Πέμπτη 21 Ιουνίου 2018

Το παραμύθι του λουλουδιού που άνθισε


Μια μέρα ένα λουλούδι άνθισε κι ήταν τόση η χαρά του, που μοσχοβόλησε ο τόπος γύρω του και τα ζουζούνια του αγρού και οι μέλισσες ήρθαν και τρύγησαν το νέκταρ του και το γονιμοποίησαν. Και τα πουλιά που περάσαν από ‘κει ή στάθηκαν στα κλαδιά των κοντινών δέντρων είδαν όλο αυτό το ξέφρενο πηγαινέλα κι αρχίσαν το τραγούδι. Και τα σύννεφα ακούσαν το τραγούδι των πουλιών και πλεχτήκαν στο χορό τους κάνοντας παράξενα σχήματα ψηλά στον ουρανό, που έμοιαζαν με μάχες κι έρωτες και άλλα τέτοια μπερδέματα. Τα είδαν οι παραμυθάδες, που παρακολουθούν με τις ώρες συνήθως πράγματα φευγαλέα και παράλογα, κι έγραψαν παραμύθια. Για δράκους και παλικάρια και κορίτσια και περιπέτειες σε δάση και βασίλεια έγραψαν.

Τα παραμύθια είναι η ηχώ μιας ανθοφορίας.

***
Ο πίνακας είναι του Xul Solar

Παρασκευή 8 Ιουνίου 2018

Το παραμύθι του βιβλιοθηκάριου, του λαουτιέρη και του παραμυθά


Ζούσε ένας βιβλιοθηκάριος. Ανάμεσα στα βιβλία που περίμεναν να διαβαστούν και στους ανθρώπους που τα αναζητούσαν ζούσε. Και κανόνιζε τα συνοικέσια του πνεύματος κι ήταν και οι άνθρωποι γι’ αυτόν βιβλία, «ο καθένας, και μια ιστορία ειπωμένη» συνήθιζε να λέει. Και όταν γέρασε πολύ, έλεγε πως «δεν υπάρχουν άνθρωποι, μόνο βιβλία υπάρχουν». 

Ζούσε ένας λαουτιέρης. Ανάμεσα στο λαούτο του που κελαηδούσε τα βάσανα των ανθρώπων και στους ανθρώπους που βασανίζονταν ζούσε. Και κανόνιζε τα συνοικέσια της μουσικής και οι άνθρωποι γι’ αυτόν ήταν τραγούδια, «ο καθένας και μια ιστορία τραγουδισμένη» συνήθιζε να λέει. Και όταν γέρασε πολύ, έλεγε πως «δεν υπάρχουν άνθρωποι, μόνο τραγούδια υπάρχουν». 

Ζούσε ένας παραμυθάς. Έλεγε πως δεν υπάρχουν άνθρωποι, μόνο παραμύθια υπάρχουν.

***
ο πίνακας είναι του Xul Solar

Δευτέρα 4 Ιουνίου 2018

Το παραμύθι των δυο πηγών



Μια φορά ήταν μια πηγή στην κορυφή ενός λόφου. Κόσμος και ντουνιάς, άνθρωποι, πουλιά και ζωντανά έρχονταν να ξεδιψάσουν από το νερό της, άλλος γλυκός και τρυφερός, άλλος λαίμαργα πίνοντας, άλλος με το ραμφάκι του και άλλος με τις χούφτες απλωμένες. Κι όλοι φεύγαν ευχαριστημένοι που χόρταιναν τη δίψα τους. Κι η πηγή ήταν ευτυχισμένη. Όχι για όλη ετούτη τη ζωή και τη βουή τριγύρω της, αλλά για το νερό που πήγαζε από μέσα της, γιατί οι πηγές για ‘τούτο θα χαίρονται και τίποτα άλλο δεν θα τις νοιάζει μάλλον. Μια μέρα στην πηγή ήρθε κι έκατσε ένα όμορφο παλικάρι, έσκυψε, τα χείλη του φιλήσαν το νερό και τα χέρια του το χάιδεψαν, όπως χαϊδεύουν άγουρα αυτά άγουρο στήθος με άγουρο έρωτα, σύγκορμα τρέμοντας και τρίζει ο ουρανός και του Άδη ακόμη και τα πιο σκοτεινά λαγούμια. Κι ύστερα κάθισε στο πλάι και πήραν στα μάτια του να τρέχουν δάκρυα κι ένα τραγούδι αρχίνισε να λέει για του έρωτα τα πάθη, για την αγάπη που προδόθηκε.

Πέρασε καιρός. Ο νέος δεν έφυγε ποτέ από ‘κει. Με τα χρόνια γέρασε, τα γένια, τα μαλλιά του ασπρίσαν και μακρύναν, βρύα φυτρώσαν στα χείλη του και σαλιγκάρια σύρθηκαν στα χέρια του. Το τραγούδι του σώπασε, όμως τα μάτια του ποτέ δεν στέρεψαν. Μια νύχτα η σελήνη τον σκέπασε το μαγικό της σάλι κι έγινε ευθύς πέτρινη πηγή κι αυτός. Κι οι άνθρωποι, τα πουλιά και τα ζωντανά έρχονταν να ξεδιψάσουν πια στις δυο πηγές στην κορυφή του λόφου.

Υπάρχουν πηγές που χαίρονται να αναβλύζουν το κρυστάλλινο νερό, κι άλλες που δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς.

***
ο πίνακας είναι του Grand Wood