Στα "Ελεύθερα Γράμματα", ένα αριστερό περιοδικό υπό τη διεύθυνση του Δημητρίου Φωτιάδη και έπειτα του Νικηφόρου Βρεττάκου και του Στρατή Δούκα, το Φεβρουάριο του 1946 ο 27χρονος Μιχάλης Κατσαρός δημοσιεύει ένα "παράξενο", κάπως μπερδεμένο, θαλασσινό ποίημα (με ρίμα) και τίτλο "Το μπαρμπερίνικο καράβι". Πρόκειται για την πρώτη δημοσίευση ποιήματός του, την πρώτη "επίσημη εμφάνισή" του στη λογοτεχνία:
"Σε μπαρμπερίνικο καράβι, χρόνια τα νειάτα σκλαβωμένα.
Σε μπαρμπερίνικο καράβι, σκλάβες ψυχές τραβάν θλιμμένα.
Ω, τις καρδιές μας πώς μεθούσαν τα πελαγίσια τ αγριοπούλια...
Ω, τις καρδιές μας πώς μεθούσαν η νύχτα, τ' άστρα, η πούλια...
Σε μπαρμπερίνικο καράβι με τον κουρσάρο τον Αφέντη
Χρόνια δεμένοι, χρόνια σκλάβοι μες στης θάλασσας το γλέντι.
Το Τούνεζι και το Μαρόκο διαβήκαμε σαν υποψία,
Γρέγο Λεβάντε και Σορόκο στα στήθη κλείσαμε μ' υπεροψία.
Και τα τραγούδια της σκλαβιάς μας χρόνια μιλούσαν για μπουγάζι.
Και τ' αγριοπούλι της καρδιάς μας άνεμο στη φτερούγα βάζει.
Να, τα μηνύματα τα πρώτα στο πελαγίσιο κύμα τρέχουν
Γυρίστε στο Βοριά τη ρότα του καραβιού, Τα ξάρτια αντέχουν...
Στο μπαρμπερίνικο καράβι πώς τα δεσμά το τσούρμο σπάζει
Κι αρπάζουν το τιμόνι οι σκλάβοι κι ίσα τραβάν για το μπουγάζι
Κι έμεινε πια και το Μαρόκο κι η Μπαρμπεριά με τον Αφέντη
Κάτι σα Γρέγο και Σορόκο μες στης θάλασσας το γλέντι."
Στο ίδιο περιοδικό, το Γενάρη του 1950 ο Κατσαρός δημοσιεύει το ποίημα "Κάποιοι άνθρωποι" - μας θυμίζει περισσότερο τον οικείο Κατσαρό, ειδικά.. η προστακτική δεύτερου πληθυντικού στην τελευταία φράση του. Κι εδώ η θάλασσα παραμονεύει κάπως κι οι ναυτικοί.
"Ήρθανε σ' αυτές τις άγνωστες τις άγνωστες γραμμές να δούνε
όπως κυττάει ο κουρασμένος ναυτικός κάποια καινούργια θάλασσα
Ήρθανε
γιατί βαρέθηκαν τα ίδια τα σπίτια με τα χαμηλωμένα παράθυρα
χωρίς ουρανό.
Αγαπάνε τις άγριες φάτσες μας
πείθουν τον εαυτό τους αδιάκοπα ότι πιστέψανε,
απλώνουν τα παγωμένα χέρια τους στο πρόσωπό μας να ζεσταθούν
βγάζουνε λόγους και χαίρονται.
Έρχονται
όπως γράφονται σ' ένα σύλλογο προστασίας ζώων
κουβαλώντας μαζί τους το πτώμα τους
ατέλειωτα χειρόγραφα με σπασμένη φωνή
κάποια ντροπή.
Δεν τους γνωρίζουμε.
Περνάνε δίπλα μας άγνωστοι
άγνωστοι φεύγουν για τα σπίτια τους
αφήνοντας μόνο τη θλίψη τους
σαν ένα ταπεινό πληγωμένο ανάμεσά μας
σαν ένα κουβάρι βρώμικο νερό
σαν ένα μεθυσμένο Ιρλανδό που αναθυμιέται,
Κλείστε τις πόρτες."
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου