Από μικρός τους άκουγε να περπατούν κάτω από τα πόδια του, να πηγαίνουν και να έρχονται, άλλοτε βιαστικοί κι άλλοτε ράθυμοι, όπως οι άνθρωποι που πορεύονται στον πάνω κόσμο. Γιατί γι' αυτόν όλη αυτή η κίνηση ήταν τρανή απόδειξη πως κάτω από το χώμα που πατούσε ζούσαν οι άλλοι. Κάποτε σκέφτηκε πως είναι ο κόσμος των σκιών, πως οι σκιές βαδίζουν κάτω από τα πόδια του. Κι όταν βρουν τον τρόπο ή όταν κάποιος έκτακτος λόγος το επιβάλει, ανεβαίνουν στους τοίχους και ξαπλώνουν στους δρόμους του πάνω κόσμου. Όσο μεγάλωνε, συνήθιζε αυτό το συνωστισμό και δεν του έκανε εντύπωση, ούτε του προκαλούσε αγωνία. Ίσα-ίσα, μερικές φορές το διασκέδαζε όλο ετούτο το σούρτα-φέρτα κι ακολουθούσε υπάκουα τις διαδρομές των κάτω. Μέχρι που τον οδηγούσαν σε νοσοκομεία ή σπίτια που πενθούν ή σε νεκροταφεία, όπου οι άνθρωποι συνηθίζουν να φυτεύουν τους νεκρούς τους (χωρίς ελπίδα καμιά να ανθίσουν κάποια Άνοιξη).
Μια φορά κι έναν καιρό ένοιωσε πως κάποιος τον ακολουθεί από τον κάτω κόσμο, πως τα βήματά του αντηχούν κάτω από τα πόδια του σε κάθε διαδρομή. Το ίδιο βράδυ έκλεισε τα μάτια του κι αποκοιμήθηκε βαθιά κι είδε στο όνειρό του πως άνοιγε τα χέρια του και πετούσε ψηλά σε κίτρινους και γαλάζιους ουρανούς. Και δεν ξύπνησε ποτέ κι έμεινε να πετά με τα χέρια ανοιχτά για χρόνους πολλούς, τόσους που ούτε το παραμύθι ετούτο δεν τους ξέρει. Πετούν ψηλά όσοι αρνήθηκαν να περπατούν στον πάνω ή στον κάτω κόσμο, να σκαρφαλώνουν τους τοίχους ή να ξαπλώνουν στην άσφαλτο των επαρχιακών δρόμων. Πετούν ψηλά όσοι αρνήθηκαν να περπατούν.
***
ο πίνακας είναι του Paul Delvaux
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου