
Νομίζω πως ό,τι πιο πολύ επιθύμησα μέχρι τώρα στη ζωή μου, ήταν «λίγο ακόμη να κοιμηθώ» εκείνα τα χειμωνιάτικα πρωινά που η μάνα μου με ξύπναγε για το σχολείο. Το κρεβάτι γινόταν η πιο γλυκιά ζεστή αγκαλιά, από την οποία αν δεν με τράβαγε ο έξω κόσμος, θα ήμουν απόλυτα ευτυχής. Η Παρασκευή ήταν η καλύτερη μέρα και η Κυριακή – ιδιαίτερα μετά που ακουγόταν το σήμα της «Αθλητικής Κυριακής»- η χειρότερη. Δεν κατάλαβα ποτέ γιατί την πρώτη ώρα είχαμε μαθηματικά, γιατί έπρεπε να ξέρω τους στρατηγούς του Βυζαντίου ή τον Ιησού του Ναυή. Το σχολείο το συνάντησα έκτοτε πολλές φορές στη ζωή μου, είτε ως ιεραρχία, είτε ως εξέταση, είτε ως κτήριο. Τα σχολεία, τα στρατόπεδα, τα νοσοκομεία και οι φυλακές μοιάζουν εκπληκτικά μεταξύ τους…
Θυμάμαι τι ένοιωθα, πού ήταν η τάξη, ποιοι έκλαιγαν, πώς ήταν τα βλέμματα κυρίως μανάδων έξω από την τάξη, την κα Καλαμαρά (που έλεγαν πως ήταν σκληρή) και την κα Γκότση (που έλεγαν πως ήταν σκληρή), όλη την Πρώτη μαζεμένη για να χωριστεί σε δύο τμήματα- και εσύ να μην ξέρεις τι να ευχηθείς (τη σκληρή ή τη σκληρή). Λίγες μέρες μετά πλησίασα τη σκληρή που μου έλαχε για να τη φιλήσω (το ζώον) στο σχόλασμα, συνήθεια αποκτηθείσα εν τω νηπιαγωγείω…, και έφαγα την πρώτη μου χυλόπιτα. Έκτοτε δεν έχω ξαναφιλήσει δασκάλα.
Αυτό νομίζω πως έγινε προχθές. Το θυμάμαι πεντακάθαρα. Όμως… χθες συνόδεψα κάποιον άλλο στην πρώτη του μέρα στο σχολείο, στο δημοτικό: το γιο μου. Το χελωνάκι μας ζαλώθηκε την τεράστια τσάντα του – στο εξής ο τσίρδουλας θα είναι μια τσάντα με πόδια – και ξεκίνησε τόσο ψαρωμένος ώστε να παίζει άτσαλα τον αδιάφορο, την πορεία των δώδεκα χρόνων στη «βασική» εκπαίδευση.
Δεν ξέρω πώς θα ήταν ο κόσμος μας αν τα σχολεία δεν ήταν εθνικά κατηχητικά, αν καλλιεργούσαν ανθρώπους, αν δεν ήταν θερμοκήπια παπαγάλων, μόρφωναν και δεν εκπαίδευαν. Δεν θα το μάθω ποτέ. Στέλνω λοιπόν το γιο μου σε μια πορεία που εύχομαι να τον πληθαίνει και να τον βαθαίνει. Με την ελπίδα ότι στα σχολικά του συναπαντήματα θα γνωρίσει κάποιον άνθρωπο που θα τον εμπνεύσει μια πορεία χρήσιμη στη ζωή του.
Όσο το σχολείο θα είναι βέβαια παιδιά και έφηβοι, έρωτες, παιχνίδια, κοπάνες, πλάκες, φιλιά, τηλέφωνα, τετράδια, κασετίνες, ραβασάκια, εκδρομές, κυλικείο, θρανία, σκονάκια, αντιγραφή, διάλειμμα, καταλήψεις, διακοπές, Παρασκευές και Κυριακές κάτι μου λέει πως τουλάχιστον η κατήχηση θα κουτουλάει γερά στα θρανία της άνοιξης. Και είναι μια ελπίδα και αυτή. «Σώπα δάσκαλε να ακούσουμε το πουλί», ή μάλλον για να το πω και με τον τρόπο που… "προχθές" τελείωνα τις εκθέσεις μου στο δημοτικό: … να και ένα ποιηματάκι για το σχολείο:
"
Παιδιά, πότε
γεννήθηκε ο Ναπολέων Βοναπάρτης,
ο δάσκαλος ρωτά.
Πριν από χίλια χρόνια λεν τα παιδιά.
Πριν από εκατό χρόνια λεν τα παιδιά.
Πέρσι λεν τα παιδιά.
Κανείς δεν ξέρει.
Παιδιά τι έκανε
ο Ναπολέων Βοναπάρτης,
ο δάσκαλος ρωτά.
Νίκησε σ' ένα πόλεμο, λεν τα παιδιά.
Έχασε ένα πόλεμο, λεν τα παιδιά.
Κανείς δεν ξέρει.
Ο κρεοπώλης μας είχε ένα σκύλο
που τον λέγαν Ναπολέων,
λέει ο Φράντισιεκ.
Ο κρεοπώλης τον βασάνιζε και ο σκύλος πέθανε
από την πείνα
πριν ένα χρόνο.
Κι έτσι τώρα όλα τα παιδιά λυπούνται
για το Ναπολέοντα.
"
****************
Το ποίημα είναι του Μίροσλαβ Χόλουπ, μεταφρασμένο από τον Γιώργο Χριστοδουλίδη στην έκδοση του Παρασκηνίου με τίτλο "Δύο Ευρωπαίοι ποιητές" (2001). Το αφιερώνω στους φίλους μπαμπάδες που χθές άτσαλα κάναμε τους χαλαρούς όταν τα χελωνάκια μας με τις τεράστιες τσάντες στοιχίζονταν στην Πρώτη: στο Στέργιο, στον Αντώνη, στο Σπύρο, στο Σάκη, σε μένα που σας ομιλώ...