Πέμπτη 16 Ιανουαρίου 2025

Σπασμένα ποιήματα στην Οδό Θεσσαλονίκης



Οι μόνοι που παίζουν ένα ρόλο στο θέατρο είναι οι θεατές. Όλοι οι άλλοι είναι απλά η αληθινή, πραγματική ζωή. Με τους έρωτες, τους φόνους και τα μυστικά. Κυρίως τα μυστικά τους.

***

Βγήκαν στην αυλή κι άρχισαν να χορεύουν οι ηθοποιοί. Και τα δέντρα γύρω έγιναν κάστρα ψηλά, και τα παγκάκια γίναν μαύρα πουλιά κι ένας απόκοσμος τρόμος μας κατέλαβε όλους για το φόνο που ετοίμαζαν.

***

Πρέπει να γίνω το ποίημα μου είπε μια μέρα ο Ηλίας - ένας νεαρός σπουδαστής της δραματικής σχολής.

Κι έφυγε. Πρέπει να ήταν το μόνο ποίημα που έφυγε ποτέ από μια βιβλιοθήκη.

***

Πόσα έργα είδα να παίζονται σε άδειες σκηνές...

Να, εδώ πέθανε ο Ληρ πριν από χρόνια. Κι ακόμη πεθαίνει, όταν το θέατρο αδειάζει. Όταν οι θεατές και οι ηθοποιοί αποχωρούν. Το θέατρο συμβαίνει όταν κανείς δεν είναι εδώ.

***

Ο κύριος διευθυντής του Εθνικού θεάτρου είναι ένας ξοφλημένος κλόουν. Με το ματωμένο μαντήλι στο πέτο του και την τσαλακωμένη από τις κολακείες και τους συμβιβασμούς αξιοπρέπειά του.

Ο ξοφλημένος κλόουν φεύγει από το τσίρκο μετά την παράσταση. Χάνεται μέσα στη νύχτα και μέσα στις σκέψεις του. Ξαφνικά σταματά. Ευτυχώς δεν έγινα διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου, μονολογεί. Κρεμάει στο φεγγάρι το κόκκινο χαμόγελο του και σκύβει, υποκλίνεται στους άδειους δρόμους και τους χειροκροτεί.

Διορθώνω: ο διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου δεν θα μπορέσει να γίνει κλόουν ποτέ, πόσο μάλλον ξοφλημένος. Με το ματωμένο μαντήλι στο πέτο του και την τσαλακωμένη από τις κολακείες και τους συμβιβασμούς αξιοπρέπειά του θα μείνει απλά διευθυντής.

***

Ο γέρος ηθοποιός διδάσκει τους μαθητές του την ανάσα. Τους μιλάει για την ανάσα του βασιλιά και την ανάσα του δολοφόνου, για την ανάσα του μυστικού πάθους και της ένοχης θλίψης. Μην μπερδεύετε την ανάσα με την αναπνοή, τους λέει. Οι θεατές αναπνέουν, εμείς ανασαίνουμε. Η σκηνή είναι ο διάλογος ανάμεσα στις ανάσες. Δεν είναι χώρος, είναι κίνηση, είναι πάλη, είναι ροή.

Ελάτε τώρα. Ας πάψουμε να ανασαίνουμε. Οι ηθοποιοί ανασαίνουν όταν οι θεατές αναπνέουν. Κι ετούτοι εδώ, είπε δείχνοντας τις άδειες θέσεις του θεάτρου, έχουν από καιρό πεθάνει.

***

Ένας νεαρός σπουδαστής μίας δραματικής σχολής εμφανίζεται στη σκηνή σαν να τον παρέσυρε ένα φύσημα του αέρα. Σαν να έπεσε χορεύοντας από κάποιο δέντρο που το ξεγυμνώνει η παγωνιά. Ήσυχα φτάνει στο κέντρο κι όλοι τον κοιτούν. Κι ύστερα βγάζει τα ρούχα του και μένει γυμνός. Για λίγα δευτερόλεπτα γυμνός. Αποχωρεί αποφασιστικά. Όπως μια φράση που τελειώνει.

Σημείωση: η καθηγήτριά του είπε πως ο αυτοσχεδιασμός ήταν ανόητα προφανής και πως ένας άνθρωπος χωρίς ρούχα δεν είναι γυμνός. Και πως αν κάτι μας γδύνει, δεν είναι η θέληση μας να μείνουμε γυμνοί, αλλά το βλέμμα του θεατή που μας ανακαλύπτει ανυπεράσπιστους. Κι αν θέλετε, τους είπε, η τέχνη είναι το εσώρουχό μας. Είναι το τελευταίο πράγμα που τους αφήνουμε να πάρουν μαζί τους όταν η παράσταση τελειώνει. Γιατί το έργο δεν τελειώνει ποτέ.


***
ο πίνακας είναι του Emil Nolde