Παρασκευή 19 Μαρτίου 2010

Μία λατέρνα, ο σταυρός και η ποίηση

Σήμερα το πρωί πέρασε από τη γειτονιά μια λατέρνα. Την έσπρωχνε ένας γύφτος. Γυρνώντας τη μανιβέλα γέμιζε ο δρόμος τον κυλαριστό της ήχο, σαν μουσικό κουτί των αναμνήσεων. «Γαρύφαλλο στ’ αυτί και πονηριά στο μάτι…».

Η ποίηση σε συναντά σε ανύποπτες στιγμές – σχεδόν πάντα μυστικές. Ένα πρωινό, όπως το σημερινό –ανοιξιάτικο, πασχαλινό, αναστάσιμο- ή κάτι βράδια, όπως χθες –στενάχωρα, μελαγχολικά, μαρτυρικά:

Άκουγα χθες το “Federico Garcia Lorca” του Νίκου Καββαδία (1947) σε μουσική Θάνου Μικρούτσικου και στάθηκα στο στίχο
«… κάτω απ’ τον ήλιο αναγαλλιάζαν οι ελιές
και φύτρωναν μικροί σταυροί στα περιβόλια»
Θυμήθηκα το «Στρατιώτη ποιητή» του Μίλτου Σαχτούρη (1958) μελοποιημένο από το Γιάννη Σπανό. Λέει κάπου
«… Δεν έχω γράψει ποιήματα
δεν έχω γράψει ποιήματα
μόνο σταυρούς
σε μνήματα
καρφώνω»

Ξεπροβοδίζω αυτό το κείμενο – «η τσέπη άδεια πάντοτε, μα η καρδιά γεμάτη»- με τη φωνή της λατέρνας και ένα κομμάτι ποίημα της πολωνέζας ποιήτριας Βισουάβα Σιμπόρσκα (Wislava Szymborska) (Μια ποιητική διαδρομή. Εκδόσεις Σοκόλη) ενόψει της γιορτής της ποίησης την Κυριακή. Το αφιερώνω στον Ισαάκ Σούση, που συνάντησα πριν από λίγες μέρες στα Εξάρχεια και σε όσους με τον ένα ή άλλο τρόπο διαβιούν στη χώρα της ποίησης.


«Υπάρχει, λοιπόν, ένας τέτοιος κόσμος
όπου κυριαρχώ πάνω του αποκλειστικά και απόλυτα;
Ένας χρόνος που τον δεσμεύω με αλυσίδες από σημεία;
Μια ύπαρξη που διαιωνίζεται κατά διαταγήν μου;

Η χαρά της γραφής.
Η δύναμη να διασώζεις.
Η εκδίκηση από ένα θνητό χέρι.»