαρακτική.













Παρασκευή 23 Ιουνίου 2017

Το παραμύθι του ζωγράφου


Μια φορά ζούσε ένας άνθρωπος που ζωγράφιζε ηλιοβασιλέματα σε λευκούς μουσαμάδες. Ανέβαινε στην ταράτσα της πολυκατοικίας που έμενε, έστρεφε το βλέμμα του στη δύση κι έκλεβε χρώματα από τη μέρα που αργοπέθαινε, «για να τα σώσει» έλεγε. Κι εκεί ανάμεσα στα τσιμεντένια κουφάρια της μεγάλης πόλης μια μέρα τον συνάντησε ο θάνατος – μια δύση έμεινε ανολοκλήρωτη στο μουσαμά του.

Το ίδιο εκείνο απόγευμα ο ήλιος έσκυψε πάλι στην άκρη του ορίζοντα. Τα σύννεφα μάτωσαν και τα πουλιά σιωπήσαν. Λίγο μετά η νύχτα είχε κλέψει όλα τα χρώματα του ουρανού. 

***
ο πίνακας είναι του Wifredo Lam

Τετάρτη 21 Ιουνίου 2017

Το παραμύθι των ακοίμητων παραμυθάδων


Μια φορά κι έναν καιρό η μέρα δεν ξημέρωσε στη χώρα των παραμυθιών. Ο βασιλιάς δεν ξύπνησε στο παλάτι του ψηλά στο λόφο, αλλά και η αγορά έμεινε κλειστή, οι αγρότες δεν βγήκαν στα χωράφια τους και τα παιδιά δεν πήγαν στα σχολειά τους. Όλοι κοιμόνταν μέχρι να ξημερώσει, μέχρι οι ηλιαχτίδες να χαϊδέψουν πρόσωπα, μηρούς και ξέσκεπα στήθη, μέχρι τα κοκόρια να σημάνουν εγερτήριο. Μόνος που ήταν ξύπνιος, σκυφτός πάνω σε ένα σωρό πυκνογραμμένων χαρτιών όλη τη νύχτα, ήταν ο παραμυθάς του βασιλείου. Γιατί οι παραμυθάδες είναι οι απογραφείς των ονείρων. Κι αγρυπνούν όταν οι άνθρωποι ονειρεύονται.

Όταν ξημέρωσε, ο παραμυθάς έγειρε πάνω στα χαρτιά του κι αποκοιμήθηκε κουρασμένος. Οι υπόλοιποι άνθρωποι σηκώθηκαν από τα κρεβάτια τους, χαρούμενοι βγήκαν στους δρόμους και στις πλατείες, έσκαψαν τα χωράφια τους, παίξανε στα σχολειά και συσκέφθηκαν στα παλάτια τους. Γιατί η ζωή είναι το όνειρο που βλέπουν οι παραμυθάδες όταν κοιμούνται. Και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.

***
ο πίνακας είναι του Robert Dickerson

Τετάρτη 7 Ιουνίου 2017

Το παραμύθι της καθαρίστριας


Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε μια μικροκαμωμένη γυναίκα που καθάριζε τις βρωμιές των ανθρώπων. Όλη της τη ζωή κυκλοφορούσε ανάμεσά τους και εξαφάνιζε ό,τι αφήναν πίσω τους, ό,τι δεν χρειάζονταν πια και ό,τι δεν ήθελαν να θυμούνται. Γι΄αυτό και οι άνθρωποι δεν την έβλεπαν, οι περισσότεροι στην εφημερίδα που δούλευε ούτε το όνομά της δεν ήξεραν.

Μια μέρα την ειδοποίησαν πως ο άντρας της πέθανε ανοιχτά της Σομαλίας, ήταν μεγάλος σε ηλικία, μετρούσε λίγα ένσημα για να βγει στη σύνταξη. Όμως δεν πρόλαβε. "Μαζί στη ζωή, μαζί και στο θάνατο" είπε η γυναίκα, και σαν κραυγή που σβήνει και πνίγεται στη σιωπή των ανθρώπων, έπεσε στη θάλασσα.

Στην εφημερίδα την άλλη μέρα έγραψαν: "πτώμα γυναίκας, αγνώστων λοιπών στοιχείων, εντοπίστηκε τις πρωινές ώρες ανοιχτά του Αλίμου...". Και ζήσαν αυτοί καλά, κι εμείς καλύτερα και μια άλλη γυναίκα καθαρίζει τώρα τις βρωμιές των ανθρώπων. Να μην ήταν αλήθεια τα παραμύθια...

***
Το χαρακτικό είναι του Karl Schmidt-Rottluff

Τρίτη 23 Μαΐου 2017

Το παραμύθι της Οδού Αιόλου


Μια φορά ήταν ένας άντρας στην άκρη του δρόμου κι έπαιζε μουσική με την κιθάρα του. Και από μπροστά του περνούσε ένα κορίτσι. Φορούσε ένα κοντό αέρινο φουστάνι και τα πόδια του κυλούσαν σαν το νερό στο ρυάκι. Και καθόταν σε ένα παγκάκι πιο πέρα μια γριά, ιδρωμένη και κατάκοπη. Στα χέρια της κρατούσε δυο πλαστικές τσάντες και είχε σταθεί να πάρει μια ανάσα. Παρακολουθούσε το μουσικό, αλλά περισσότερο νομίζω πως πρόσεχε την αυθάδικη ομορφιά του. Πιο δίπλα μια γριά αδερφή πουλούσε ξεσκονιστήρια και φτερά – αν ήθελες, θα μπορούσες να δεις πως στα αλήθεια δεν πουλούσε ξεσκονιστήρια, αλλά τα απομεινάρια από εκπεσόντες αγγέλους. Και ύστερα προχώρησα κι εγώ και χάθηκα στη βουή του κόσμου και της ανοιξιάτικης μέρας.


Κάποια παραμύθια αρχίζουν και τελειώνουν μπροστά σου, στο δρόμο.

***
Ο πίνακας είναι της Valerie Vescovi

Πέμπτη 18 Μαΐου 2017

Το παραμύθι των ανήσυχων παραμυθιών


Τα παραμύθια πάντα ήταν σίγουρα για τον εαυτό τους – όλα ξεκινούσαν περίπου από το ίδιο σημείο, όμως το πιο σημαντικό είναι πως έφταναν στο ίδιο τέλος: που ζούσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα και όλοι μένουν ευχαριστημένοι. Όμως η ζωή δεν είναι παραμύθι. Αυτό δεν είναι το θέμα μας.

Μια φορά κι έναν καιρό λοιπόν τα παραμύθια τα έπιασε μεγάλη ανησυχία. Οι δράκοι και οι βασιλοπούλες αντάλλασσαν πληροφορίες όλο αγωνία, οι μάγισσες δάγκωναν αμήχανα τα δηλητηριασμένα μήλα τους, κατσικάκια, λύκοι, προβατάκια, γουρουνάκια αλεπούδες, λιοντάρια, ποντικάκια και γαϊδούρια στριμώχνονταν όλα μαζί από φόβο σε αχυρώνες και στάβλους, η Κοκκινοσκουφίτσα αλάλαζε αλλοπαρμένη στους δρόμους, συναντούσε τη Σταχτοπούτα που κουτσαίνοντας και αναμαλλιασμένη ρωτούσε τους περαστικούς αν άκουσαν κανένα νέο, η Χιονάτη λιποθύμησε και τα βασιλόπουλα, αχ τα βασιλόπουλα διόλου θαρραλέα παλικάρια, κρυφτήκαν σε μπαούλα και ντουλάπες κρατώντας για μέρες την ανάσα τους. Όλη αυτή η αναστάτωση είχε τις επιπτώσεις της κι έξω από τα παραμύθια, οι γιαγιάδες έστεκαν αμίλητες μπροστά στα τζάκια, ο κύκλος εργασιών και τα έσοδα των εκδοτών έπεσαν κάθετα, βιβλιοπωλεία έκλεισαν και οι συγγραφείς αλλάξανε δουλειές: άλλοι γίναν οικοδόμοι, άλλοι μαραγκοί και άλλοι σκουπιδιάρηδες. Τα πράγματα κινδύνευαν να εκτροχιαστούν αναπάντεχα και μόνιμα.

Μέχρι που κάποιος έζησε καλά και εμείς καλύτερα και τα πράγματα πήραν να διορθώνονται και οι γριές αρχίσαν να μιλάνε και η Χιονάτη βρήκε το γοβάκι της Σταχτοπούτας και τα βασιλόπουλα βγήκαν από τις ντουλάπες και οι συγγραφείς ξανάρχισαν να γράφουν και ανέβηκε ο τζίρος των εκδοτών. Ο πληθυσμός των παραμυθιών είναι συντηρητικοί νοικοκυραίοι και η ζωή τους είναι βαρετή παρόλη την περιπέτεια στην οποία μπαίνουν. Έχουν εξασφαλισμένη αρχή και σίγουρο τέλος.

***
η λεπτομέρεια είναι από πίνακα του Van der Weyden

Πέμπτη 11 Μαΐου 2017

Δρόμοι αόρατοι


δρόμοι αόρατοι δρόμοι και άγνωστοι προορισμοί άσκοπες περιπλανήσεις ένας κόσμος σε κίνηση μια μέρα στάθηκες στο κέντρο της πόλης όπως διαδηλώνουν τα δέντρα και τα λουλούδια μόνο ο άνεμος σε έσπρωχνε στις δικές του εμμονές το μόνο χάδι που θα συνέκρινες ποτέ με αυτό της μάνας σου όταν μικρός που ήσουν μια φορά κι έναν καιρό σε σκέπαζε κάτι μέρες φωτεινές που η ζωή έξω βούιζε κι εσύ βυθιζόσουν στου ύπνου τον κόσμο τον παράξενο τίποτε-τίποτε άλλο παρά οι λέξεις που ο άνεμος σου ψιθυρίζει στο αυτί αφήνει στα χείλη σου οι λέξεις του ανέμου που αγκαλιάζουν το κορμί σου ομολογώντας τον έρωτα η ζωή είναι να σταθείς να τη δεις να φεύγει να πηγαίνει άγνωστο πού οι διαδρομές είναι φίδια το δηλητήριό τους είναι ο χρόνος αν σε δαγκώσουν θα γεράσεις στάσου στάσου στάσου άκου του κόσμου την αγωνία

μια γύφτισσα ζητάει ένα τσιγάρο στους περαστικούς "να σου πω ένα καλό" τους λέει και τους δίνει αυτό το ποίημα