Τρίτη 30 Ιουνίου 2015

Ο «Βασίλης» και η δημοκρατία.


Ας τον πούμε «Βασίλη». Ο Βασίλης έχει ένα ψιλικατζίδικο με την κυρά του. Από νωρίς το πρωί μέχρι τα μεσάνυχτα το ψιλικατζίδικο είναι ανοιχτό. Ο Βασίλης είναι από το Αγρίνιο και ήταν της "δημοκρατικής παράταξης" για πολλά χρόνια. Όποτε μπεις θα τον δεις να καπνίζει και η τηλεόραση πάνω από το ψυγείο θα είναι ανοιχτή. Ποτέ αυτά τα χρόνια ο Βασίλης δεν είπε κάτι για όσα έχουν γίνει, ίσως καμιά φορά να του ξέφυγε κάποιο μισόλογο όταν αγόραζα την Αυγή τις Κυριακές, όχι τίποτα παραπάνω από ένα «μας έχουν ταράξει στους φόρους». Ο Βασίλης έχει μαγαζί, δεν πρέπει να εκτίθεται. Προχθές την Κυριακή, πριν μπω, κάθισα να δω τα πρωτοσέλιδα απλωμένα έξω από το ψιλικατζίδικο, βγήκε και με κοιτούσε με ένα τσιγάρο στο στόμα. «Σπέρνουν πανικό» του είπα, «δες τα πρωτοσέλιδα, Βήμα, Έθνος, Πρώτο Θέμα». Νομίζω πως απλά εκείνη τη στιγμή έβαλα φωτιά στο φυτίλι. Ο Βασίλης άρχισε να φωνάζει, να βρίζει τον Τσίπρα, να αναπαράγει όσα μέχρι εκείνη την ώρα είχα ήδη ακούσει από την τηλεόραση, «ότι ο κόσμος δεν μπορεί να βγάλει τα λεφτά του από τις τράπεζες», ότι «το δημοψήφισμα γίνεται γιατί δεν θέλει να πάρει την ευθύνη ο Τσίπρας που γι’ αυτό τον ψήφισαν», ότι «από πού κι ως πού να αποφασίσει ο κόσμος σε δημοψήφισμα» και άλλα. Ο Βασίλης ήταν επιτέλους θυμωμένος. Η έντασή του με ξάφνιασε, ψέλλισα δυο κουβέντες αδύναμες, κυρίως γιατί σεβάστηκα την κατάστασή του, τον πανικό που τον είχε επιτέλους ξεγυμνώσει. Μέχρι να επιστρέψω στο σπίτι είχα προλάβει να σκεφτώ πως ο Βασίλης θα πρέπει για πρώτη φορά στη ζωή του να επιλέξει το μαύρο ή το άσπρο, πως ο μικρομεσαίος κεντρώος ψηφοφόρος που τόσα χρόνια ανέθετε τη σωτηρία σε έναν ηγέτη, τώρα έπρεπε να επιλέξει ο ίδιος όχι έναν ηγέτη, ούτε ένα κόμμα, αλλά μια πολιτική απόφαση, έπρεπε να επιλέξει μια πολιτική πράξη που δεν δίνεται σε αποχρώσεις πιο παλ.

Μια από τις συνέπειες του δημοψηφίσματος είναι ότι έκανε κάποιους ανθρώπους που δεν μίλησαν αυτά τα 5 χρόνια για όσα γίνονταν, πλέον να εκφραστούν, να αποκαλύψουν τι πιστεύουν. Ανθρώπους που ανάσαιναν εύκολα όταν οι διαδηλώσεις πνίγονταν στα δακρυγόνα και στην αστυνομική τρομοκρατία. Ανθρώπους που τρομοκρατήθηκαν μην απολυθούν από το Δημόσιο, αλλά δεν αντιστάθηκαν, δείχνοντας τους διπλανούς τους ως κατάλληλα θύματα. Ανθρώπους που συναινούσαν σιωπηλά, που δεν αντέδρασαν ούτε όταν τους είπαν συνενόχους στην καταστροφή. Αυτοί οι πάντα ψύχραιμοι, πάντα αδιάφοροι και ιδιοτελείς είναι έξαλλοι τώρα. Η οργή τους με ξαφνιάζει γιατί παρά τα δακρυγόνα και τη βία που έχω υποστεί, παρά τη διαρκή εργασιακή ανασφάλεια στην οποία ζω εδώ και 16 χρόνια, παρά τη στοχοποίησή μου ως αναλώσιμου από τους ίδιους τους μόνιμους δημόσιους υπαλλήλους και συναδέλφους μου, εγώ συνεχίζω να είμαι φύσει ευγενικός και θέσει αλληλέγγυος.


Σας αγαπώ πασοκάκια μου. Που κάποτε νομίζατε πως είστε και η δημοκρατική παράταξη βρε κακό χρόνο να ‘χετε. Σας αγαπώ γιατί η ψυχραιμία που χάνετε και ο φόβος σας τρέφει τη βεβαιότητά μου.

Πέμπτη 25 Ιουνίου 2015

Manual για παραμύθια


Μια φορά ήταν, κάθε φορά είναι, ένας άνθρωπος. Γεννήθηκε, έπαιξε, ερωτεύτηκε, έκανε ή δεν έκανε παιδιά και ύστερα πέθανε. Υπάρχουν άνθρωποι που λένε πως αυτό δεν μπορεί να είναι παραμύθι γιατί είναι μια πολύ κοινή ιστορία. Και πως οι κοινές ιστορίες δεν έχουν αφηγηματικό ενδιαφέρον και πως ένα παραμύθι πρέπει να έχει περιπέτεια, να έχει ένα τουλάχιστον υπερβατικό στοιχείο.

Μια φορά λοιπόν ήταν ένας άνθρωπος. Γεννήθηκε, έπαιξε, πέταξε, έκανε ή δεν έκανε παιδιά και ύστερα πέθανε. Να ένα παραμύθι!

Όμως θα ήθελα εδώ να πω πως μια ιστορία δεν είναι παραμύθι αν δεν τελειώνει σαν παραμύθι: και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. Επομένως:


Μια φορά ήταν ένας άνθρωπος. Γεννήθηκε, έπαιξε, πέταξε, έκανε ή δεν έκανε παιδιά και ύστερα πέθανε. Κι έζησε αυτός καλά κι εμείς καλύτερα.

***
ο πίνακας είναι του Daniel Barkley

Τετάρτη 24 Ιουνίου 2015

ένα αντίο στον Παιδότοπο


 Κάθε φορά που ταξιδεύω στη χώρα με τις παιδικές ζωγραφιές νομίζω πως κι εγώ μέσα μου είμαι μια παιδική ζωγραφιά. Με ένα πράσινο δέντρο δίπλα μου και φίλους με παράξενα χέρια και μεγάλα χαμόγελα, μπλε ουρανούς και άσπρα πουλιά και πολλά, πολλά λουλούδια.

Φέτος τελειώσαμε. Ήταν η τελευταία φορά που μπήκα στον παιδικό σταθμό. Και η μικρή μου κόρη πλέον θα πάει στο μεγάλο σχολείο. Εκεί τα πουλιά και τα καραβάκια γίνονται γράμματα. Έχουν περάσει 7 χρόνια από τότε που είδαμε πρώτη φορά το μαγικό κόσμο του Νίκου και της Νανάς στα Άνω Πατήσια.

Τους ευχαριστώ πολύ που γέμισαν χρώματα τα παιδιά μου και που κάθε χρόνο τον Ιούνιο με κάνουν να νομίζω πως κι εγώ μέσα μου είμαι μια παιδική ζωγραφιά.










Παρασκευή 19 Ιουνίου 2015

Κρουστά κορμιά


Πήρε πάλι το δρόμο για το σταθμό του Ηλεκτρικού. Θα κατέβαινε στη συγκέντρωση στο Σύνταγμα. Εδώ που τα λέμε είχε καιρό να κατεβεί σε διαδήλωση και δεν του άρεσε αυτή η αποχή, όσο κι αν άλλαξαν πολιτικά τα πράγματα τους τελευταίους μήνες. Τα κανάλια λένε πως τα πράγματα είναι κρίσιμα, πως βρισκόμαστε προ των πυλών της χρεοκοπίας. Η κυβέρνηση λέει πως χρειάζεται την υποστήριξη του κόσμου. Έχει κανονίσει μετά τη συγκέντρωση να πάει σινεμά με τους φίλους του. Είναι αρχή του καλοκαιριού και μια ράθυμη ευτυχία έχει αρχίσει να δουλεύει ύπουλα μέσα του. Γίνεται πάντα παρατηρητικός αυτή την εποχή, παρακολουθεί με εγρήγορση τον κόσμο γύρω του, νιώθει όχι τόσο αγάπη, αλλά κατανόηση.

Δεν θα ‘χει κόσμο. Δεν βλέπει γοργό περπάτημα και ροή στον κόσμο γύρω του. Δυο Αλβανοί πίνουν μπάφο και σφυράνε έναν δικό τους σκοπό στην μικρή πλατεία. Μια γύφτισσα έχει απλώσει τα λερά γυμνά της πόδια στο γκαζόν και ξεκουράζεται. Ένας γκριζομάλλης γύρω στα 60 με πουκάμισο μέσα στο τζιν παντελόνι και μια πλαστική σακούλα στο χέρι έρχεται από την αντίθετη κατεύθυνση – προφανώς επιστρέφει στο σπίτι από κάποια δουλειά. Εκεί έξω στο σταθμό μαμάδες κάθονται στα παγκάκια και πιτσιρίκια παίζουν, ένα κορίτσι με ροζ φουστάνι σπρώχνει ένα ποδήλατο με ένα αγοράκι επάνω και γελούν.

Μπαίνει στο τραίνο. Στην Αττική αλλάζει, παίρνει το μετρό. Μαζί του μπαίνουν στο βαγόνι 4 εικοσάχρονα παιδιά. Δυο αγόρια και δυο κορίτσια. Η μία του έχει γυρισμένη την πλάτη. Φοράει ένα μαύρο φουστάνι με τιράντες. Η πλάτη της είναι κόκκινη, πρέπει να πήγε για μπάνιο το Σαββατοκύριακο. Το βλέμμα του ξεκινάει από το λαιμό της, σιγά-σιγά κατεβαίνει, στέκεται λίγο στον κώλο της και ύστερα γρήγορα ψάχνει να κρυφτεί στη γάμπα της. Ασφαλές πεδίο οι γάμπες. Ψάχνει να δει και την άλλη, έχει υπέροχα μάτια, ένα παράξενο μπλε. Δεν μιλάει πολύ, ακουμπάει στο αγόρι της, τα χείλη της αγγίζουν τα μπράτσα του, «πρέπει να γυμνάζεται» σκέφτεται καθώς πλέον το βλέμμα του τον εξετάζει. Το πρόσωπό του είναι ανέκφραστο, το γεροδεμένο σώμα του όμως φαίνεται να απαντά ήρεμα στα αγγίγματα του κοριτσιού. Φοράει στενή μπλούζα και στενή φόρμα. Τα πόδια της φαίνονται να πιέζουν τον καβάλο του παιχνιδιάρικα. Εκείνος ανταποκρίνεται, αν κρίνει κανείς από το φούσκωμα στο παντελόνι του. Μιλάει με τον κολλητό του. Λένε για μια φίλη τους που οργανώνει πάρτυ, κλείνει τα 20 της, πάντα τους καλούσε στα πάρτυ της. Ο άλλος έχει ξυρισμένο το μισό του κεφάλι. Όσο μιλάνε το χέρι του χαιδεύει την πλάτη, τον κώλο της δικιάς του, κάποιες στιγμές φαίνεται να της μιλάει ή να ανασαίνει παιχνιδιάρικα πίσω από το αυτί της.

«Σύνταγμα». Η αναγγελία από τα μεγάφωνα τον βγάζει από την παρατήρηση. Λίγο πριν κλείσουν οι πόρτες προλαβαίνει να βγει. Τα παιδιά συνεχίζουν. Ανεβαίνει στην πλατεία. Έχει κόσμο πολύ. Όχι όσο θα έπρεπε ίσως. Ψάχνει να βρει τους γνωστούς του. Το απόγευμα αποσύρεται πλέον, παίρνει μαζί του τα χρώματα της μέρας. Μια μελαγχολία τον ξύνει. Βρίσκει το Γιάννη και την Άννα, ύστερα τον άλλο Γιάννη, και μετά τη Ρένα και ύστερα την Κυριακή. Περπατάει μόνος του ανάμεσα στον κόσμο. Πάντα αυτό έκανε στις διαδηλώσεις. Σκέφτεται πάλι τα παιδιά που βέβαια συνέχισαν, δεν κατέβηκαν στο Σύνταγμα, ίσως να μην ήξεραν πως η κυβέρνηση χρειάζεται υποστήριξη, πως είμαστε στα πρόθυρα της χρεοκοπίας, τα σώματά τους κι ο έρωτας δεν έχουν χρεοκοπήσει, είναι ολάνθιστα και τόσο σίγουρα, δεν υπάρχει τίποτε άλλο από την έκρηξη της καύλας.

Τελικά οι φίλοι του ακύρωσαν τη βόλτα. Δεν θα βρεθούν για σινεμά. Κάθεται καμιά ώρα ακόμη, κάποια στιγμή εμφανίζεται και η Πρόεδρος της Βουλής στη συγκέντρωση, κόσμος στριμώχνεται γύρω της, αρκετοί χειροκροτούν. «Δεν έχω μάθει να χειροκροτώ τους συντρόφους μου» σκέφτεται και θυμώνει και ύστερα φεύγει απ’ την πλατεία με ένα αίσθημα ματαίωσης. Κατεβαίνει την Πανεπιστημίου κι εκεί στην πιάτσα της Βουκουρεστίου παίρνει ένα ταξί. «Άνω Πατήσια» του λέει.


Λίγο πριν κοιμηθεί πιάνει από το κομοδίνο το βιβλίο του Μπουκόφσκι που τελείωσε προχθές. Κάποιος του είπε πως αργά τον ανακάλυψε τον Μπουκόφσκι, πως τον Μπουκόφσκι τον διαβάσεις στα είκοσί σου, όχι στα σαράντα. Γεγονός είναι πως του έχει γίνει πια εμμονή ο πορνόγερος. Έχει λατρέψει τα ποιήματά του και έχει αρχίσει να παίρνει τα πεζά του ένα-ένα. Αυτό που τέλειωσε προχθές λέγεται «Ο καπετάνιος έχει κόψει αλυσίδα και το πλοίο είναι στα χέρια των ναυτών». Είναι ημερολογιακές σημειώσεις κάποιων εβδομάδων, σαν αναρτήσεις σε ένα μπλογκ. Ψάχνει να βρει αυτή τη φράση που τον καθήλωσε προχθές. Πέφτει πάνω σε μια άλλη που τον κάνει να χαμογελάσει, μία που λέει πως οι ποιητές είναι λαπάδες που κρύβονται πίσω απ’ τη μάνα τους, πως οι ποιητές δεν μπορούν να γράψουν για τίποτε πέρα από την προσωπική τους ανεπάρκεια. Όταν το ακούς από έναν συγγραφέα το δέχεσαι, δεν είναι το ίδιο με ένα δεξιό πολιτικό σαν του Κούβελα που είχε πει τα ίδια πριν κάποια χρόνια Τα μάτια του έχουν αρχίσει να κουράζονται και να βαραίνουν. Κόντεψε να ξαναδιαβάσει όλο το βιβλίο προκειμένου να βρει εκείνη τη φράση. Τελικά το πήρε απόφαση. Κάποιος είχε πάρει τη φράση από το βιβλίο, μια φράση που έλεγε περίπου πως γύρω σου δεν βλέπεις ευτυχισμένους ανθρώπους, αλλά στην καλύτερη περίπτωση χαρούμενους.

***
ο πίνακας είναι του Χρόνη Μπότσογλου

Πέμπτη 18 Ιουνίου 2015

Το παραμύθι της Στέλλας


- Μπαμπά θα μου πεις μια ιστορία;
- Ουφ ρε Στέλλα δεν μου 'ρχεται τώρα καμιά ιστορία στο μυαλό
- Έλα μπαμπά!
- Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας μπαμπάς που δεν του ερχόταν καμιά ιστορία στο μυαλό, όμως η κόρη του του ζητούσε να της πει μια ιστορία και τότε εκείνος της έλεγε πως μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας μπαμπάς που δεν του ερχόταν καμιά ιστορία στο μυαλό, όμως η κόρη του του ζητούσε να της πει μια ιστορία και τότε εκείνος της έλεγε...

Και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα!

Παρασκευή 12 Ιουνίου 2015

Μια συγγνώμη για τη Μαντά;

Δεν ξέρεις πώς είναι η επαρχία. Πόσο στεγνωμένη είναι κατά κανόνα από πνευματική ζωή, πόσο της λείπουν οι άνθρωποι που θα υψώσουν ένα όποιο πνευματικό ή καλλιτεχνικό ανάστημα, να γίνουν κάπως σαν φάροι για την πνευματικά ανήσυχη ομάδα των ανθρώπων κάθε επαρχιακής πόλης. Οι δημοτικές βιβλιοθήκες ήταν πάντα ένας χώρος που καλούνταν, συχνά με ανορθόδοξα και πενιχρά μέσα, να παίξει ένα τέτοιο ρόλο της πνευματικής εστίας. Το όλο πράγμα κάπως θολό στον πολιτικάντικο νου των «βλαχοδημάρχων» εξαρτιόταν πάντα από τον «πατριωτισμό των βιβλιοθηκαρίων», όποτε υπήρχε και όποτε υπήρχαν.

Τα τελευταία χρόνια με την ανάθεση από την Υπουργό Παιδείας Άννα Διαμαντοπούλου της ηγεμονίας και του συντονισμού της πολιτικής βιβλιοθηκών στο ίδρυμα Νιάρχου, οι δημοτικές και δημόσιες βιβλιοθήκες (φτωχοί συγγενείς των υπόλοιπων βιβλιοθηκών που πήραν ανάσες από ευρωπαϊκά προγράμματα) ήρθαν σε επαφή για πρώτη φορά με ζητήματα προώθησης και οργάνωσης εκδηλώσεων, δημοσίων σχέσεων και marketing του πολιτιστικού προϊόντος. Ήταν μια έξυπνα σχεδιασμένη κίνηση που ακούμπησε σε πραγματικές ανάγκες και ελλείψεις και αξιοποίησε δυνάμεις που εθελοντικά ήταν έτοιμες να συνδράμουν. Τα οφέλη υπήρξαν ποικίλα, τόσο για τις βιβλιοθήκες, για το κοινό τους, τους βιβλιοθηκάριους, όσο και για την κυβέρνηση που δεν χρεώθηκε την καταστροφή των βιβλιοθηκών (για τις οποίες έδινε πλέον ψίχουλα). Αυτά λίγο πολύ όμως τα έχουμε ξαναπεί. Γεγονός είναι πως οι δημοτικές και δημόσιες βιβλιοθήκες και με αυτό τον τρόπο πάλι ψίχουλα πήραν, όμως το επικοινωνιακό ντοπάρισμα δεν τους επέτρεψε να το διακρίνουν έγκαιρα αυτό. Τώρα όπως και να ‘ναι το παιχνίδι του χορηγού τελειώνει, το «μεγάλο στοίχημα» είναι η «Νέα Εθνική Βιβλιοθήκη» και μένει να δούμε (ή να διαμορφώσουμε) την κατάσταση από ‘δω και πέρα για όλες αυτές τις βιβλιοθήκες σε όλη τη χώρα.

Μια από τις συνέπειες της περιόδου αυτής στις δημοτικές και δημόσιες βιβλιοθήκες ήταν το ότι έγιναν γνωστές σε διάφορους που μέχρι τότε τις αγνοούσαν, εμπόρους του βιβλίου, εκδότες, διάφορα σχήματα και οργανώσεις που πλέον κάλυψαν και το ρόλο του κρεουργημένου Εθνικού Κέντρου Βιβλίου.

Οι εκδόσεις Ψυχογιός είναι μία από τις περιπτώσεις αυτές. Ενδεικτικό παράδειγμα η περιοδεία του εκλεκτού ονόματος του καταλόγου του, της ευπώλητης συγγραφέα Λένας Μαντά. Η Λένα Μαντά σε αντίθεση με την... ομότεχνή της Χρυσηίδα "συμπαθεί" τις βιβλιοθήκες και κάνει περιοδεία αυτό τον καιρό για το προμοτάρισμα του τελευταίου της βιβλίου σε αυτές. Ο σχεδιασμός της "περιοδείας" είναι έξυπνος: μια δημοτική βιβλιοθήκη (για το κοινό της), ένα βιβλιοπωλείο (για να πουλήσει βιβλία) και ένας χώρος να τους χωρέσει όλους. Προ ημερών η Δημοτική βιβλιοθήκη της Βέροιας με καμάρι φιλοξένησε τη συγγραφέα που "μάγεψε το βιβλιόφιλο κοινό". Τη Δευτέρα 15 Ιουνίου και η Δημόσια βιβλιοθήκη των Γρεβενών θα υποδεχτεί τη συγγραφέα (δεν είναι η πρώτη φορά). Φαντάζομαι το βιβλιόφιλο κοινό θα μαγευτεί και στα Γρεβενά. Και ποιος ξέρει, ποιος ψάχνει καλύτερα, ποιοι προορισμοί ακολουθούν.

Θα ήμασταν πολύ γκρινιάρηδες και άδικοι αν λέγαμε πως το ευκολάκι της Μαντά και η αισθητική του χαρακτηρίζει τη μετα-Future Library περίοδο των δημοτικών βιβλιοθηκών. Μπορούμε ωστόσο να αναρωτηθούμε για κάποια πράγματα που πάντα εξάλλου μας βασάνιζαν. Πόσο «δικαιούται» αλήθεια μια βιβλιοθήκη να υποκύπτει στα ευπώλητα θεωρώντας πως "υπηρετεί την «αναγνωσιμότητα»" (τη βιβλιοφιλία και την φιλαναγνωσία εννοεί). Μέσα σε όλα και αυτό, θα μπορούσες να πεις. Ωστόσο η Δημοτική Βιβλιοθήκη της Βέροιας φαίνεται να καμαρώνει σε διαδοχικές αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για την επιτυχία της εκδήλωσης. Ας μην σταθούμε εκεί.


Οργανώνουμε εκδηλώσεις στις βιβλιοθήκες. Κι έχουμε ανάγκη πρόθυμους ανθρώπους να μιλήσουν για το έργο τους. Κι έχουμε ανάγκη να είναι πολύς ο κόσμος που θα έρθει, γιατί πρέπει να ακουστεί η βιβλιοθήκη και ο βλαχοδήμαρχος να μην την ξεχάσει. "Μετακινήσιμοι" άνθρωποι είναι συνήθως αυτοί που πουλάνε, αυτούς πρόθυμα θα στηρίξει ο εκδότης για να αυξήσει το κέρδος του. Και θα τους πληρώσει και τα έξοδα. Πολλοί άνθρωποι θα έρθουν στην εκδήλωση αν αυτός που θα μιλήσει είναι star. Κι έτσι εμείς που διψάμε για λίγη ζωντάνια πρέπει να διαθέσουμε το φαγητό που μας σερβίρουν αυτοί που διψάνε για το κέρδος.

Όμως οι βιβλιοθήκες ούτε με τα ευπώλητα είναι ταυτόσημες, ούτε με τις εκδηλώσεις, ούτε με το κέρδος, ούτε με τις δημόσιες σχέσεις, ούτε καν με τους βλαχοδήμαρχους. Οι βιβλιοθήκες είναι ναοί της ανάγνωσης, είναι παράθυρα στον κόσμο της γνώσης και του πνεύματος. Ποτέ δεν ήταν μόνο λογοτεχνία, ποτέ δεν έκρυψαν ένα είδος για να αναδείξουν ένα άλλο, ένα συγγραφέα για έναν άλλο. Και ίσως να είχαν και να έχουν πάντα έναν παιδευτικό ρόλο, ειδικά στην ταλαιπωρημένη και στεγνωμένη επαρχία.

Θεωρώ πως δεν μπορούν να αγκαλιάζονται οι βιβλιοθήκες με τους καρχαρίες του ευπώλητου για να σωθούν. Δεν μπορούν να γίνονται πρόθυμοι χώροι για τους εμπόρους του εύκολου. Πρέπει να αντιστέκονται, ιδιαίτερα αυτή την εποχή της κατάρρευσης, να υπερασπίζονται περισσότερο από ποτέ το ρόλο, την αποστολή και την ιστορία τους. Να διεκδικούν αυτό που θα πάει το λαό παραπέρα και όχι αυτό που θα τον θάψει στην αφασία τις βλακείας οριστικά.

Ευτυχώς πολλές το κάνουν. Με τις λίγες τους δυνάμεις το κάνουν. Με ελλείψεις και αδυναμίες, αλλά το κάνουν. Και ίσως να αξίζει περισσότερο να ασχολούμαστε με τους ήρωες που αντιστέκονται στην ευτέλεια, παρά με αυτούς που ενδίδουν σε αυτή.

Τρίτη 9 Ιουνίου 2015

στη... θερινή σύναξη των Κατσαμακαίων


Μέσα στο χτήμα υπάρχει μια παλιά βερικοκιά. Είχα γράψει ένα κείμενο γι' αυτήν πριν ένα χρόνο. Προχθές βρεθήκαμε στο χτήμα τρεις γενιές Κατσαμακαίων. Έλειπαν κάμποσοι, αλλά παρόντες ήταν όσοι ήθελαν να είναι παρόντες. Μια λειτουργία μνήμης για τους νεκρούς σε ένα βυζαντινό ξωκκλήσι στους αγρούς πρωί Σαββάτου, κι ύστερα η γιορτή για τους ζωντανούς. Ιστορίες από τα παλιά, νέες γνωριμίες. Την ώρα του αποχωρισμού ένα λίγο μεγαλύτερης διάρκειας αγκάλιασμα, ένα κάπως "θυμάμαι" που ξέφευγε με ένα άγγιγμα και ένα αμήχανο ίσως "να το ξανακάνουμε". Αυτό που θα μπορούσε να δει κανείς παρακολουθώντας τους να αποχαιρετιούνται: μια ανυπόκριτη και μύχια συγκίνηση.

Μεγάλωσα σε μια μεγάλη οικογένεια. Ακόμα κι αν μεγαλώνοντας νιώθω πως εκείνη μικραίνει, τη θεωρώ και τη νιώθω πατρίδα μου, είναι τα παιδικά μου χρόνια και είναι ταυτότητά μου ότι κι αν πεις.

Μέσα στο χτήμα υπάρχει μια παλιά βερικοκιά. Είχα γράψει ένα κείμενο γι' αυτήν πριν ένα χρόνο. Ακόμη κι αν μεγάλωσα σε αυτό το χτήμα, ακόμη κι αν έφαγα τους καρπούς της, έμαθα προχθές πως η βερικοκιά δεν είναι μονάχα δικιά μου πατρίδα. Το χτήμα άνηκε παλιά στο Μιχάλη που το πούλησε στον ανιψιό του, τον πατέρα μου. Ένα καλοκαίρι, χρόνια πριν γεννηθώ εγώ, η γυναίκα του Μιχάλη, η Ντίνα, ανέβαινε από την πόλη με μια τσάπα στον ώμο να σκάψει το κέρινο. Κουβαλούσε μαζί της τον μάλλον απρόθυμο γιο της τον Τάκη που κουβαλούσε μαζί του ένα ραδιοφωνάκι. Γιατί ο Τάκης προτιμούσε να ξαπλώνει κάτω από τη βερικοκιά, να κόβει τα λαχταριστά της βερίκοκα και να χορεύει μόνος του τις μουσικές. Η μάνα του τέλειωνε το τσάπισμα κι επέστρεφαν στην πόλη. Προχθές ο Τάκης στάθηκε δίπλα στη βερικοκιά και την κοιτούσε για ώρα.





Παρασκευή 5 Ιουνίου 2015

Ο καγιανάς


Η πολιτική δεν είναι η τέχνη του εφικτού, αλλά η υποχώρηση στην ισχύ του ανέφικτου. Η τέχνη από την άλλη δεν εξαρτάται από το εφικτό και το ανέφικτο, επομένως δεν ορίζεται σε σχέση με την πολιτική.

Κατέβαινα με τα πόδια να πάρω το τραίνο χθες το απόγευμα. Θα πήγαινα να δω τον φίλο μου το Νίκο που ήρθε για λίγες μέρες στην Αθήνα. Περπατούσα στις γειτονιές της μεγάλης μας πόλης αφηρημένος κι απορροφημένος σε σκέψεις σαν αυτή που άνοιξε αυτό το κείμενο.

Ξαφνικά συνέβη κάτι που με αναστάτωσε. Μια μεθυστική μυρωδιά είχε δραπετεύσει από κάποιο σπίτι με ανοιχτά παράθυρα και με άρπαξε και με πήγε και με έφερε σε μέρη και χρόνια και συναισθήματα και μνήμες. Με έκανε σώμα πάλι με τον τρόπο της.

Έφτασα στο σταθμό. Η μυρωδιά είχε φύγει. Το τραίνο όμως ερχόταν. Είχε αφήσει ωστόσο πίσω της μια σκέψη, σαν σκιά: λοιπόν πατρίδα είναι εκεί που περπατάς σ’ ένα δρόμο κι έρχεται η μυρωδιά του καγιανά που τηγανίζεται και σε απαγάγει.

Μέχρι το βράδυ πίναμε μπύρες με το Νίκο. Ήρθαν κι άλλοι φίλοι του και συζητούσαμε για τα κινήματα, την πολιτική, το κόμμα και την κυβέρνηση κι όλα αυτά. Λίγο πιο πέρα ένα συγκρότημα από την Πολωνία έπαιζε τζαζ μουσικές.

"Οι θάνατοι των περισσότερων ανθρώπων είναι απάτη. Δεν έχει απομείνει τίποτα για να πεθάνει". Δεν το λέω εγώ, ο Μπουκόβσκι το λέει σε ένα ημερολόγιό του. Το διάβασα σήμερα το πρωί ερχόμενος στη δουλειά. "Δεν θα έχω πεθάνει ως τότε", σκέφτομαι και χαμογελώ (νομίζω) σε ένα κορίτσι που στέκεται απέναντί μου και φοράει ένα κοντό μπλε φουστάνι και τα λευκά της πόδια με οδηγούν στην έξοδο.

***
ο πίνακας είναι του Νίκου Κεσσανλή

Τρίτη 2 Ιουνίου 2015

Η ιστορία του ανθρώπου που αγαπούσε τους χάρτες


Μα του άρεσε πάντα να διαβάζει χάρτες, όχι βέβαια για να σχεδιάζει ταξίδια – τα οποία εξάλλου σπάνια έκανε – αλλά γιατί όπως έλεγε «η μορφή του κόσμου στους χάρτες είναι μια εξουσιαστική αποτύπωση». Χρησιμοποιούσε σαν παράδειγμα έναν παλιό αραβικό χάρτη που είχε στη βιβλιοθήκη, που έδειχνε τον κόσμο «ανάποδα» γιατί είχε φτιαχτεί πριν οι Ευρωπαίοι επιβάλουν τη δική τους θέση στον κόσμο, πριν η Ευρώπη καθιερωθεί ως ο βορράς, πριν κάτσει η Δύση καβάλα στην Αφρική. Μας έλεγε πως οι χάρτες είναι ποιήματα και επιχειρηματολογούσε στην αμήχανη αντίδρασή μας λέγοντας για μια φράση του Καμπανέλλη από το «Μαουτχάουζεν»: δυο έγκλειστοι του στρατοπέδου κάνουν έρωτα πάνω στους χάρτες των ναζί. «Οι χάρτες» έλεγε, «είναι ο καλύτερος τόπος για να κάνουμε έρωτα, παραβιάζοντας τα σύνορα».

Νομίζω πως εδώ βρίσκεται το μυστικό της εμμονής του: διάβαζε τους χάρτες γιατί προσπαθούσε να καταλάβει τα σύνορα. Ή για να  επιβεβαιώσει πως οι άνθρωποι τα βάζουν πάντα για να τα ξεπεράσουν κάποια στιγμή. Όταν ήταν μικρός σχεδίαζε χάρτες φανταστικών χωρών και μετέτρεπε τις σκέψεις και τα βιώματά του σε «διακρατικές» συρράξεις και συμμαχίες. Πολιτεύματα και γλώσσες και θρησκείες, πόλεμοι και ομοσπονδίες ήταν οι ελπίδες και οι φόβοι του, οι διαψεύσεις και οι πόθοι του. Νομίζω πως ένας από τους χάρτες αυτούς κράτησε σε όλη του την εφηβεία. Υπήρξαν φορές που προσπάθησε να σχεδιάσει και τους χάρτες των ονείρων του, να αποτυπώσει το σχήμα των τοπίων που έβλεπαν τα κλειστά του μάτια.


Θυμήθηκα αυτή την ιστορία όταν πριν λίγες μέρες τον είδα στο παιδικό του δωμάτιο. Είχε κάτσει απέναντι στην υδρόγειο σφαίρα, της είχε φορέσει το ψάθινο καπέλο του και της μιλούσε.

***
ο πίνακας είναι του Daniel Barkley